Τι σημαίνει το queso στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης queso στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του queso στο ισπανικά.

Η λέξη queso στο ισπανικά σημαίνει τυρί, τσένταρ, φέτα, τρίφτης τυριού, σάντουιτς με κρέας και τυρί, πηχτή, τυρένιος, με σάλτσα μορνέ, γενική ονομασία τυριών της Βόρειας Αμερικής, που μοιάζουν με το έμενταλ, τσιζκέικ, cheesecake, τσιζμπέργκερ, Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος., τοστ, μπλε τυρί, μαχαίρι τυριού, πίτσα με τυρί, τυρί κότατζ, κατσικίσιο τυρί, τριμμένο τυρί, ζυμαρικά με τυρί, αμερικάνικο τυρί, καμαμπέρ, γαλλικό τυρί μίνστερ, τυρί κρέμα, είδος αμερικάνικου τυριού, τυρί τσένταρ, σχάρα ωρίμανσης τυριών, τυρί στίλτον, τυρί σε ράβδους, τυρί σε λωρίδες, νωπό τυρί, τυρόπηγμα, γκόρντον μπλου, κουάρκ, κοροϊδεύω, κλέβω, άχρηστος, άσχετος, ζεστό σάντουιτς με λιωμένο τυρί, ένταμ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης queso

τυρί

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El vino tinto va bien con casi todos los quesos, pero con queso de cabra deberías tomar vino blanco.
Το κόκκινο κρασί ταιριάζει με τα περισσότερα τυριά, αλλά το λευκό κρασί πρέπει πάντα να το πίνεις μαζί με κατσικίσιο τυρί.

τσένταρ

(voz inglesa)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Me gustan las hamburguesas con cheddar.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το τσένταρ πάει πολύ με τη μηλόπιτα.

φέτα

(ελληνικό τυρί)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τρίφτης τυριού

(de queso)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
¿Me pasarías el rallador?

σάντουιτς με κρέας και τυρί

(voz inglesa)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

πηχτή

(βραστό χοιρινό κεφάλι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τυρένιος

locución adjetiva (καθομιλουμένη)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Creo que tengo unos bizcochos de queso en el armario.
Νομίζω πως έχω μερικά μπισκότα με γεύση τυριού στο ντουλάπι.

με σάλτσα μορνέ

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

γενική ονομασία τυριών της Βόρειας Αμερικής, που μοιάζουν με το έμενταλ

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τσιζκέικ, cheesecake

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El pastel de queso sería muy pesado después de semejante comilona.
Ένα τσιζκέικ θα ήταν υπερβολικά βαρύ μετά από ένα τέτοιο μεγάλο γεύμα.

τσιζμπέργκερ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Alan fue a un restaurante de comida rápida y pidió una hamburguesa con queso y papas fritas.

Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τοστ

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Emily pidió un sándwich de queso fundido con tomate y patatas fritas.

μπλε τυρί

El Fourme d'Ambert es un queso azul de la region francesa de Auvergne. Hay muchos tipos de queso azul. Los más famosos son el Roquefort y el Stilton.

μαχαίρι τυριού

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

πίτσα με τυρί

(PR)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τυρί κότατζ

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Si no encuentras ricota para la lasaña, puedes reemplazarla por queso cottage.
Αν δεν μπορείς να βρεις τυρί ρικότα για τα λαζάνια σου, μπορείς να χρησιμοποιήσεις τυρί κότατζ.

κατσικίσιο τυρί

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Hizo una pizza un poco rara con queso de cabra y tomate deshidratado.

τριμμένο τυρί

Siempre le pongo queso rallado a la pizza.

ζυμαρικά με τυρί

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Los niños casi siempre aman los macarrones con queso.

αμερικάνικο τυρί

El queso amarillo es generalmente una mezcla de queso Colby y Cheddar.

καμαμπέρ

locución nominal masculina

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
El queso Camembert frito queda exquisito con salsa de arándanos.

γαλλικό τυρί μίνστερ

(variedad de queso de Alsacia)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τυρί κρέμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Me encantan los panecillos con queso para untar y el café por las mañanas.
Μου αρέσουν τα μπέιγκελ με τυρί κρέμα και καφέ το πρωί.

είδος αμερικάνικου τυριού

locución nominal masculina

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
El queso cheddar de Vermont es un tipo de queso ladrillo.

τυρί τσένταρ

nombre masculino

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

σχάρα ωρίμανσης τυριών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τυρί στίλτον

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Compro mi queso stilton en una quesería especial.

τυρί σε ράβδους, τυρί σε λωρίδες

locución nominal femenina plural

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

νωπό τυρί

locución nominal masculina

τυρόπηγμα

nombre masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
El queso en grano fresco cruje cuando lo masticas.

γκόρντον μπλου

(voz francesa, cocina) (μαγειρική)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κουάρκ

(είδος τυριού)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κοροϊδεύω, κλέβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Algunos restaurantes tratan de estafar a los turistas.
Κάποια εστιατόρια προσπαθούν να κοροϊδέψουν (or: κλέψουν) τους ξένους τουρίστες.

άχρηστος, άσχετος

(σε κάτι)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Soy malísimo jugando al fútbol, y John lo es al ajedrez.

ζεστό σάντουιτς με λιωμένο τυρί

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
Gary compró un sándwich caliente de jamón y queso en la tienda.

ένταμ

locución nominal masculina (queso)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του queso στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.