Τι σημαίνει το movimiento στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης movimiento στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του movimiento στο ισπανικά.
Η λέξη movimiento στο ισπανικά σημαίνει κίνηση, κίνημα, ελιγμός, κίνηση, κίνηση, κίνηση, κίνηση, μετακίνηση, μετατόπιση, κίνηση, κίνηση, κινητικότητα, μετακίνηση, μετατόπιση, κούνημα, κίνηση, έκπτωση πορείας, ρίψη, ελιγμός, ελιγμός, κίνηση, κούνημα, αίσθηση, κίνηση, ακίνητος, θέτω σε κίνηση, βάζω σε λειτουργία, ορμή, κινούμαι ασταμάτητα, σε κίνηση, ανοδική κίνηση, ρευστότητα, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, κίνηση Μπράουν, αέναη, αδιάκοπη, ασταμάτητη κίνηση, ρυθμική κίνηση, περιστροφική κίνηση, οργανισμός ενάντια στην κατανάλωση οινοπνεύματος, ανοδική κίνηση, κίνημα για πολιτικά δικαιώματα, ωστικό κύμα, τοπική οργάνωση λαϊκής βάσης, αισθητήρας κίνησης, κινούμενος στόχος, σαρωτική κίνηση, πυροβολισμός από διερχόμενο όχημα, κίνημα Τέχνες και Χειροτεχνίες, γρήγορη κίνηση, κυματισμός, Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών, επίθεση με πυροβολισμούς από διερχόμενο αυτοκίνητο, περιστροφική κίνηση, επίθεση με πυροβολισμούς από διερχόμενο αυτοκίνητο, στη θάλασσα, στα ανοιχτά, τίναγμα, κίνηση, κένωση του εντέρου, συνεχίζω, κίνηση προς τα κάτω, έλεγχος εδάφους, μετακίνηση μαζών. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης movimiento
κίνησηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Notó movimiento entre los arbustos. Παρατήρησε κάποια κίνηση μέσα στους θάμνους. |
κίνημαnombre masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El movimiento neoliberal nació en Oklahoma. Το νεοφιλελεύθερο κίνημα ξεκίνησε στην Οκλαχόμα. |
ελιγμόςnombre masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Los movimientos estaban diseñados para contrarrestar los avances del ejército enemigo. Οι ελιγμοί είχαν σχεδιαστεί ώστε να αντιμετωπίζεται η πρόοδος του αντίπαλου στρατού. |
κίνησηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La sinfonía tiene tres movimientos. Αυτή η συμφωνία έχει τρεις κινήσεις. |
κίνηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tras un mes de estabilidad, ha habido numerosas fluctuaciones en los precios de las materias primas. Μετά από ένα μήνα σταθερότητας, σημειώθηκε κίνηση στις τιμές των αγαθών. |
κίνησηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El movimiento de la máquina era estable y suave. Η κίνηση του μηχανήματος ήταν σταθερή και ομαλή. |
κίνηση, μετακίνηση, μετατόπιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Janet observó el movimiento de la arena con el viento. Η Τζάνετ παρακολουθούσε την κίνηση της άμμου στον άνεμο. |
κίνησηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
κίνηση, κινητικότητα
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Las esposas restringían el movimiento del sospechoso. Οι χειροπέδες περιόριζαν την κίνηση του φυλακισμένου. |
μετακίνηση, μετατόπιση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El movimiento del equipo hacia la izquierda confundió a la defensa. Η μετακίνηση της ομάδας στα αριστερά μπέρδεψε την άμυνα. |
κούνημα(del rabo) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El movimiento de la cola de la perra mostraba lo contenta que estaba de ver una cara conocida. Το κούνημα της ουράς του σκύλου έδειχνε πόσο χαιρόταν που έβλεπε ένα οικείο πρόσωπο. |
κίνησηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Con un movimiento rápido agarró al ladrón. Με μια απότομη κίνηση, άρπαξε τον ληστή. |
έκπτωση πορείας
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) En vez de seguir un curso recto, el navegador se dio cuenta de que había habido un leve movimiento a estribor. |
ρίψηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Fred hizo un mal movimiento mientras estaba cargando su camión y se hizo un tirón en la espalda. |
ελιγμός(στρατιωτικός) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Las tropas se quedaron sin maniobras y tenían miedo de perder la batalla. |
ελιγμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El jugador de ajedrez realizó una maniobra que le hizo ganar la partida. |
κίνηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Si no estás seguro de los pasos de baile, sigue mi paso. |
κούνημα
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) El constante vaivén del océano hizo que se mareara. |
αίσθηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Al escuchar sus palabras, surgió una sensación de esperanza en ellos. |
κίνηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Dan caminaba con un andar extraño debido a su herida. |
ακίνητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La Tierra parece estar quieta para quienes viven en ella. Η Γη φαίνεται ακίνητη σε όσους μένουν πάνω της. |
θέτω σε κίνηση, βάζω σε λειτουργία
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) En cuanto nos des la luz verde, iniciamos el proyecto. |
ορμή(física) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Martha está calculando el momento del meteoro. Ο μετεωρίτης είχε μεγάλη ορμή όταν χτύπησε το έδαφος. |
κινούμαι ασταμάτητα
|
σε κίνηση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Después de robar el banco, tenía que estar en continuo movimiento para evadir a las autoridades. |
ανοδική κίνηση
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ρευστότηταlocución nominal masculina (επιχειρήσεις) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>nombre masculino |
κίνηση Μπράουνnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El movimiento browniano es el movimiento aleatorio de algunas partículas microscópicas en un medio fluido. |
αέναη, αδιάκοπη, ασταμάτητη κίνηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La rotación de la Tierra es un movimiento continuo. |
ρυθμική κίνηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El movimiento oscilante del bote me estaba dando ganas de vomitar. |
περιστροφική κίνηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El movimiento de rotación de la Tierra provoca lo que conocemos como "noche" y "día". |
οργανισμός ενάντια στην κατανάλωση οινοπνεύματος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El movimiento antialcohólico tuvo su mayor apogeo en el siglo XIX. |
ανοδική κίνησηnombre masculino (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El mecanismo realiza un movimiento de elevación. |
κίνημα για πολιτικά δικαιώματαlocución nominal masculina (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Martin Luther King Jr. es un héroe del movimiento de Derechos Humanos en los Estados Unidos. |
ωστικό κύμα
|
τοπική οργάνωση λαϊκής βάσης
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
αισθητήρας κίνησης(συσκευή) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El sensor de movimiento enciende las luces automáticamente cuando alguien entra en la habitación. |
κινούμενος στόχος
(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) Con esa escopeta jamás le darás a un objetivo en movimiento. |
σαρωτική κίνησηnombre masculino (κυριολεκτικά, μεταφορικά) Hizo un movimiento amplio con el cuchillo de cocina y casi nos mata a todos. |
πυροβολισμός από διερχόμενο όχημα
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) La policía arrestó a un pandillero de 18 años involucrado en un tiroteo desde un auto en movimiento. |
κίνημα Τέχνες και Χειροτεχνίες(voz inglesa) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
γρήγορη κίνηση
|
κυματισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Εκκλησία του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερώνlocución nominal masculina (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επίθεση με πυροβολισμούς από διερχόμενο αυτοκίνητο
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Osman admitió ser el tirador en un tiroteo desde un vehículo en movimiento |
περιστροφική κίνηση
|
επίθεση με πυροβολισμούς από διερχόμενο αυτοκίνητο
(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Un hombre tiene heridas letales después de un tiroteo desde un vehículo en movimiento en Tucson. |
στη θάλασσα, στα ανοιχτά(πλοίο: που δεν είναι αγκυροβολημένος) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Απολαύσαμε ένα υπέροχο δείπνο εν πλω. |
τίναγμα(με γενική) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Tim lanzó la moneda a la lata con un movimiento rápido de su muñeca. El movimiento rápido que hizo Mary con la cabeza fue un intento fallido de apartarse el pelo de los ojos. |
κίνηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Con un movimiento circular de la mano, el mosquetero llevó su espada a la garganta de su enemigo. Με μια σαρωτική κίνηση του χεριού του ο μουσκετοφόρος έφερε το ξίφος του στον λαιμό του εχθρού του. |
κένωση του εντέρου
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συνεχίζωlocución verbal (Deportes) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Está aprendiendo a acompañar el movimiento con un arco completo después de pegarle a la bola. Μαθαίνει πώς να συνεχίζει να κάνει πλήρη καμπύλη αφού χτυπήσει τη μπάλα. |
κίνηση προς τα κάτω
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έλεγχος εδάφους
(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
μετακίνηση μαζών(γεωλογία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) El clima ha causado en movimiento de masa. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του movimiento στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του movimiento
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.