Τι σημαίνει το obtener στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης obtener στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του obtener στο ισπανικά.
Η λέξη obtener στο ισπανικά σημαίνει αποκτώ, παίρνω, αποκομίζω, εξασφαλίζω, πετυχαίνω, εξασφαλίζω, παίρνω, επιτυγχάνω, κατορθώνω, καταφέρνω, αποκτώ, αποκτάω, αποκτώ, αποκτώ, προμηθεύομαι, αποσπώ, εκμαιεύω, αποσπώ, επιτυγχάνω, πετυχαίνω, παίρνω, πετυχαίνω, κερδίζω, τσακώνω, γραπώνω, συγκεντρώνω, πιάνω, εκβιάζω για χρήματα, επιβάλλω, άσκηση, κάνω ένα σημαντικό βήμα, βγάζω χρήματα, κερδίζω χρήματα, παίρνω το πάνω χέρι, παίρνω δάνειο, παίρνω απάντηση, παίρνω ως δευτερεύουσα εξειδίκευση, ανεβαίνω στην ιεραρχία, επανακτώ, κερδίζω αναγνώριση, κατακτώ θέση, κερδίζω θέση, πείθω, πέφτω στο κενό, λαμβάνω θερμό χειροκρότημα, αποκτώ κτ με το γάμο μου, βγάζω κέρδος από κτ, επωφελούμαι από κτ, κερδίζω, αποκτώ πλεονέκτημα, περνάω τις εξετάσεις για να γίνω κτ, εξάγω κτ από κτ, παίρνω κτ από κτ, βγάζω κέρδος από κτ, επωφελούμαι από κτ, παίρνω, επιβάλλω κτ σε κπ, επιζητώ, βγάζω, αντλώ, παίρνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης obtener
αποκτώverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los ciudadanos obtuvieron el derecho de enviar a sus hijos a otra escuela. Οι πολίτες απέκτησαν το δικαίωμα να στέλνουν τα παιδιά τους σε διαφορετικό σχολείο. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποκομίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La compañía obtuvo ganancias el trimestre pasado. |
εξασφαλίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El funcionario financiero obtuvo los fondos para la expansión de la compañía. |
πετυχαίνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Obtuvieron siete victorias la temporada pasada. |
εξασφαλίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El equipo de fútbol obtuvo la victoria en los últimos segundos de juego. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tenemos que conseguir cerveza en alguna parte. Πρέπει να πάρουμε μπίρα από κάπου. Πήρα καλό βαθμό για την έκθεσή μου. |
επιτυγχάνω, κατορθώνω, καταφέρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hay muchas cosas que me gustaría lograr. Είναι πολλά αυτά που θα ήθελα να πετύχω. |
αποκτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Después de cuatro años en Oxford, Lisa consiguió un doctorado. Μετά από τέσσερα χρόνια στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, η Λίζα πήρε διδακτορικό. |
αποκτάω, αποκτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ese disco es raro y difícil de adquirir. Αυτός ο δίσκος είναι σπάνιος κι είναι δύσκολο να τον αποκτήσει κανείς. |
αποκτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Conseguía elogios de todos sus colegas por trabajar tan duro. |
προμηθεύομαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Dónde podemos procurarnos algo de tierra? Από πού μπορούμε να προμηθευτούμε καλό επιφανειακό χώμα; |
αποσπώ, εκμαιεύω(έμμεσα) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dos horas de interrogatorio no pudieron sonsacar una respuesta del sospechoso. |
αποσπώ(πληροφορίες) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El hacker extrajo información confidencial del sitio web del gobierno. Ο χάκερ απέσπασε ορισμένες ευαίσθητες πληροφορίες από την ιστοσελίδα της κυβέρνησης. |
επιτυγχάνω, πετυχαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pocos imperios, antes o después, han logrado tanto poder como éste. |
παίρνω(calificación) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Saqué un 10 en español. |
πετυχαίνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ha conseguido un cambio en la textura de la pasta. |
κερδίζω(κάτι επιθυμητό) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Él se ganó un ascenso por su duro trabajo. Κέρδισε την προαγωγή με σκληρή δουλειά. |
τσακώνω, γραπώνω(μεταφορικά, καθομ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Nos las apañamos para conseguir una buena oferta por el paquete de vacaciones a Malta. |
συγκεντρώνω(voto) (ψήφους) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La candidata del partido laborista sacó más votos que la del partido conservador, así que ganó las elecciones. |
πιάνω(ganancia) (μεταφορικά: τιμή) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La venta de las antigüedades nos debería dar grandes ganancias. |
εκβιάζω για χρήματα
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
επιβάλλω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La policía intentaba forzar una confesión. |
άσκηση(δικηγόρου) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κάνω ένα σημαντικό βήμαlocución verbal (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Luego de años de estudio obtuvieron un gran logro en la investigación sobre el cáncer. |
βγάζω χρήματα, κερδίζω χρήματαlocución verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Obtenemos beneficios con cada entrada que vendemos. Με κάθε εισιτήριο που πουλάμε, κερδίζουμε λεφτά. |
παίρνω το πάνω χέριlocución verbal (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παίρνω δάνειοlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si no podemos pagar el alquiler de agosto quizás tengamos que obtener un préstamo. |
παίρνω απάντησηlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Le envié varios mensajes, pero nunca obtuve respuesta. |
παίρνω ως δευτερεύουσα εξειδίκευση
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuando estaba en la Universidad hice Negocios como carrera principal y obtuve un título adicional en Psicología. |
ανεβαίνω στην ιεραρχία
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Sarah obtuvo un ascenso y ahora es gerente de ventas. Η Σάρα ανέβηκε στην ιεραρχία και τώρα είναι διευθύντρια πωλήσεων. |
επανακτώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κερδίζω αναγνώριση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Varios artículos publicados ayudaron a mi médico a obtener reconocimiento en su especialidad. |
κατακτώ θέση, κερδίζω θέσηlocución verbal (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Obtuvo una ventaja importante en la negociación. |
πείθωlocución verbal (formal) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
πέφτω στο κενό(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
λαμβάνω θερμό χειροκρότημαlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αποκτώ κτ με το γάμο μου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) William obtuvo por matrimonio una vida de riqueza y privilegios. Με τον γάμο του ο Γουίλιαμ απέκτησε πλούτη και πολλά προνόμια. |
βγάζω κέρδος από κτ, επωφελούμαι από κτ(con nombre) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Naylor obtuvo ganancias de la venta de los valores a un precio más alto del que había pagado. |
κερδίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
αποκτώ πλεονέκτημα
|
περνάω τις εξετάσεις για να γίνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Evelyn sacó el título de plomería. Η Έβελιν έχει πιστοποιηθεί ως υδραυλικός. |
εξάγω κτ από κτ, παίρνω κτ από κτ
Los trabajadores derivan la cocaína de las hojas de la planta de coca. Οι εργάτες εξάγουν (or: παίρνουν) την κοκαϊνη απ' τα φύλλα του φυτού της κόκας. |
βγάζω κέρδος από κτ, επωφελούμαι από κτ(con nombre) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La compañía obtuvo ganancias de la venta de licencias de su sistema operativo a fabricantes de dispositivos móviles. Η εταιρεία έβγαλε κέρδος από την πώληση αδειών του λειτουργικού συστήματός της σε κατασκευαστές κινητών συσκευών. |
παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Adam obtiene gran satisfacción de escribir poesía. Ο Άνταμ αποκομίζει μεγάλη ευχαρίστηση γράφοντας ποίηση. |
επιβάλλω κτ σε κπlocución verbal Las autoridades trataron de obtener la cooperación de los vecinos por la fuerza. |
επιζητώlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Ella trataba de obtener fama incursionando en la actuación. Επεδίωκε να γίνει διάσημη προσπαθώντας να γίνει ηθοποιός. |
βγάζω(κέρδος) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Se espera que nuestro negocio deje beneficios. |
αντλώ, παίρνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Obtiene su inspiración de su pasado. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του obtener στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του obtener
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.