Τι σημαίνει το plan στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης plan στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του plan στο Γαλλικά.
Η λέξη plan στο Γαλλικά σημαίνει επίπεδο, σχέδιο, πρόγραμμα, σκηνή, πρόγραμμα, επίπεδος, σχέδιο, πρόγραμμα, πλάνο, σχέδιο, σχέδιο, χάρτης, σύνοψη, περίληψη, σχέδιο, χάρτης πορείας πλοίου ή αεροπλάνου, σύντομη περιγραφή, σύστημα, επίπεδος, σχέδιο, τοπογραφική μελέτη, γενικό πλαίσιο, επίπεδος, τεχνικά, συναισθηματικά, τεχνολογικά, βάθος, σχέδιο δράσης, παρασκήνιο, μποκέ, συντηρητικός, οπισθοδρομικός, ανιαρός, βαρετός, πεζός, σπουδαιότητα, ξεκρέμαστος, στα σχέδια, χωρίς εσωτερικούς τοίχους, ομοσπονδιακά, στο φόντο, στο βάθος, χαμηλής προτεραιότητας, πρωτοπόρος, σε παγκόσμια κλίμακα, ακαδημαϊκά, αναπτυξιακά, πρώτο πλάνο, εναλλακτική, πάγκος, επιφάνεια εργασίας, cutaway, επαναχαρτογραφώ, επιφάνεια εργασίας πάνω στα γόνατα, τραπέζι εργασίας, διαδικασία,σειρά ενεργειών, εναλλακτικό σχέδιο, οριζόντιο επίπεδο, κυρτή επιφάνεια, επιφάνεια υπό κλίση, αυθεντία, ηγετική φυσιογνωμία, σχέδιο, σχέδιο δράσης, πρόχειρος χάρτης, στρατηγικό σχέδιο, στρατηγικό σχέδιο, ευρυγώνια φωτογραφία, περίγραμμα, πλαίσιο, σχεδιάγραμμα, επιχειρησιακό σχέδιο, επιχειρηματικό σχέδιο, κάτοψη, πρόγραμμα μαθήματος, συνταξιοδοτικό πρόγραμμα, σχέδιο δράσης, εναλλακτικό σχέδιο, τηλεφωνικό σεξ, επαγγελματικό πλάνο, γραφείο για για ηλεκτρονικό υπολογιστή, κοινή στρατηγική, εναλλακτικό σχέδιο, αποκατάσταση σε περίπτωση καταστροφής, σχέδιο πτήσης, πρόγραμμα πτήσης, πρόγραμμα πτήσεων, συστοιχία εστιακού επιπέδου, πρόγραμμα απασχόλησης για νέους απόφοιτους, πάγκος της κουζίνας, εκπαιδευτικό πρόγραμμα για θέματα διαχείρισης, σχέδιο μάρκετινγκ, διαιτολόγιο, συνταξιοδοτικό σύστημα, διάταξη σωληνώσεων, οδικός χάρτης, διάταξη θέσεων, ανώτερος νομικός σύμβουλος, σχέδιο, δομημένος διακανονισμός, πολεοδομικός σχεδιασμός, εναλλακτικό σχέδιο, κοντινό πλάνο, ανατροφοδότηση, οικονομικός προγραμματισμός, οικονομικός σχεδιασμός, κάτοψη, κοντινό πλάνο του ομιλητή, πάγκος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης plan
επίπεδοnom masculin (surface plane) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Une rampe est un plan incliné. Η ράμπα είναι ένα επικληνές επίπεδο. |
σχέδιοnom masculin (solution) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tu as un plan pour nous sortir de ce pétrin ? Έχεις καμία ιδέα για να μας ξεμπλέξεις; |
πρόγραμμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'ai esquissé un plan de la manière dont l'évènement devrait avoir lieu. Έχω φτιάξει ένα πρόγραμμα για το πώς πρέπει να κυλήσει η εκδήλωση. |
σκηνήnom masculin (Cinéma) (κινηματογραφική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
πρόγραμμα(programme) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Peut-être devrais tu te renseigner auprès de ta banque pour ouvrir un plan d'épargne. |
επίπεδοςadjectif (surface) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jill a utilisé un niveau pour s'assurer que la surface était plane. Η Τζιλ χρησιμοποίησε αλφάδι για να βεβαιωθεί πως η επιφάνεια ήταν επίπεδη. |
σχέδιο, πρόγραμμαnom masculin (planification) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Un programme sur cinq ans a été élaboré pour relancer l'économie. Ένα πενταετές σχέδιο δημιουργήθηκε για να τονώσει την οικονομία. |
πλάνο, σχέδιοnom masculin (architecture) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) L'architecte a dessiné les plans avant que la construction ne commence. Ο αρχιτέκτονας σχεδίασε την κάτοψη πριν αρχίσει η κατασκευή. |
σχέδιο(d'un bâtiment) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Pénélope s'est chargée des plans de cette maison. Η Πηνελόπη έκανε τα σχέδια για αυτό το σπίτι. |
χάρτηςnom masculin (d'une ville) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) J'ai un plan de New York sur lequel figurent toutes les rues. Έχω ένα χάρτη της Νέας Υόρκης που δείχνει κάθε δρόμο. |
σύνοψη, περίληψηnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Il n'avait pas rédigé son discours en détail. Il a seulement écrit le plan. |
σχέδιοnom masculin (σαν χάρτης) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le plan pour le développement de ce secteur indique les logements et les espaces verts. |
χάρτης πορείας πλοίου ή αεροπλάνουnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Le capitaine étudia le plan attentivement et décida de changer de cap. |
σύντομη περιγραφήnom masculin Le programme du gouvernement pour la nouvelle loi a été largement critiqué. |
σύστημαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le plan qu'ils ont utilisé leur a permis de gagner le jeu. Το σύστημα που χρησιμοποίησαν επέφερε τη νίκη. |
επίπεδος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σχέδιο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Nous allons avoir besoin d'une carte du bâtiment pour en calculer la surface habitable. Θα χρειαστούμε κάτοψη του κτηρίου, για να υπολογίσουμε την ωφέλιμη επιφάνεια. |
τοπογραφική μελέτη(Topographie, technique) Le levé montre même où les arbres se trouvent. |
γενικό πλαίσιο
Ils ont préparé le cadre de l'accord. Maintenant, ils doivent voir les détails. |
επίπεδος(surface) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il y avait quelques bosses sur la surface du meuble si bien que celle-ci n'était pas plate (or: plane). Η επιφάνεια του ραφιού είχε μερικά εξογκώματα, άρα δεν ήταν εντελώς επίπεδη. |
τεχνικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Son interprétation de la sonate était techniquement parfaite. Ο τρόπος που εκτέλεσε τη σονάτα ήταν τεχνικά άψογος. |
συναισθηματικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τεχνολογικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
βάθος(σκηνή πίσω) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) À l'arrière-plan, nous pouvions voir une voiture descendre la colline. Στο βάθος μπορούσαμε να δούμε ένα αυτοκίνητο να κατεβαίνει το λόφο. |
σχέδιο δράσης
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La stratégie était d'éviter de se prendre un but, tout en frustrant l'autre équipe en milieu de terrain. |
παρασκήνιοnom masculin (πληροφορική: διεργασία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μποκέ(Photographie) (ζαργκόν: φωτογραφία) |
συντηρητικός, οπισθοδρομικός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ανιαρός, βαρετός, πεζός(χωρίς ενδιαφέρον) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La coiffure de Mandy était ordinaire et démodée. |
σπουδαιότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Son importance auprès de ses collègues est largement reconnue. |
ξεκρέμαστοςlocution adverbiale (familier) (καθομιλουμένη) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Quand il l'a quittée, elle s'est retrouvée en plan, sans un sou ni endroit où aller. |
στα σχέδιαadjectif (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χωρίς εσωτερικούς τοίχους
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ομοσπονδιακάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
στο φόντο, στο βάθοςlocution adverbiale (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cette photo montre les montagnes à l'arrière-plan. La photo avait pour sujet une grange avec des arbres à l'arrière-plan. Αυτή η φωτογραφία έχει τα βουνά στο φόντο. Η φωτογραφία απεικόνιζε έναν αχυρώνα με δέντρα στο βάθος. |
χαμηλής προτεραιότηταςlocution adjectivale (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Ce projet passe au second plan pour l'instant, je dois m'occuper d'affaires plus urgentes. |
πρωτοπόροςlocution adverbiale (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
σε παγκόσμια κλίμακαadverbe (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ακαδημαϊκάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αναπτυξιακά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πρώτο πλάνοnom masculin Il y a une clôture au premier plan de la peinture. Υπάρχει ένα ξύλινος φράκτης στο προσκήνιο του πίνακα. |
εναλλακτική
J'ai postulé à Harvard, mais l'université publique est ma solution de repli si je ne suis pas pris. |
πάγκοςnom masculin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) L'appartement a de magnifiques plans de travail en granit. |
επιφάνεια εργασίαςnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
cutawaynom masculin (TV, film) (ζαργκόν) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
επαναχαρτογραφώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιφάνεια εργασίας πάνω στα γόναταnom masculin (posé sur les genoux) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
τραπέζι εργασίας(cuisine) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
διαδικασία,σειρά ενεργειών
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le plan d'action choisi par son médecin a été couronné de succès. |
εναλλακτικό σχέδιο
|
οριζόντιο επίπεδοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κυρτή επιφάνεια, επιφάνεια υπό κλίσηnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αυθεντίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ηγετική φυσιογνωμίαnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
σχέδιο(ευρείας κλίμακας) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ce soir, la société va dévoiler son schéma directeur pour maximiser le profit du troisième trimestre. |
σχέδιο δράσηςnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Quel est le plan d'action aujourd'hui ? |
πρόχειρος χάρτης
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στρατηγικό σχέδιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
στρατηγικό σχέδιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les plans tactiques de la NBA sont relativement complexes. |
ευρυγώνια φωτογραφίαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le metteur en scène a décidé de faire un plan large de cette scène, au lieu de faire un close-up. |
περίγραμμα, πλαίσιο, σχεδιάγραμμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επιχειρησιακό σχέδιο, επιχειρηματικό σχέδιο(anglicisme) Avant d'examiner votre demande de prêt, la banque voudrait voir votre business plan. |
κάτοψη
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le plan au sol montre le plan interne de la propriété. |
πρόγραμμα μαθήματος(Scolaire) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Je mets environ 15 minutes à faire une préparation de cours d'une heure. Comme il y avait une inspection scolaire le lendemain, Ginny a apporté une attention particulière à sa préparation de cours. Χρειάζομαι περίπου 15 λεπτά για να ετοιμάσω το πρόγραμμα μαθήματος μίας ώρας διδασκαλίας. Επειδή θα γίνει επιθεώρηση αύριο, η Τζίνι ετοίμασε το πρόγραμμα του μαθήματός της με ιδιαίτερη προσοχή. |
συνταξιοδοτικό πρόγραμμαnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σχέδιο δράσηςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εναλλακτικό σχέδιοnom masculin |
τηλεφωνικό σεξnom masculin (vulgaire) Je l'ai appelé pour qu'on arrange un plan cul. |
επαγγελματικό πλάνοnom masculin |
γραφείο για για ηλεκτρονικό υπολογιστήnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κοινή στρατηγικήnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
εναλλακτικό σχέδιοnom masculin (familier) |
αποκατάσταση σε περίπτωση καταστροφήςnom féminin (après une catastrophe naturelle) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σχέδιο πτήσηςnom masculin (αεροπλοΐα) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πρόγραμμα πτήσης, πρόγραμμα πτήσεωνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
συστοιχία εστιακού επιπέδουnom féminin (οπτική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρόγραμμα απασχόλησης για νέους απόφοιτουςnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
πάγκος της κουζίναςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εκπαιδευτικό πρόγραμμα για θέματα διαχείρισηςnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
σχέδιο μάρκετινγκnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
διαιτολόγιοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
συνταξιοδοτικό σύστημαnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
διάταξη σωληνώσεωνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
οδικός χάρτηςnom masculin |
διάταξη θέσεωνnom masculin (ποιος κάθεται που) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ανώτερος νομικός σύμβουλος(νομική) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. πολιτικός μηχανικός, Διευθύνων Σύμβουλος κλπ.) |
σχέδιοnom masculin (Architecture) (κτίριο, έργο κλπ) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
δομημένος διακανονισμόςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Le tribunal a autorisé la continuation de l'activité de l'entreprise sous réserve qu'elle respecte le plan d'apurement de sa dette fiscale et sociale. |
πολεοδομικός σχεδιασμόςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
εναλλακτικό σχέδιοnom masculin |
κοντινό πλάνοnom masculin |
ανατροφοδότησηnom masculin (Internet) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
οικονομικός προγραμματισμός, οικονομικός σχεδιασμόςnom masculin |
κάτοψηnom masculin (architecture) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κοντινό πλάνο του ομιλητήnom masculin (TV) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πάγκος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του plan στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του plan
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.