Τι σημαίνει το poking στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης poking στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του poking στο Αγγλικά.

Η λέξη poking στο Αγγλικά σημαίνει σκούντημα, σκουντάω, σκουντώ, πατάω με το δάχτυλο, πιέζω με το δάχτυλο, σκουντάω, σκουντώ, χτυπάω κπ σε κτ, σκουντάω, σκουντώ, σκούντημα, σκούντημα, κάνω, χώνω κτ μέσα από κτ, πουγκί, χώνομαι, τον μπήγω σε κπ, τον φοράω σε κπ, τον χώνω σε κπ, πειράζω, ανακατεύω, βάζω δάχτυλο, τείνω, χώνω κτ σε κτ, παραχώνω κτ σε κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης poking

σκούντημα

adjective (finger, elbow: jabbing)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

σκουντάω, σκουντώ

transitive verb (jab with finger)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Charlotte poked Adam to get his attention.
Η Σάρλοτ σκούντησε τον Άνταμ για να την προσέξει.

πατάω με το δάχτυλο, πιέζω με το δάχτυλο

transitive verb (prod with finger)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ben poked the top of the cake to see if it was ready.
Ο Μπεν πίεσε το πάνω μέρος του κέικ με το δάκτυλο για να δει αν ήταν έτοιμο.

σκουντάω, σκουντώ

(jab with [sth] pointed)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She poked him with her umbrella to wake him.
Τον σκούντηξε με την ομπρέλα της για τον ξυπνήσει.

χτυπάω κπ σε κτ

(jab somewhere with [sth] pointed)

Don't poke anyone in the eye with that stick.
Μη χτυπήσεις κανέναν στο μάτι με αυτό το ξύλο.

σκουντάω, σκουντώ

transitive verb (on Facebook)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Henry poked Gary on Facebook.
Ο Χένρυ έκανε poke στον Γκάρυ στο Facebook.

σκούντημα

noun (act of prodding)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Wendy's poke woke Bill up.
Το σκούντημα της Γουέντυ ξύπνησε τον Μπιλ.

σκούντημα

noun (Facebook feature)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Amy has twenty Facebook pokes.
Η Έιμι έχει είκοσι σκουντήματα στο Facebook.

κάνω

transitive verb (make hole) (τρύπα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim poked a hole in his jumper.
Ο Τζιμ έκανε μια τρύπα στο πουλόβερ του.

χώνω κτ μέσα από κτ

(jab through)

Paula poked her finger through the hole in her glove.
Η Πώλα έχωσε το δάκτυλό της μέσα στην τρύπα στο γάντι της.

πουγκί

noun (archaic (sack, bag)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jude was carrying some food for lunch in his poke.

χώνομαι

(figurative (be nosy, pry) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Robert's father was always poking into his private life.

τον μπήγω σε κπ, τον φοράω σε κπ, τον χώνω σε κπ

transitive verb (slang, vulgar (have sex with) (αργκό, χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Do you think Barry's poking his new assistant?

πειράζω, ανακατεύω

transitive verb (fire: prod, stir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Andrew poked the fire to get it going again.

βάζω δάχτυλο

transitive verb (slang (digitally penetrate) (καθομ: σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ian slipped his hand inside Sonia's knickers and poked her.

τείνω

transitive verb (extend) (λόγιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beryl poked her finger towards the man: "That's him," she said. Adrian poked his head out of the window to get a better look.

χώνω κτ σε κτ, παραχώνω κτ σε κτ

(thrust, put)

Poke this into your pocket so no one sees it.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του poking στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του poking

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.