Τι σημαίνει το porté στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης porté στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του porté στο Γαλλικά.

Η λέξη porté στο Γαλλικά σημαίνει πόρτα, πύλη, έξοδος, πόρτα, βαλβίδα, πύλη, πύλη, λογική πύλη, είσοδος, που μεταφέρεται, είσοδος, πόρτα, όριο, δηλωθείς, πόρτα, φοράω, φορώ, κουβαλάω, φορώ, φοράω, φορώ, έχω μαζί μου, αντηχώ, κουβαλάω στους ώμους μου, κουβαλάω, κουβαλώ, κρατάω, κουβαλάω, φέρω, έχω, σέρνω, εισιτήριο για κτ, πύλη, βάση, ράφι, ντοσιέ με πιάστρα, εκπρόσωπος, εκπρόσωπος, κακοτυχία, μεγάφωνο, εκπρόσωπος, ντουντούκα, καλόγερος, μεγάφωνο, σημαιοφόρος, πρωτοπόρος, σφήνα, αεροπλανοφόρο, γούρι, πίπα, φορτηγό πλοίο, ζαρτιέρα, ράφι για καπέλα, ράφι αποσκευών, ράφι αποσκευών, μπαλκονόπορτα, μπαλκονόπορτα, καλαμαράς, χαρτογιακάς, γραφιάς, σαπωνοθήκη, ράφι για τις πετσέτες, βάση, θήκη για ομπρέλες, μπρελόκ, πορτοφολάκι για κέρματα, θήκη για ποτήρι, ντοσιέ με ζελατίνες, ράφι με περιοδικά, αντικειμενοφόρος πλάκα, κώνος, ιστολογικό πλακίδιο, πετσετοθήκη, κρεμάστρα, γούρι, άξονας, ρίζωμα, ζαρτιέρα, μάρσιπος, μηχανισμός ανοίγματος πόρτας, βάση για στυλό, μολυβοθήκη, αναλόγιο, η εξωτερική από δύο πόρτες εισόδου για προστασία από τα καιρικά φαινόμενα, τυχερός, γρουσουζιά, ραφιέρα, προεξοχή, εκπρόσωπος, λαμπαδηφόρος, εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος, θήκη για περιοδικά, πορτοφόλι, ηγέτης, ηγέτιδα, θήκη εισιτηρίων, διώχνω, στέλνω, λόγιος, πορτοφολάκι, συκοφάντης, δυσφημιστής, πορτοφόλι, πλακάκι, σημαιοφόρος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης porté

πόρτα

nom féminin (pièce, bâtiment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a ouvert la porte puis est rentré dans la pièce.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η κεντρική θύρα του αρχοντικού έβλεπε στον δρόμο.

πύλη, έξοδος

nom féminin (aéroport)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John est allé à la mauvaise porte et a raté son vol.

πόρτα

nom féminin (Ski)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le skieur a raté deux portes durant la course.

βαλβίδα

(Sports de pagaie) (του σκαρμού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Fred a dû ajuster sa porte pour que la course soit équitable.

πύλη

nom féminin (d'une muraille) (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La porte de la muraille de la ville fermait au coucher du soleil.

πύλη

nom féminin (Électronique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

λογική πύλη

nom féminin (Électronique)

είσοδος

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les touristes sont entrés dans le château par l'entrée principale.
Οι τουρίστες μπήκαν στο κάστρο μέσω της κυρίας εισόδου.

που μεταφέρεται

adjectif (από/μέσω)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

είσοδος, πόρτα

(κυριολεκτικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Μια ομάδα από ρεπόρτερ μπλόκαραν την είσοδο.

όριο

(figuré)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Istanbul est à la porte de l'Europe
Η Κωνσταντινούπολη βρίσκεται στα όρια της Ευρώπης.

δηλωθείς

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Το δηλωθέν εισόδημά της ξεπερνά τα πέντε εκατομμύρια.

πόρτα

(figuré) (μεταφορικά, συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'espère que ce travail sera pour toi une passerelle vers une grande carrière dans la mode.
Ελπίζω αυτή η δουλειά να σου ανοίξει τις πόρτες για μια μεγάλη καριέρα στον χώρο της μόδας.

φοράω, φορώ

verbe transitif (des vêtements)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tout le monde porte des jeans de nos jours.
Όλοι φοράνε τζιν στις μέρες μας.

κουβαλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pourriez-vous porter cette table de la cuisine à la salle à manger ?
Μπορείς να μεταφέρεις αυτό το τραπέζι από την κουζίνα στην τραπεζαρία;

φορώ

verbe transitif (vêtement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Matt portait un sweat bleu et un pantalon noir.

φοράω, φορώ

verbe transitif (des accessoires)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le mari et la femme portent des alliances.
Οι σύζυγοι φοράνε βέρες.

έχω μαζί μου

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Il porte toujours un couteau pour se protéger.
Πάντα Έχει πάντα μαζί του ένα μαχαίρι για προστασία.

αντηχώ

verbe intransitif (son)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les voix portent loin dans ce canyon.
Μέσα στο φαράγγι, οι φωνές αντηχούν μακριά.

κουβαλάω στους ώμους μου

verbe transitif (transporter)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je porte mon fils sur mes épaules.
Βάζω το γιο μου καβάλα στους ώμους μου.

κουβαλάω, κουβαλώ

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les étudiants portent tous des sacs à dos.

κρατάω, κουβαλάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Attention, il porte un flingue !

φέρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

έχω

verbe transitif (un nom, un titre)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il porte le nom de son père.

σέρνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Paul tira un cerf qu'il avait abattu jusqu'à son camion.
Ο Πωλ έσυρε ένα ελάφι που σκότωσε στο φορτηγό του.

εισιτήριο για κτ

(figuré) (μεταφορικά)

Kelly voyait l'éducation comme une porte ouverte sur une vie meilleure.
Η Κέλλυ θεωρούσε την ανώτατη εκπαίδευση εισιτήριο για μια καλύτερη ζωή.

πύλη

(Géographie, figuré) (μεταφορικά: με γενική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
St. Louis constitue la porte de l'Ouest américain.

βάση

(γενικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ράφι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Η Μαρία τακτοποίησε τα μπουκάλια προσεκτικά στο ράφι.

ντοσιέ με πιάστρα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'ai toujours une liste de choses à faire sur mon porte-bloc.

εκπρόσωπος

nom masculin invariable

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Un porte-parole du gouvernement doit s'exprimer plus tard dans la journée.
Ο κυβερνητικός εκπρόσωπος αναμένεται να δώσει εξηγήσεις αργότερα σήμερα.

εκπρόσωπος

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Chaque équipe doit désigner un porte-parole.
Κάθε ομάδα πρέπει να ορίσει έναν εκπρόσωπο.

κακοτυχία

nom masculin invariable

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μεγάφωνο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

εκπρόσωπος

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ντουντούκα

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλόγερος

(κρεμάστρα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μεγάφωνο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σημαιοφόρος, πρωτοπόρος

nom masculin (figuré) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

σφήνα

nom masculin (πόρτας)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Για να μείνει ανοιχτή η πόρτα χρησιμοποιούμε μία σφήνα (or: ένα στοπ).

αεροπλανοφόρο

nom masculin invariable

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le pilote a posé l'avion sur le pont du porte-avions.

γούρι

nom masculin invariable

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Beaucoup de personnes ont toujours une patte de lapin ou un trèfle à quatre feuilles sur eux comme porte-bonheur.

πίπα

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φορτηγό πλοίο

nom masculin invariable

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Τα φορτηγά πλοία μπορούν να μεταφέρουν τεράστια φορτία διανύοντας μεγάλες αποστάσεις.

ζαρτιέρα

nom masculin invariable

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Όταν ήμουν νέα, τα καλσόν δεν είχαν εφευρεθεί και οι γυναίκες φορούσαν ζαρτιέρες και κάλτσες.

ράφι για καπέλα

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ράφι αποσκευών

nom masculin invariable

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'ai installé un porte-bagages sur mon vélo pour attacher ma sacoche.

ράφι αποσκευών

nom masculin invariable

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je ne peux pas atteindre le porte-bagages, pouvez-vous monter mon sac, s'il vous plait ?

μπαλκονόπορτα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les portes-fenêtres apportent beaucoup de lumière à la pièce.

μπαλκονόπορτα

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

καλαμαράς, χαρτογιακάς, γραφιάς

nom masculin (fig)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

σαπωνοθήκη

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Remets bien le savon dans le porte-savon sinon il va fondre dans douche.

ράφι για τις πετσέτες

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

βάση, θήκη για ομπρέλες

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μπρελόκ

nom masculin invariable

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'ai acheté comme souvenir pour mon père un porte-clés de Paris.

πορτοφολάκι για κέρματα

nom masculin invariable

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

θήκη για ποτήρι

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ma voiture a deux porte-gobelets.

ντοσιέ με ζελατίνες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ράφι με περιοδικά

nom masculin invariable

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αντικειμενοφόρος πλάκα

(de microscope) (εξάρτημα μικροσκοπίου)

κώνος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ιστολογικό πλακίδιο

nom masculin (μικροσκόπιο)

πετσετοθήκη

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

κρεμάστρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

γούρι

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

άξονας

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ρίζωμα

(Botanique)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ζαρτιέρα

nom masculin invariable (συνήθως πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

μάρσιπος

nom masculin (για μωρό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

μηχανισμός ανοίγματος πόρτας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

βάση για στυλό

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

μολυβοθήκη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

αναλόγιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

η εξωτερική από δύο πόρτες εισόδου για προστασία από τα καιρικά φαινόμενα

nom féminin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τυχερός

(objet, nombre, chiffre)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
C'est ma pièce porte-bonheur.
Αυτό είναι το τυχερό μου νόμισμα.

γρουσουζιά

nom masculin (πράγμα: είναι ή φέρνει)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Amy a dit à Tom : « Cet objet bizarre que tu as trouvé est un porte-malheur. Tu dois t'en débarrasser. »

ραφιέρα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Peux-tu prendre une casserole sur l'étagère et me la passer, s'il te plaît ?
Μπορείς να μου δώσεις ένα κατσαρολάκι από εκείνη τη ραφιέρα;

προεξοχή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Η προεξοχή κρατά τα παράθυρα στη σκιά κατά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας.

εκπρόσωπος

nom masculin et féminin

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Depuis quand es-tu porte-parole pour le Parti républicain ?

λαμπαδηφόρος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

εκπρόσωπος, αντιπρόσωπος

nom masculin (figuré)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
Le candidat entend être le porte-drapeau de la gauche populaire.

θήκη για περιοδικά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πορτοφόλι

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Un portefeuille de bonne facture dispose de compartiments séparés pour les pièces et les billets, ainsi que de beaucoup de place pour les cartes bancaires.
Ένα καλό πορτοφόλι έχει ξεχωριστά τμήματα για χαρτονομίσματα και κέρματα και αρκετό χώρο για πιστωτικές κάρτες.

ηγέτης, ηγέτιδα

nom masculin et féminin

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

θήκη εισιτηρίων

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

διώχνω, στέλνω

(un employé) (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le patron a renvoyé Edward parce qu'il était toujours en retard.
Το αφεντικό απέλυσε τον Έντουαρντ επειδή αργούσε συνεχώς.

λόγιος

(άτομο: διαβασμένος, μορφωμένος)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ma tante est très littéraire : elle a toujours cité Shakespeare.
Η θεία μου ήταν πολύ λόγια: πάντα έλεγε φράσεις από τον Σαίξπηρ.

πορτοφολάκι

nom masculin (για κάρτες)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
J'ai offert à mon père un porte-cartes plaqué or pour son anniversaire.

συκοφάντης, δυσφημιστής

(familier : personne) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πορτοφόλι

nom masculin invariable

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le gentleman m'a tendu une carte de visite de son joli porte-cartes en argent.

πλακάκι

(de microscope)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le scientifique plaça la lame contenant l'échantillon sous la lentille du microscope.
Ο επιστήμονας τοποθέτησε ένα πλακάκι με ένα δείγμα κάτω από τον φακό του μικροσκοπίου.

σημαιοφόρος

nom masculin

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του porté στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του porté

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.