Τι σημαίνει το moment στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης moment στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του moment στο Αγγλικά.

Η λέξη moment στο Αγγλικά σημαίνει στιγμή, στιγμή, στιγμή, σημασία, σπουδαιότητα, στιγμή, ροπή, ροπή αδρανείας, όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, πολύ σύντομα, όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, από λεπτό σε λεπτό, εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή, αυτή τη στιγμή, αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα, αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα, ροπή κάμψης, κρίσιμο σημείο, απόγειο της δόξας, αποφασιστική στιγμή, καθοριστική στιγμή, για μία στγμή, για την ώρα, προς το παρόν, από εκείνη την στιγμή και μετά, από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα, ξεχνάω, σε λιγάκι, πάνω στην ένταση της στιγμής, προσεκτικός, τη στιγμή, η ώρα της αλήθειας, η ώρα της αλήθειας, τελευταία στιγμή, αυθόρμητα, στιγμή περηφάνειας, αυθόρμητος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης moment

στιγμή

noun (point in time)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Where were you at the moment that you heard that Kennedy had been shot?
Πού ήσασταν τη στιγμή που ακούσατε ότι πυροβολήθηκε ο Κένεντι;

στιγμή

noun (present time)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I am not available at the moment; please call back later.
Προς το παρόν δεν είμαι διαθέσιμος. Παρακαλώ καλέστε αργότερα.

στιγμή

noun (short period of time) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
I was only in there for a moment, leaving the shop a few seconds after going in.
Έμεινα εκεί μέσα μόνο για μια στιγμή, έφυγα από το κατάστημα λίγα δευτερόλεπτα αφού μπήκα.

σημασία, σπουδαιότητα

noun (uncountable, formal (importance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
This new building is of great moment, and will change people's ideas about design.
Το νέο κτήριο είναι μια μεγάλης σπουδαιότητας και θα αλλάξει την αντίληψη του κόσμου σχετικά με το σχεδιασμό.

στιγμή

noun (time of excellence)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His greatest moment was when he organized the charity for the homeless.
Η πιο σημαντική στιγμή του ήταν όταν διοργάνωσε τη φιλανθρωπική εκδήλωση για τους άστεγους.

ροπή

noun (physics: motion producing tendency)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

ροπή αδρανείας

noun (mathematics: shape of points)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, πολύ σύντομα

adverb (informal (without warning)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The old house looked like it could collapse any minute. Bill should arrive any moment to give us a ride to the airport.

όπου νά 'ναι, από στιγμή σε στιγμή, από λεπτό σε λεπτό

expression (without warning)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
The city is built across a fault line, so an earthquake could strike at any minute.
Από στιγμή σε στιγμή θα φτάσει ο Μπιλ για να μας πάει στο αεροδρόμιο.

εκείνη τη δεδομένη χρονική στιγμή

adverb (at a specified instant in the past)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
At that moment I realized that she truly loved me.

αυτή τη στιγμή

adverb (now)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
I'm busy at the moment, but we can talk later.
Είμαι απασχολημένος τώρα, αλλά μπορούμε να μιλήσουμε αργότερα.

αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα

expression (now)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I am having my lunch at this moment.

αυτή την περίοδο, αυτή την χρονική στιγμή, τώρα

expression (now, at present)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I am not studying English at this moment in time.

ροπή κάμψης

(physics)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κρίσιμο σημείο

noun (vitally important point in time)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The referee's decision to award a penalty was a critical moment in the game.

απόγειο της δόξας

noun (most glorious moment)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Receiving his eighth gold medal was the crowning moment of his life.

αποφασιστική στιγμή

noun (moment of crucial importance)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
We have reached the decisive moment in the peace talks.

καθοριστική στιγμή

noun (key point in time)

για μία στγμή

adverb (for a very short time)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
I almost believed you for a moment then!

για την ώρα, προς το παρόν

adverb (for now) (τώρα)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Well, I think we're OK for the moment.

από εκείνη την στιγμή και μετά

adverb (starting from that point)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
She kissed him, and from that moment on he knew she would some day be his wife.

από εδώ και στο εξής, από εδώ και πέρα

expression (starting from this point)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
From this moment on I will think before I act.

ξεχνάω

verbal expression (informal (be forgetful, confused)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σε λιγάκι

adverb (a short while from now)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Just wait a second, I'll be there in a moment.

πάνω στην ένταση της στιγμής

expression (in anger, passion)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The couple lost all common sense in the heat of the moment.

προσεκτικός

adjective (mindful)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

τη στιγμή

adverb (without thought of past or future) (ζω, χαίρομαι)

Buddhism teaches that we should learn to live in the moment and not be overcome by regrets or desires.

η ώρα της αλήθειας

noun (revelation)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
I had a moment of truth when I realised he had been deceiving me.

η ώρα της αλήθειας

noun (when [sth] is shown to be success or failure)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Now is the moment of truth when we will find out whether this aeroplane will fly or not.

τελευταία στιγμή

adverb (with little warning)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Her appointment was cancelled on short notice. I'm sorry to ask you on such short notice, but I only found out about this yesterday.

αυθόρμητα

expression (spontaneously)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
We decided to go to Las Vegas on the spur of the moment.
Μας τη βάρεσε και πήγαμε στο Λας Βέγκας.

στιγμή περηφάνειας

noun (moment when pride is felt)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
It was a proud moment for them when their son received his degree.

αυθόρμητος

noun as adjective (decision, etc.: spontaneous)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Leanne and Steve hadn't planned to get married that day; it was a spur-of-the-moment decision.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του moment στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του moment

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.