Τι σημαίνει το pain στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης pain στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του pain στο Γαλλικά.
Η λέξη pain στο Γαλλικά σημαίνει ψωμί, φραντζόλα, τροφή, ρολό, πλάκα, χτύπημα, μπιφτέκι, χαστούκι, κύριος εισοδηματίας, φραντζόλες, βουτάω, βουτώ, μέσα συντήρησης, πάμφθηνα, τζάμπα, πάμφθηνα, τζάμπα, φρυγανισμένο ψωμί, ψωμάκι, φραντζόλα, ψωμάκι, ψωμιέρα, επιφάνεια κοπής, μπισκότο με πιπερόριζα/τζίντζερ, παμπερνίκελ, ψίχουλο, σκωτσέζικο άγλυκο πιτάκι από βρώμη, καλαμποκόψωμο, ματσά, καλαμποκόψωμο, ψωμί της μέλισσας, ψωμιέρα, κέικ, ρολό κιμά, πίτα, λευκό ψωμί, άσπρο ψωμί, ψωμί με βούτυρο, ψωμιέρα, αλεύρι για ψωμί, μαχαίρι για ψωμί, σκορδόψωμο, μπισκότο σε σχήμα ανθρώπου, είδος ατομικού ψωμιού, φρατζόλα ψωμί, φρυγανιά, ψωμί με ξηρούς καρπούς, αυγοφέτα, πολλά να κάνω, πολλά να γίνουν, ψωμί με σταφίδες, φέτα ψωμί, καλαμποκίσιο ψωμί, κριθαρόψωμο, ψωμί από φούρνο, είδος βρετανικής πουτίγκας, αρτοπαρασκευαστής, αρτοπαρασκευαστής, τροφή, καλαμποκόψωμο, μπαγκέτα, σπιτάκι από μελόψωμο, ψωμάκι για χάμπουργκερ, ψωμί με μυρωδικά, ψωμί με βότανα, φόρμα, δανέζικο γλυκό, δανέζικο γλύκισμα, ψωμάκι, ψωμί του τοστ, πίτα, ψωμί σόδας, ψωμί με σόδα, μαύρο ψωμί, κώνος ζάχαρης, σταρένιο ψωμί, παγοκύστη, τραγουδάω φάλτσα, φαλτσάρω, χτυπάω, χτυπώ, ψωμί σικάλεως, χοντρή φέτα ψωμιού, ψωμί με ξηρούς καρπούς, άρτος της ζωής, αρτόκαρπος, από μπισκότο με πιπερόριζα/τζίντζερ, στήθος πλάκα, χτυπάω, χαστουκίζω, ψωμάκι, γλυκό με σφολιάτα, παπάρα, με περιμένει δύσκολη δουλειά, ψωμάκι, γωνία, γωνία, καλαμποκόψωμο, τσουρεκάκι, ψωμάκι με αποξηραμένα φρούτα, μαχαίρι του ψωμιού, ψωμί με προζύμι, μαύρο ψωμί, δουλειά, δίνω στρογγυλό σχήμα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης pain
ψωμί(τροφή) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) On ne peut pas faire de sandwich sans pain. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο πατέρας μου δουλεύει σε ένα πρατήριο άρτου. |
φραντζόλα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le boulanger a formé le pain à partir de la pâte. Ο φούρναρης έφτιαξε μια φραντζόλα ψωμί από το ζυμάρι. |
τροφήnom masculin (nourriture en général) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ils sont si pauvres qu'ils ne peuvent se payer ni vêtements ni pain. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Έψαχνε απεγνωσμένα μια δουλειά, γιατί δεν είχε λεφτά ούτε για το ψωμί των παιδιών του. |
ρολόnom masculin (de viande,...) (συνήθως κιμάς) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Dan a préparé un pain de viande pour le dîner. |
πλάκαnom masculin (de savon) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Je voudrais un beau pain de savon à la lavande. |
χτύπημα(familier) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μπιφτέκι(Cuisine : forme) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Préparez des galettes de viande hachée que vous ferez ensuite revenir. |
χαστούκι(familier) (με την παλάμη) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κύριος εισοδηματίαςnom masculin invariable |
φραντζόλες
(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
βουτάω, βουτώ(jus de viande et de légumes) (το υπόλοιπο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
μέσα συντήρησηςnom masculin (familier) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) Cuisiner est son gagne-pain, il est chef cuisinier. |
πάμφθηνα, τζάμπαadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Αγόρασα αυτό το ρολόι αντίκα πάμφθηνα (or: τζάμπα). |
πάμφθηνα, τζάμπα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Quand nous nous sommes mariés, nous avons acheté un vieux canapé pour trois fois rien. // On peut acheter tout ce qu'on veut pour trois fois rien dans un vide-greniers. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όταν παντρευτήκαμε αγοράσαμε έναν παλιό καναπέ πάμφθηνα. Σε ένα παζάρι μπορείς να αγοράσεις οτιδήποτε θελήσεις τζάμπα. |
φρυγανισμένο ψωμί(indénombrable) Veux-tu du pain grillé avec ton petit déjeuner ? Je voudrais deux tranches de pain grillé, s'il vous plaît. Θέλεις λίγο φρυγανισμένο ψωμί με το πρωινό σου; Θα ήθελα δυο φέτες φρυγανισμένο ψωμί, παρακαλώ. |
ψωμάκιnom masculin (με γλυκιά γεύση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Cette boulangerie est réputée pour ses petits pains au sucre. Εκείνος ο φούρνος είναι γνωστός για τα γλυκά ψωμάκια του. |
φραντζόλαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Simon a coupé une part de gros pain blanc et a tartiné du beurre dessus. |
ψωμάκιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ψωμιέραnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
επιφάνεια κοπήςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) S'il te plaît, coupe sur la planche à pain ; si tu coupes directement sur le plan de travail, tu vas abîmer le plastique. |
μπισκότο με πιπερόριζα/τζίντζερnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pour le dessert au dîner de Noël, nous avons mangé du pain d'épice et bu un thé épicé. |
παμπερνίκελ
(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
ψίχουλοnom féminin (ψωμιού) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σκωτσέζικο άγλυκο πιτάκι από βρώμη
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
καλαμποκόψωμο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ματσά
|
καλαμποκόψωμοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ψωμί της μέλισσαςnom masculin (καθομιλουμένη) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ψωμιέρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κέικnom masculin (équivalent) (με αποξηραμένα φρούτα) |
ρολό κιμάnom masculin (μαγειρική) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Le pain de viande est un plat peu coûteux à base de viande hachée bon marché. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το ρολό κιμά είναι ένα οικονομικό φαγητό με κρέας, γιατί μπορεί να παρασκευαστεί με φτηνό μοσχαρίσιο κιμά. |
πίτα(είδος ψωμιού) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
λευκό ψωμί, άσπρο ψωμίnom masculin Le pain complet est plus nutritif que le pain blanc. |
ψωμί με βούτυρο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le mieux pour le petit déjeuner, c'est un verre de lait avec des tartines de beurre. |
ψωμιέρα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
αλεύρι για ψωμίnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μαχαίρι για ψωμίnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σκορδόψωμο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Les restaurants italiens servent parfois du pain à l'ail avec des plats de pâtes. |
μπισκότο σε σχήμα ανθρώπουnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
είδος ατομικού ψωμιούnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
φρατζόλα ψωμίnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) J'ai tranché la miche de pain pour faire des toasts pour le petit déjeuner. William a acheté une miche de pain à l'épicerie. Έκοψα τη φρατζόλα του ψωμιού για να το φρυγανίσω για το πρωινό. Ο Ουίλιαμ αγόρασε μια φρατζόλα ψωμί από το σούπερ μάρκετ. |
φρυγανιά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Οι φρυγανιές είναι συχνά μία από τις πρώτες στέρεες τροφές που δίνονται στα μωρά. |
ψωμί με ξηρούς καρπούςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αυγοφέτα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Pour te gâter, je te ferai du pain perdu à la cannelle pour le petit-déjeuner. Για να σε περιποιηθώ, θα σου φτιάξω για πρωινό αυγοφέτες πασπαλισμένες με κανέλα. |
πολλά να κάνω, πολλά να γίνουνnom masculin (familier) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) J'ai du pain sur la planche, viens m'aider si tu t'ennuies. |
ψωμί με σταφίδες
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Sally aime manger deux tranches de pain aux raisins au petit déjeuner. |
φέτα ψωμίnom féminin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
καλαμποκίσιο ψωμίnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κριθαρόψωμοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) En général, le pain de seigle est plus dense que le pain de blé. |
ψωμί από φούρνοnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
είδος βρετανικής πουτίγκαςnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αρτοπαρασκευαστήςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αρτοπαρασκευαστήςnom féminin (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τροφήnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
καλαμποκόψωμοnom masculin (είδος ψωμιού) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μπαγκέταnom masculin (Belgique) (ψωμί) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
σπιτάκι από μελόψωμοnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Aujourd'hui, nous allons confectionner une maison en pain d'épice avec les enfants. |
ψωμάκι για χάμπουργκερnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ψωμί με μυρωδικά, ψωμί με βόταναnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
φόρμαnom masculin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mettez la pâte dans le moule à pain et faites cuire pendant une heure. |
δανέζικο γλυκό, δανέζικο γλύκισμαnom masculin (équivalent) |
ψωμάκιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Liz fait cuire un plateau de petits pains. Η Λιζ ψήνει ένα ταψί ψωμάκια. |
ψωμί του τοστnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
πίτα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ψωμί σόδας, ψωμί με σόδαnom masculin (spécialité irlandaise) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
μαύρο ψωμίnom masculin |
κώνος ζάχαρηςnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
σταρένιο ψωμίnom masculin |
παγοκύστηnom masculin (pour les aliments) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) J'ai mis un pain de glace dans le sac isotherme pour garder les yaourts au frais pour le pique-nique. |
τραγουδάω φάλτσα, φαλτσάρωlocution verbale (argot de musiciens) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dans la dernière partie, la soprano a fait un pain : ça a tout foutu par terre. |
χτυπάω, χτυπώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) S'il s'approche de toi, donne-lui un coup de poing ! Αν έρθει προς το μέρος σου, χτύπα τον. |
ψωμί σικάλεωςnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Je vais opter pour le pastrami sur pain de seigle. Θα φάω παστράμι σε ψωμί σικάλεως. |
χοντρή φέτα ψωμιούnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
ψωμί με ξηρούς καρπούςnom masculin (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
άρτος της ζωήςnom masculin (figuré : nourriture spirituelle) (θρησκεία: μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αρτόκαρποςnom masculin (arbre) (δέντρο) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
από μπισκότο με πιπερόριζα/τζίντζερlocution adjectivale (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Dans ma famille, nous faisons toujours des biscuits en pain d'épice avant Noël. |
στήθος πλάκαnom féminin (figuré) (μεταφορικά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ses anciennes copines avaient de gros seins mais celle-ci est une vraie planche à pain. |
χτυπάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χαστουκίζω(με την παλάμη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
ψωμάκιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) De nos jours, il existe toute sorte de goûts en matière de pain brioché, comme pomme de terre douce ou cheddar. Τα ψωμάκια έχουν πολλές γεύσεις σήμερα, όπως γλυκοπατάτα και τσένταρ. |
γλυκό με σφολιάταnom masculin (équivalent) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Au petit déjeuner, j'ai bu un café et mangé un pain aux raisins. |
παπάραnom féminin (pain) (καθομιλουμένη: ψωμί) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Le vieil homme utilisa du pain au maïs pour tremper dans sa sauce. |
με περιμένει δύσκολη δουλειάlocution verbale (figuré, familier) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ψωμάκιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Le restaurant servait un petit pain avec le repas. // Généralement, on utilise des petits pains pour faire des hamburgers. Το εστιατόριο σέρβιρε ένα ψωμάκι με το γεύμα. |
γωνία(courant) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ma partie préférée du pain est le croûton. Το αγαπημένο μου μέρος της φραντζόλας είναι η γωνία. |
γωνία(courant) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Ken mangeait toujours le croûton de pain puisqu'il aimait mâcher la croûte dure. Ο Κεν πάντα έτρωγε τη γωνία του ψωμιού επειδή του άρεσε να μασάει τη σκληρή κόρα. |
καλαμποκόψωμοnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τσουρεκάκιnom masculin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ψωμάκι με αποξηραμένα φρούταnom masculin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Les petits pains aux fruits secs sont parfaits pour le petit déjeuner. |
μαχαίρι του ψωμιούnom masculin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ψωμί με προζύμιnom masculin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Je vais prendre un sandwich à la dinde sur du pain au levain. |
μαύρο ψωμίnom masculin |
δουλειά
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
δίνω στρογγυλό σχήμα(forme) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Faites un pain avec le mélange explosif, puis posez-le avec précaution sur la table. Δώστε μορφή δίσκου στο εκρηκτικό μείγμα και τοποθετήστε το προσεκτικά πάνω στο τραπέζι. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του pain στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του pain
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.