Τι σημαίνει το period στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης period στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του period στο Αγγλικά.
Η λέξη period στο Αγγλικά σημαίνει διάστημα, περίοδος, περίοδος, περίοδος, τελεία, τελεία και παύλα, διδακτική ώρα, περίοδος, περίοδος, πρόταση, περίοδος, περίοδος περιφοράς, περίοδος, εποχής, λογιστική περίοδος, χρόνος αποσυναρμολόγησης σκηνικών, περίοδος χάριτος, για την περίοδο από ... μέχρι, περίοδος χάριτος, περίοδος επώασης, εκκόλαψη, περίοδος εκκόλαψης, μεσοδιάστημα, λανθάνουσα περίοδος, αντικείμενο εποχής, ύφος εποχής, τεταρτογενές, σχετική περίοδος, αντίστοιχη περίοδος, σύντομο διάστημα,μικρή χρονική περίοδος, σταθερή περίοδος, χρονική περίοδος, δοκιμαστική περίοδος, περίοδος αναμονής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης period
διάστημαnoun (duration of time) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Abby plans to be on holiday for a short period. Η Άμπι σχεδιάζει να λείψει σε διακοπές για μικρό διάστημα. |
περίοδοςnoun (historical era) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The Industrial Revolution was a difficult period in history. Η Βιομηχανική Επανάσταση ήταν μια δύσκολη περίοδος της ιστορίας. |
περίοδοςnoun (geological era) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tyrannosaurus Rex was the king of the Jurassic period. Ο τυραννόσαυρος Ρεξ ήταν ο βασιλιάς της ιουράσιας περιόδου. |
περίοδοςnoun (colloquial, often plural (menstruation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Allie was 14 when she got her first period. Η Άλι ήταν 14 χρονών όταν της ήρθε η πρώτη της περίοδος. |
τελείαnoun (US (punctuation mark: full stop) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) This sentence ends with a period. Αυτή η πρόταση λήγει σε τελεία. |
τελεία και παύλαinterjection (US, informal (full stop: and that is that) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Jose is the best ball player, period. Ο Χοσέ είναι ο καλύτερος παίκτης· τελεία και παύλα. |
διδακτική ώραnoun (school: class session) There are 6 class periods in a school day. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Την πρώτη ώρα έχουμε μαθηματικά και δεν έχω διαβάσει τίποτα! |
περίοδοςnoun (US (sports game) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The hockey game was decided in the third period. |
περίοδοςnoun (periodic table) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The periodic table is made up of 9 horizontal periods. |
πρότασηnoun (rare (sentence) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Periods are lengthy sentences which are not grammatically complete until they end. |
περίοδοςnoun (astronomy: rotation) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The period of the sun is about 25 days near the equator and almost 38 days near the poles. |
περίοδος περιφοράςnoun (astronomy: orbit) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Some comets have periods of over 20,000 years. |
περίοδοςnoun (musical section) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Periods are usually eight measures in length. |
εποχήςnoun as adjective (historical) (σε γενική) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Pride and Prejudice is a period drama. Το Περηφάνια και Προκατάληψη είναι ένα έργο εποχής. |
λογιστική περίοδοςnoun (finance: fiscal term) |
χρόνος αποσυναρμολόγησης σκηνικώνnoun (show: set-dismantling time) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
περίοδος χάριτοςnoun (purchase-cancelling period) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You often have a seven-day cooling-off period during which you can cancel internet purchases. |
για την περίοδο από ... μέχριpreposition (between: specified dates) (πρόθεση: Συνδυάζεται με επίρρημα ή ουσιαστικό και φανερώνει τρόπο, χρόνο, τόπο κλπ, π.χ. έρχομαι από το σχολείο, πηγαίνω προς το σπίτι κλπ.) He is to be incarcerated for the period of no less than five years. |
περίοδος χάριτοςnoun (before penalty) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) Some student loans have a six-month grace period; then you have to start paying them back. |
περίοδος επώασηςnoun (infection: time before symptoms appear) (ασθένειες) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The incubation period for chickenpox is 10 to 20 days. |
εκκόλαψη, περίοδος εκκόλαψηςnoun (time it takes an egg to hatch) (αυγά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Generally speaking, the smaller the bird, the shorter the incubation period for its eggs. |
μεσοδιάστημαnoun (meanwhile, time in between) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) How did you spend the intervening period between your last two jobs? In the intervening period, she's going to take a well-deserved holiday. |
λανθάνουσα περίοδοςnoun (time from infection to infectiousness) |
αντικείμενο εποχήςnoun (antique, artefact) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) The exhibition showcases a stunning collection of period pieces created during the Ming Dynasty. |
ύφος εποχήςnoun (fashion of an earlier era) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) The room was decorated in period style. |
τεταρτογενέςnoun (geological period) (γεωλογία) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σχετική περίοδος, αντίστοιχη περίοδοςnoun (time to which [sth] is applicable) |
σύντομο διάστημα,μικρή χρονική περίοδοςnoun (brief or limited time) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The sale will only last a short period, so we should purchase it now. |
σταθερή περίοδοςnoun (time: no fluctuation, change) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The 7th and 8th Egyptian Dynasties were not stable periods. |
χρονική περίοδοςnoun (amount of time) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The author always sets her stories in different time periods. |
δοκιμαστική περίοδοςnoun (time during which [sth] can be evaluated) The shop can hire you a wheelchair for a trial period to see if it suits your needs before you buy. |
περίοδος αναμονήςnoun (delay) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) After you start work there will be a 6-month waiting period before you're eligible for benefits. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του period στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του period
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.