Τι σημαίνει το not στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης not στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του not στο Αγγλικά.
Η λέξη not στο Αγγλικά σημαίνει δεν, δε, δεν, δε, δεν, δε, πώς το θες;, δεν ανέχομαι, δεν υπομένω, με τίποτα, αποκλείεται, με τίποτα, Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός, και όλα τα σχετικά, τις πιο πολλές φορές, είτε το πιστεύεις είτε όχι, καλύτερα να μην, δεν έχω την παραμικρή αντίδραση σε κτ, δεν εκπλήσσομαι, δεν είναι πρέπων, δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, δε με αφορά, σίγουρα όχι, σίγουρα όχι, σύμβαση περί µη ανταγωνισµού, υπογράφω σύμβαση περί µη ανταγωνισµού, δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω μία, δεν δίνω φράγκο, δεν δίνω πεντάρα τσακιστή, δεν τολμώ να κάνω κτ, Mην λυγίζετε, Μην περνάτε, Μην διασχίζετε, μην ενοχλείτε, «μην ενοχλείτε», κρίνω ένοχο/αθώο, μη με λησμόνει, μη-με-λησμόνει, δε δίνω δεκάρα, δεν δίνω μία, δεν μου καίγεται καρφάκι, δεν δίνω δεκάρα, δίνω δεκάρα, δίνω μία, δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω δεκάρα τσακιστή, δεν έχω αποδείξεις, έχω το κουράγιο, έχω το θάρρος, έχω το θάρρος να κάνω κτ, έχω το κουράγιο να κάνω κτ, φτωχός, δεν ξέρω, αν όχι, δεν έχει σημασία, δεν πειράζει, δεν έχει σημασία, δεν είναι εύκολο, δεν ξέρω, δεν ξέρω, δεν γνωρίζω, τέλος, δεν κουνάω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι, κάντε έρωτα, όχι πόλεμο, συνήθως, δεν είναι να το παίρνεις αψήφιστα, δεν είναι μικρό πράγμα, που δεν διαφωτίστηκε, που δεν καταλαβαίνει, που δεν αντιλαμβάνεται, που δεν είναι μεγάλο πράγμα, που δεν είναι τίποτα σπουδαίο, καθόλου, καμία πιθανότητα, αποκλείεται, όχι και λίγοι, που ενοχλήθηκε, ούτε ίχνος, πολύ, κανείς, ούτε ψυχή, κανείς, ψυχή, ούτε ίχνος, πολύ ακριβός, όχι πάλι, διαφωνώ με, διαφωνώ με κπ, πειράζω, φέρνω δυσπεψία/ανακατωσούρα, απαγορευμένος, που δεν επιτρέπεται, όχι πάντα, δεν πετυχαίνω τίποτα, δεν έχω επιτυχία, δεν έχω αποτέλεσμα, που δεν είναι ευχαριστημένος, απρόβλεπτος, αναπάντεχος, όχι πια, δεν ισχύει, απατηλός, παραπλανητικός, καθόλου, επ'ουδενί, μη διαθέσιμος, όχι άσχημος, όχι κακός, δεν έχω την παραμικρή αντίδραση, δεν με αφορά, δεν επηρεάζομαι από, δεν επηρεάζομαι από, δεν δικαιούμαι, δεν κάνω καλό, βλάπτω, δεν κάνω, δεν είμαι πιθανός, δεν αλλάζω γνώμη, είμαι απροετοίμαστος, δεν είμαι έτοιμος, δεν αξίζει τον κόπο, δεν αντέχω ούτε να το σκέφτομαι, με κανέναν τρόπο, δε μου αρέσει, στερούμαι ενδιαφέροντος, που δεν συγκρίνεται με κτ, που δεν συγκρίνεται με κτ, δεν επικοινωνώ, δε συνεννοούμαι με, που δεν έχει ληφθεί υπόψη, που δεν θεωρείται, άδικος, αντιαθλητικός, αδικώ, ανάρμοστος, ακατάλληλος, δύσκολος, ανεπαρκής. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης not
δεν, δεadverb (negation) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) This apple is not green; it's red. "Has the boss arrived?" "Not yet." «Έχει έρθει το αφεντικό;» «Όχι, ακόμα.» |
δεν, δεadverb (denial) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I am not guilty. Δεν είμαι ένοχος. |
δεν, δεadverb (refusal) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I do not want any sugar, thank you. Δεν θέλω ζάχαρη, ευχαριστώ. |
πώς το θες;interjection (informal (ironic denial) (καθομιλουμένη, ειρωνικό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Yeah, she's so smart. NOT. Ναι, είναι πολύ έξυπνη. Κούνια που σε κούναγε! |
δεν ανέχομαι, δεν υπομένωtransitive verb (not tolerate) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I can't abide his smoking in the house. "I won't abide insolence or bad behaviour," said the schoolteacher. "Η αυθάδεια ή η κακή συμπεριφορά δεν είναι ανεκτή", είπε η δασκάλα. |
με τίποταadverb (not in any way, not at all) I will absolutely not have anything to do with him. Εγώ δεν θα έχω σχέσεις μαζί του με τίποτα. |
αποκλείεται, με τίποταinterjection (not under any circumstances) (επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) You're not going to the party. Absolutely not! Δεν θα πας στο πάρτι. Αποκλείεται! |
Ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσόςexpression (figurative (appearances can be deceptive) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
και όλα τα σχετικάadverb (informal (and similar) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τις πιο πολλές φορέςadverb (in about half of all instances) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I don't know if he will be here today. He shows up as often as not. |
είτε το πιστεύεις είτε όχιexpression (though it may seem incredible) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Believe it or not, I just won the jackpot in the state lottery! |
καλύτερα να μηνexpression (informal (ought not to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) You better not be planning a party while your mother and I are gone this weekend. Καλύτερα να μην σχεδιάζεις να κάνεις πάρτι ενώ η μητέρα σου κι εγώ θα λείπουμε το Σαββατοκύριακο. |
δεν έχω την παραμικρή αντίδραση σε κτverbal expression (figurative, informal (not react to) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν εκπλήσσομαιverbal expression (figurative, informal (not be shocked or disapprove) (από κάτι) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν είναι πρέπωνverbal expression (be inappropriate) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Your comment about your neighbor's wife was not called for. |
δε με νοιάζει, δε με ενδιαφέρει, δε με αφοράverbal expression (be unconcerned) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) So, what if you're upset? I don't care. Ε λοιπόν, τι κι αν είσαι αναστατωμένος; Δε με νοιάζει (or: Σκασίλα μου). |
σίγουρα όχιinterjection (expressing refusal) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) "Could I borrow your car?" "Certainly not!" |
σίγουρα όχιinterjection (expressing denial) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) "Did you drink the bottle of beer I left in the fridge?" "Certainly not!" |
σύμβαση περί µη ανταγωνισµούnoun (law: anti-competition agreement) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
υπογράφω σύμβαση περί µη ανταγωνισµούverbal expression (law: prohibit rivalry) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω μία, δεν δίνω φράγκο, δεν δίνω πεντάρα τσακιστήverbal expression (informal (feel completely apathetic towards) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I couldn't care less about the tabloid headlines. Σκασίλα μου για όσα λένε οι παλιοφυλλάδες! |
δεν τολμώ να κάνω κτverbal expression (lack courage of nerve to do [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) She dared not ask for a raise for fear she would be yelled at by her boss. |
Mην λυγίζετεverbal expression (on envelope) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I wrote 'Do Not Bend' on the envelope that contained photographs. |
Μην περνάτε, Μην διασχίζετεverbal expression (on police cordon) (επιγραφή στην αστυνομική κορδέλα) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μην ενοχλείτεverbal expression (written (do not interrupt) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
«μην ενοχλείτε»adjective (sign, notice: not to enter room) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) James put a do-not-disturb sign on his hotel door so that he could take a nap. |
κρίνω ένοχο/αθώοtransitive verb (reach verdict on) (ετυμηγορία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The jury found the defendant guilty on all charges. Οι ένορκοι έκριναν τον κατηγορούμενο ένοχο για όλες τις κατηγορίες. |
μη με λησμόνει, μη-με-λησμόνειnoun (plant with small blue flowers) (φυτό) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Forget-me-nots are my favorite flower. |
δε δίνω δεκάραverbal expression (US, informal, euphemism (not care) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Frankly, I don't give a darn about politics. Ειλικρινά δε δίνω δεκάρα για την πολιτική. |
δεν δίνω μία, δεν μου καίγεται καρφάκι, δεν δίνω δεκάραverbal expression (figurative, informal (not care, be unconcerned) (μεταφορικά, καθομ: για κάτι) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίνω δεκάρα, δίνω μίαverbal expression (vulgar, offensive, slang (not care) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I don't give a f*** what you think. Δε με νοιάζει τι σκέφτεσαι. |
δεν δίνω δεκάραverbal expression (figurative, informal (not care) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I don't give a hoot if you dont like the way I dress - I'll wear whatever I like! |
δεν δίνω δεκάρα, δεν δίνω δεκάρα τσακιστήverbal expression (vulgar, slang (not care) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sally said she doesn't give a s*** what her unfaithful ex-husband does with his time. |
δεν έχω αποδείξειςverbal expression (figurative (have no support for a claim, etc.) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
έχω το κουράγιο, έχω το θάρροςverbal expression (be brave or callous enough) Steve wants me to tell Julie that he's leaving her, but I'm not sure I have the heart. |
έχω το θάρρος να κάνω κτ, έχω το κουράγιο να κάνω κτverbal expression (be brave or callous enough to do) I don't have the heart to tell the children that their hamster died. Do you have the heart to refuse her? |
φτωχόςnoun (often plural (poor person) (ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.) |
δεν ξέρωexpression (declaration of ignorance) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) There is no point asking me; I do not know. I do not know the answer to that complicated math problem! |
αν όχιconjunction (if this is not the case) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Let's see if Pete is free this evening. If not, we can always go without him. Για να δούμε αν ο Πητ είναι ελεύθερος σήμερα το απόγευμα. Αν όχι, μπορούμε να πάμε και χωρίς αυτόν. |
δεν έχει σημασία, δεν πειράζειinterjection (it is unimportant or irrelevant) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It doesn't matter what you say; I'm still going to do what I want. Δεν έχει σημασία τι λες. Θα κάνω αυτό που θέλω. |
δεν έχει σημασίαexpression (poetic (it does not matter) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) You can come with me or stay here - it matters not. |
δεν είναι εύκολο(informal (it's difficult) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) It's not easy to find a partner in this day and age. |
δεν ξέρωverbal expression (be uninformed or uneducated) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν ξέρω, δεν γνωρίζωverbal expression (literary (do not know) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Whether what you are doing is a good thing I know not. |
τέλοςadverb (lastly) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Last but not least, don't forget to ring me when you get there. Last but not least, I'd like to thank my husband for his support. |
δεν κουνάω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκιverbal expression (figurative (make effort) Jody would appreciate some help in the kitchen, but Josh never lifts a finger. |
κάντε έρωτα, όχι πόλεμοinterjection (pacifist slogan of the 1960s) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) 'Make love not war' was the best-known slogan of the hippy movement. |
συνήθωςadverb (usually) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Our children's clothes are, more often than not, made in China. |
δεν είναι να το παίρνεις αψήφιστα, δεν είναι μικρό πράγμαnoun ([sth] serious) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Slipping on the ice is no laughing matter; you could break your neck. |
που δεν διαφωτίστηκεexpression (still not understanding) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Aaron's attempts to explain left his listeners none the wiser. None of us were any the wiser after reading the instructions. |
που δεν καταλαβαίνει, που δεν αντιλαμβάνεταιexpression (not aware) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) I reckon, if we go this way, we can get in and out without the security guards being any the wiser. Stephanie made it home before her parents woke up and they were none the wiser about what she'd been up to that night. |
που δεν είναι μεγάλο πράγμα, που δεν είναι τίποτα σπουδαίοadjective (informal (a matter of little importance) (μεταφορικά) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) It is not a big deal that your brother likes to drink a beer now and then. Knitting a sweater is not a big deal for Jane; she has been knitting since she was eight years old. Στον αδερφό σου αρέσει να πίνει καμιά μπίρα πού και πού. Σιγά το πράγμα! |
καθόλουadverb (informal (not at all) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Am I bothered about missing the show? Not a bit. I'm not a bit worried about this exam because I've revised really hard for it. |
καμία πιθανότηταnoun (no possibility) (με άρνηση) There is not a chance he would ever win a foot race. |
αποκλείεταιinterjection (impossible) (απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.) "Do you think Phil will lend us the money?" "Not a chance!" |
όχι και λίγοιadjective (quite a lot) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) There were not a few vegetarians among us. Δεν ήταν και λίγοι οι χορτοφάγοι ανάμεσά μας. |
που ενοχλήθηκεadjective (UK, informal (displeased, annoyed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Tim wasn't a happy bunny when he found out Michelle had broken his laptop. |
ούτε ίχνοςnoun (no sign, no indication) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) There was not a hint of any sugar in that sour pie. |
πολύadverb (a lot, a great deal) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I was not a little upset by his remarks. |
κανείςexpression (not one from a group) (αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Jackie tried on several dresses, but not a single one was the right size. |
ούτε ψυχή, κανείςpronoun (nobody, not anyone) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Not a single person was in favour of the price increases. |
ψυχήnoun (nobody) (με άρνηση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) It was two o'clock in the morning and not a soul was on the streets. They got married and not a soul knew until a year later. |
ούτε ίχνοςnoun (no sign) (με άρνηση) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Come April, there is not a trace left of the snow. There is not a trace of any sugar in this tea. |
πολύ ακριβόςadjective (too expensive) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) We would love to buy that house but it's just not affordable. |
όχι πάλιinterjection (expressing exasperation) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Not again! I told you tomato sauce is hard to remove from white shirts! |
διαφωνώ μεverbal expression (object to, not share) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) I do not agree with your answer. Διαφωνώ με την απάντησή σου. |
διαφωνώ με κπverbal expression (disagree) My dad and I really don't agree on immigration. |
πειράζω, φέρνω δυσπεψία/ανακατωσούραverbal expression (figurative, informal (food: affect digestion) (καθομιλουμένη, για φαγητά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dairy products don't agree with me. Τα γαλακτοκομικά προϊόντα με πειράζουν. |
απαγορευμένος, που δεν επιτρέπεταιadjective (forbidden, not permitted) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dogs are not allowed in the park. |
όχι πάνταadverb (not on every occasion) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) The bus is not always on time. |
δεν πετυχαίνω τίποταverbal expression (figurative, informal (be a failure) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δεν έχω επιτυχία, δεν έχω αποτέλεσμαverbal expression (figurative, informal (action: be ineffective) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που δεν είναι ευχαριστημένοςadjective (euphemism (annoyed, angry) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απρόβλεπτος, αναπάντεχοςadjective (unexpected, unforeseen) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The sudden fall in house prices was not anticipated, and many people lost money. |
όχι πιαexpression (no longer, not any longer) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I used to travel a lot, but not any more. Συνήθιζα να ταξιδεύω πολύ αλλά όχι πια. |
δεν ισχύειadjective (irrelevant, not the case) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
απατηλός, παραπλανητικόςadjective (deceptive) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The situation is not as it seems. |
καθόλου, επ'ουδενίadverb (in no way, to no extent) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My boss was not at all pleased with my work, so he fired me. Το αφεντικό μου δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένο από τη δουλειά μου κι έτσι με απέλυσε. |
μη διαθέσιμοςadjective (that is not ready or accessible) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όχι άσχημος, όχι κακόςadjective (reasonably good) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) That sauce isn't very good, but it's not bad, either. Αυτή η σάλτσα δεν είναι πολύ καλή, αλλά δεν είναι και κακή. |
δεν έχω την παραμικρή αντίδρασηverbal expression (figurative, informal (be impassive, not react) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The defendant didn't bat an eyelid when the prosecutor suggested she had intended to commit murder. |
δεν με αφορά, δεν επηρεάζομαι απόtransitive verb (be indifferent to) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No human being can witness suffering on this scale and not be affected by it. |
δεν επηρεάζομαι απόtransitive verb (not feel consequences of) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Residents of mountain communities will not be affected by tsunamis. |
δεν δικαιούμαιverbal expression (to have no right to do [sth]) (κτ ή να κάνω κτ) I am not a member of the forum so I am not entitled to post questions. |
δεν κάνω καλόverbal expression (harm the health of) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Saturated fat is not good for your heart. Τα κεκορεσμένα λίπη δεν κάνουν καλό στην καρδιά. |
βλάπτωverbal expression (adversely affect) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Closing the restaurant at 9pm would not be good for business. |
δεν κάνωverbal expression (not be useful in) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A bicycle pump is not good for inflating a car tire. Η τρόμπα του ποδηλάτου δεν κάνει για να φουσκώσεις τα λάστιχα του αυτοκινήτου. |
δεν είμαι πιθανόςverbal expression (be improbable) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν αλλάζω γνώμηverbal expression (figurative (not change opinion) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Anne is completely against the idea, and will not be moved from her position. |
είμαι απροετοίμαστος, δεν είμαι έτοιμοςverbal expression (be unprepared) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My boyfriend should be going out at 7, but he always takes a long time to get dressed and will not be ready. |
δεν αξίζει τον κόποverbal expression (be a waste of time) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν αντέχω ούτε να το σκέφτομαιverbal expression (be unpleasant thought) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
με κανέναν τρόποexpression (in no way, by no method) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) I will not by any means allow you to borrow my car. |
δε μου αρέσει, στερούμαι ενδιαφέροντοςverbal expression (dislike) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Generally, I don't care for white wines - I much prefer reds. Γενικά δε μου αρέσουν τα λευκά κρασιά - προτιμώ περισσότερο τα κόκκινα. |
που δεν συγκρίνεται με κτadjective (totally different) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Art is not comparable to Literature. Η τέχνη δε συγκρίνεται με τη λογοτεχνία. |
που δεν συγκρίνεται με κτadjective (superior) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) His talent is not comparable to anyone else's. |
δεν επικοινωνώ, δε συνεννοούμαι μεverbal expression (not be understood) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The film failed to connect with audiences in some countries. |
που δεν έχει ληφθεί υπόψηadjective (not taken into account) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Alternatives to invasion were not considered by the politicians. |
που δεν θεωρείταιadjective (not widely thought to be) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Torture is not considered acceptable. |
άδικος, αντιαθλητικόςadjective (UK, figurative, slang (unfair, not sporting) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Well, I say! That simply isn't cricket! |
αδικώverbal expression (not show well) (κάποιον/κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) That photograph does not do justice to her beauty. |
ανάρμοστος, ακατάλληλοςadjective (improper, inappropriate) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Blowing your nose at the dining table is simply not done in polite company. |
δύσκολοςadjective (difficult) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) It is not easy to raise a child these days. |
ανεπαρκήςadjective (insufficient, too few or little) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The doctors tried everything they knew, but it was not enough to save him. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του not στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του not
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.