Τι σημαίνει το motor στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης motor στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του motor στο Αγγλικά.
Η λέξη motor στο Αγγλικά σημαίνει κινητήρας, κινητήρια δύναμη, κινητικός, οδηγώ, οδηγάω, κινητικός, κινητήριος, αυτοκίνητο, κινούμαι γρήγορα, ηλεκτροκινητήρας, κινητήρας εσωτερικής καύσης, υδραυλική μηχανή, τουριστικό λεωφορείο,πούλμαν, αυτοκίνητο,όχημα, κινητήρας, αυτοκινούμενο, μοτέλ, φτηνό ξενοδοχείο στον αυτοκινητόδρομο, ακριβό μοτέλ, κινητικός νευρώνας, λάδι κινητήρων, σταθμός μηχανοκίνητων οχημάτων, αυτοκινητικός αγώνας, μηχανάκι μικρού κυβισμού, κινητική δεξιότητα, αυτοκινούμενο όχημα, μηχανοκίνητος, πίστα αγώνων αυτοκινήτων, μηχανοκίνητη τορπιλάκατος, εξωλέμβιος κινητήρας, πυραυλοκινητήρας, σερβοκινητήρας. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης motor
κινητήραςnoun (engine, machine) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Brian bought a new car with an electric motor. |
κινητήρια δύναμηnoun (figurative ([sth] that makes things happen) (μεταφορικά) Erin was the real motor for the project. |
κινητικόςadjective (skills, coordination: relating to movements) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He has a condition that makes his motor coordination very poor. |
οδηγώ, οδηγάωintransitive verb (drive a car) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We motored around the country in an old 2CV. |
κινητικόςadjective (related to motion) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) You need good motor abilities to play most sports. |
κινητήριοςadjective (causing motion) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Kyle's motor neurons fired and caused muscles to contract. |
αυτοκίνητοnoun (UK, slang (car) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) John bought a new motor last year. |
κινούμαι γρήγοραintransitive verb (move fast) The runner motored past his competitors to win the race. |
ηλεκτροκινητήραςnoun (engine, device running on electricity) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κινητήρας εσωτερικής καύσηςnoun (engine powered by gas combustion) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Some lawn mowers have a gas motor. |
υδραυλική μηχανήnoun (engine powered by water energy) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τουριστικό λεωφορείο,πούλμανnoun (road transport: bus, coach) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αυτοκίνητο,όχημαnoun (dated (car, automobile) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κινητήρας(mechanics) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αυτοκινούμενοnoun (vehicle with living quarters) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μοτέλ, φτηνό ξενοδοχείο στον αυτοκινητόδρομοnoun (motel, motorway hotel) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
ακριβό μοτέλnoun (luxury motel) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κινητικός νευρώναςnoun (nerve cell that sends impulses) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
λάδι κινητήρωνnoun (oil for engine lubrication) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Always use the correct grade of motor oil for your car engine. |
σταθμός μηχανοκίνητων οχημάτων(military) (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) |
αυτοκινητικός αγώναςnoun (sport: competing in fast cars) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μηχανάκι μικρού κυβισμούnoun (motorized scooter, light motorcycle) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κινητική δεξιότηταplural noun (coordination, ability to move) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cerebral palsy affected Kim's motor skills, but she was brilliant at mathematics. |
αυτοκινούμενο όχημαnoun (vehicle moved by engine) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
μηχανοκίνητοςadjective (propelled by motor) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πίστα αγώνων αυτοκινήτωνnoun (sports circuit for racing vehicles) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
μηχανοκίνητη τορπιλάκατοςnoun (UK, initialism (Royal Navy: motor torpedo boat) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εξωλέμβιος κινητήραςnoun (engine attached to rear of a boat) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) The propeller on the outboard motor was bent from hitting a stone. |
πυραυλοκινητήραςnoun (engine of a spacecraft) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σερβοκινητήραςnoun (auxiliary motor) (βοηθητική μηχανή) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του motor στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του motor
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.