Τι σημαίνει το ranking στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης ranking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του ranking στο Αγγλικά.
Η λέξη ranking στο Αγγλικά σημαίνει σειρά κατάταξης, κατάταξη, κατάταξη, -βαθμος, βαθμός, θέση, βαθμίδα, σειρά, κατατάσσω, που βρομάει, έσχατος, κατατάσσομαι, ταξινομώ, κατατάσσω, υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμος, λίστα κατάταξης, κατάταξη εκπαιδευτικού ιδρύματος σε σχέση με τα άλλα, κορυφαίος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης ranking
σειρά κατάταξηςnoun (sports: in order) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κατάταξηnoun (act of putting in order) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Not everyone thinks the government's ranking of schools is a good idea. Δεν θεωρούν όλοι καλή ιδέα την απόφαση της κυβέρνησης για την κατάταξη των σχολικών μονάδων. |
κατάταξηplural noun (sports: order) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This tennis player has slipped a few places in the rankings, following her recent defeat. Αυτή η τενίστρια κατέβηκε λίγες θέσεις στην κατάταξη μετά την πρόσφατη ήττα της. |
-βαθμοςadjective (as suffix (occupying certain place, rank) Η Ρίτα είναι υψηλόβαθμο στέλεχος της εταιρείας. |
βαθμόςnoun (military: position, title) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Nicholas has the rank of major. Ο Νίκολας έχει τον βαθμό του ταγματάρχη. |
θέση, βαθμίδαnoun (status level) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Walter's rank within the company is very low. Η θέση του Γουόλτερ στην εταιρεία είναι πολύ χαμηλή. |
σειράnoun (row, file, line) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Please could you put these books into order, starting with this rank here. Θα μπορούσες σε παρακαλώ να βάλεις αυτά τα βιβλία σε τάξη ξεκινώντας με αυτήν εδώ τη σειρά; |
κατατάσσωtransitive verb (place: 1st, etc.) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lydia ranks Johnny Depp above Brad Pitt. Η Λύντια βάζει τον Τζόνι Ντεπ σε υψηλότερη θέση από τον Μπραντ Πιτ. |
που βρομάειadjective (smell or taste: unpleasant) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) What is that smell? Oh, that's rank! |
έσχατοςadjective (sheer, utter) (λόγιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Alan was fired for rank insubordination. |
κατατάσσομαιintransitive verb (be placed or classed) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Glenn ranks highly among the world's top chefs. |
ταξινομώ, κατατάσσωtransitive verb (assign order to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Wendy ranked the files in alphabetical order. |
υψηλόβαθμοςadjective (near top of range or hierarchy) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Rita is a high-ranking member of the company. |
χαμηλόβαθμοςadjective (near bottom of range or hierarchy) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
λίστα κατάταξηςnoun (of people, companies, etc.) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Every year, the magazine publishes a ranking list of the 50 richest people in the country. |
κατάταξη εκπαιδευτικού ιδρύματος σε σχέση με τα άλλαnoun (school's position in performance table) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) British parents are obsessed with school rankings these days. |
κορυφαίοςadjective (highly esteemed) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του ranking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του ranking
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.