Τι σημαίνει το picada στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης picada στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του picada στο ισπανικά.

Η λέξη picada στο ισπανικά σημαίνει ορεκτικό, θρεπτικό σνακ για πεζοπόρους και ορειβάτες, τσιμπάω, κατακόρυφη πτώση, κατακόρυφη περιδίνηση, τσίμπημα, κομμένος, ταραγμένος, ενοχλημένος, δυσαρεστημένος, διάτρητος, τρύπιος, γεμάτος τρύπες, φελλομένος, ψιλοκομμένος, φελλωμένος, σημαδεμένος, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, που έχει μικρές τρύπες, κιμάς, πτώση, κομμένος σε κιμά, ψιλοκομμένος, τριμμένος, άγριος, βλογιοκομμένος, βλογιάρης, που έχει σημάδια, αγριεμένος, φουρτουνιασμένος, δακτυλογραφώ, ψιλοκόβω, κόβω σε μικρά κομμάτια, κόβω, τεμαχίζω, ξύνω, προκαλώ φαγούρα, τρυπώ, θρυμματίζω, προκαλώ φαγούρα, έχω φαγούρα, τσιμπολογάω, τσιμπολογώ, τσιμπάω, τσιμπώ, ψιλοκόβω, κόβω σε κομματάκια, τσιμπολογάω, τσιμπολογώ, φαγουρίζω, ξύνω, σπάω, σπάζω, κινώ, ακυρώνω το εισιτήριο, ραμφίζω, τσιμπάω, τσιμπώ, κάνω κτ κιμά, κόβω κτ σε κιμά, κάνω κτ κιμά, τσιμπάω, τσιμπολογάω, ντριπλάρω, ψιλοκόβω, τσιμπολογάω, τσιμπολογώ, τσιμπολογάω, τσιμπάω, τσιμπάω, τσιμπώ, κατευθύνομαι, δαγκώνω, σκουντάω, σκουντώ, κόβω κομματάκια, μυρμηγκιάζω, τσιτώνω, τσιτώνομαι, κιμάς, μείγμα σταφίδων, ζάχαρης, τεμαχισμένων φρούτων και μπαχαρικών για γέμιση σε γλυκά, μοσχαρίσιος κιμάς, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κιμάς, αγριεμένη θάλασσα, λουκάνικο, χοιρινός κιμάς, βουτιά, ελεύθερη πτώση, βουτιά, καταρρέω, γκρεμίζομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης picada

ορεκτικό

(κυρίως στην Ελλάδα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
¿Te apetece pedir un aperitivo antes de comer?
Θα θέλατε να παραγγείλετε κάποιο ορεκτικό πριν το κυρίως πιάτο;

θρεπτικό σνακ για πεζοπόρους και ορειβάτες

nombre femenino (Argentina)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

τσιμπάω

nombre femenino (ψάρεμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estuve allí todo el día y no conseguí la picada de un solo pez.
Ήμουν όλη μέρα εκεί και δεν τσίμπησε ούτε ένα ψάρι.

κατακόρυφη πτώση

(figurado) (μεταφορικά)

κατακόρυφη περιδίνηση

(κατά λέξη, επίσημο)

τσίμπημα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
La picadura de mosquito escuece mucho.

κομμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Dora un poco de cebolla picada en una sartén.
Σοτάρετε λίγα ψιλοκομμένα κρεμμύδια σε ένα τηγάνι.

ταραγμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Creo que el mar está muy picado para navegar.

ενοχλημένος, δυσαρεστημένος

(coloquial)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

διάτρητος, τρύπιος, γεμάτος τρύπες

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No vas a usar ese sweater, está picado.

φελλομένος

adjetivo (ζαργκόν: κρασί)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

ψιλοκομμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

φελλωμένος

adjetivo (vino) (ζαργκόν: κρασί)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σημαδεμένος

adjetivo

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Debido al acné severo, Joe desarrolló piel picada.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

που έχει μικρές τρύπες

(λόγω αιχμηρού αντικειμένου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κιμάς

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

πτώση

nombre masculino

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El piloto pudo tomar el control del avión nuevamente y evitar el picado.

κομμένος σε κιμά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψιλοκομμένος

(κυριολεκτικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El collage está hecho de diario recortado.

τριμμένος

(όχι κρέας)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Úrsula metió los granos molidos de café en la cafetera.

άγριος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Muchos pasajeros se marearon en el crucero por el mar revuelto.

βλογιοκομμένος, βλογιάρης

adjetivo (piel)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που έχει σημάδια

(από ακμή, ασθένεια κλπ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El adulto con cicatrices sufrió un caso severo de viruela cuando era niño.

αγριεμένος, φουρτουνιασμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)

δακτυλογραφώ

verbo transitivo (coloquial)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Picó el último capítulo de su novela en tiempo récord.

ψιλοκόβω, κόβω σε μικρά κομμάτια

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pique las cebollas y añádalas a la sartén.
Ψιλοκόψτε τα κρεμμύδια και προσθέστε τα στο τηγάνι.

κόβω, τεμαχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pica la cebolla antes de agregarlas al guiso.
Ψιλοκόψτε το κρεμμύδι πριν το προσθέσετε στο στιφάδο.

ξύνω

(por accidente)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El repartidor picó la pared por accidente cuando trajo la cama.
Ο μεταφορέας έξυσε κατά λάθος τον τοίχο όταν έφερε μέσα το κρεβάτι.

προκαλώ φαγούρα

verbo intransitivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Un sarpullido pica horriblemente.
Το εξάνθημα με έτρωγε αφόρητα.

τρυπώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El conductor de bus picó el boleto de Jane.
Ο οδηγός του λεωφορείου χτύπησε το εισιτήριο της Τζέιν.

θρυμματίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pica el hielo en una licuadora.
Θρυμμάτισε τον πάγο σε ένα μπλέντερ.

προκαλώ φαγούρα

verbo intransitivo (ropa)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
La nueva falda de Sarah era áspera y picaba desagradablemente.
Το καινούργιο πουκάμισο της Σάρας ήταν τραχύ και την φαγούριζε πολύ.

έχω φαγούρα

verbo intransitivo (la piel)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Esta varicela me está volviendo loco, me pica todo el cuerpo.
Η ανεμοβλογιά μου τη δίνει. Έχω φαγούρα παντού.

τσιμπολογάω, τσιμπολογώ, τσιμπάω, τσιμπώ

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mi hija no come mucho en las comidas, prefiere picar.
Η κόρη μου δεν τρώει μεγάλα γεύματα. Προτιμά να τσιμπολογά.

ψιλοκόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El cocinero picó algunas patatas para hacer el desayuno.
Ο μάγειρας ψιλόκοψε λίγες πατάτες για πρωινό.

κόβω σε κομματάκια

(κατά λέξη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pica el hielo antes de meterlo en los vasos.

τσιμπολογάω, τσιμπολογώ

(PR, ES)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
¿Vas a comer o solamente vas a picar?

φαγουρίζω, ξύνω

verbo intransitivo (καθομ: κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Este suéter pica!

σπάω, σπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él picó la roca cuidadosamente para sacar el fósil.

κινώ

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los extraños sonidos que venían del otro lado de la pared picaron la curiosidad de Audrey.

ακυρώνω το εισιτήριο

(ES, coloquial)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No me han ticado el billete, me sirve para mañana.

ραμφίζω, τσιμπάω, τσιμπώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Siempre me da la sensación de que las palomas están picoteando.
Τα περιστέρια μου φαίνεται πάντα ότι ραμφίζουν.

κάνω κτ κιμά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Maggia molió la carne para las hamburguesas mientras Tom prendía la parrilla.
Η Μάγκι έκανε το κρέας κιμά για τα μπιφτέκια όσο ο Τομ άναβε το γκριλ.

κόβω κτ σε κιμά, κάνω κτ κιμά

(carne)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Karen molió carne para hacer salchichas.
Η Κάρεν έκανε λίγο κρέας κιμά για λουκάνικα.

τσιμπάω, τσιμπολογάω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando está aburrida, Maggie come barras de chocolate.
Η Μάγκυ τρώει σοκολάτες όταν βαριέται.

ντριπλάρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La niña estaba botando una pelota mientras caminaba por la calle.

ψιλοκόβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Richard troceó las verduras para la sartén.
Ο Ρίτσαρντ ψιλόκοψε τα λαχανικά για το τηγάνι.

τσιμπολογάω, τσιμπολογώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Karen mordisqueaba la comida lentamente.
Η Κάρεν τσιμπολογούσε αργά το φαγητό.

τσιμπολογάω, τσιμπάω

(coloquial) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Picotea la comida desde que perdió el apetito durante su enfermedad.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τσιμπάει το μεσημέρι και τρώει πλήρες γεύμα το βράδυ.

τσιμπάω, τσιμπώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
No toques la planta, pincha.
Μην αγγίζεις εκείνο το φυτό, τσιμπάει.

κατευθύνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El camino tiende hacia el sur.

δαγκώνω

(dientes)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La serpiente le mordió la pierna de repente.

σκουντάω, σκουντώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pícalo con el codo y se despertará.
Σκούντηξέ τον με τον αγκώνα σου και θα ξυπνήσει.

κόβω κομματάκια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vas a tener que cortar el pollo en pedazos más pequeños si quieres que te alcance para todos.
Εάν θέλεις να τους ταΐσεις όλους, πρέπει να κόψεις το κοτόπουλο σε πιο μικρά κομματάκια.

μυρμηγκιάζω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La piel de mis brazos cosquilleaba y me dio un escalofrío.
Τα χέρια μου μυρμήγκιασαν, κι άρχισα να τουρτουρίζω.

τσιτώνω, τσιτώνομαι

(καθομ, μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pude ver que se ponía a la defensiva ante la posibilidad de que la culparan del incidente.

κιμάς

(de vacuno)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Mamá necesita una libra de picadillo para hacer albóndigas.
Η μαμά χρειάζεται μισό κιλό κιμά για να φτιάξει κεφτεδάκια.

μείγμα σταφίδων, ζάχαρης, τεμαχισμένων φρούτων και μπαχαρικών για γέμιση σε γλυκά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μοσχαρίσιος κιμάς

La carne para la carne picada generalmente viene de varias vacas diferentes.
Το κρέας για τον μοσχαρίσιο κιμά συνήθως προέρχεται από πολλές και διαφορετικές αγελάδες.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

κιμάς

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αγριεμένη θάλασσα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
El mar picado mareaba hasta a los marineros más experimentados.
Η αγριεμένη θάλασσα έκανε ακόμη και τους σκληραγωγημένους ναυτικούς να νιώθουν ναυτία.

λουκάνικο

(κρέας από)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

χοιρινός κιμάς

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

βουτιά

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
En el primer momento de la recesión, los mercados de valores del mundo cayeron en picada.

ελεύθερη πτώση

(μτφ: απότομη πτώση)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
La economía mundial sufrió una caída en picada en el otoño de 2008.
Η παγκόσμια οικονομία έκανε ελεύθερη πτώση το φθινόπωρο του 2008.

βουτιά

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La campaña del político cayó en picada cuando reveló su romance con su secretaria.

καταρρέω, γκρεμίζομαι

(AmL) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του picada στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.