Τι σημαίνει το mismo στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης mismo στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του mismo στο ισπανικά.
Η λέξη mismo στο ισπανικά σημαίνει ο ίδιος, ένα και το αυτό, εαυτός, ίδιος, απαράλλαχτος, συγκεκριμένος, ίσος, ένας, το ίδιο με, ομοφυλόφιλος, που υποτιμά τον εαυτό του, αυτολύπηση, στο ίδιο, με δική μου πρωτοβουλία, αυτοέλεγχος, κατασκευές, η πρακτική να αφήνεις ένα βιβλίο σε δημόσιο χώρο ώστε να το βρουν και να το διαβάσουν άλλοι, αυτοσαρκασμός, αυτοανάλυση, αυτοαξιολόγηση, τον εαυτό του, τον εαυτό σου, τα βγάζω πέρα μόνος μου, πιάνω τον εαυτό μου να κάνει κτ, καταπνίγω, καταπιέζω, καταπίνω, αυτοπειθαρχία, αυτοσυγκράτηση, τον εαυτό του, Ακριβώς!, μονόλογος, μαζί με, ισοδυναμώ με, και, δεν κάνει καμία διαφορά, σίγουρος, -, ίδιος, ολόιδιος, πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος, όλα το ίδιο, σχεδόν ίδιος, πανάρχαιος, που έχει αυτοπεποίθηση, που έχει αυτοπεποίθηση, που έχει αυτεπίγνωση, που έχει αυτοεπίγνωση, λυπάμαι τον εαυτό μου, χωρίς οδηγό, ταυτόχρονα, με το ίδιο νόμισμα, ταυτόχρονα, αμέσως, άμεσα, αυτή τη στιγμή, την ίδια στιγμή, την ίδια ώρα, από μόνο του, παρομοίως, επί τόπου, στην ίδια κατηγορία, στο ίδιο πνεύμα, στο ίδιο ύφος, επ'αυτοφώρω, επί τόπου, τώρα, ακριβώς τώρα, άμεσα, αμέσως, αμέσως μετά, αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα, αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώρα, συμφωνία, αμέσως, άμεσα, το ίδιο μου κάνει, με τον ίδιο τρόπο, με τον ίδιο τρόπο που, στο πνεύμα του, με το ύφος του, Άντε πάλι!, στην ίδια θέση, το ίδιο ισχύει για, στον εαυτό σου να είσαι αληθινός, και εγώ το ίδιο, αυτοπεποίθηση, άλογο που βρίσκεται στον ίδιο στάβλο, ο διάβολος προσωποποιημένος, γάμος ομοφυλοφίλων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης mismo
ο ίδιοςadjetivo Ella escogió lo mismo que yo. Διάλεξε το ίδιο με μένα. |
ένα και το αυτόadjetivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Al final de la historia, el chico y su gemelo resultaron ser la misma persona. |
εαυτόςadjetivo (ταυτότητα) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Ella ha vuelto a ser la misma de antes. Είναι πάλι ο παλιός εαυτός της. |
ίδιος, απαράλλαχτοςadjetivo (άτομο: δεν άλλαξε από τη φήμη) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συγκεκριμένοςadjetivo (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Fue ese mismo día que él le propuso matrimonio. Της έκανε πρόταση γάμου εκείνη ακριβώς την ημέρα. |
ίσος(ίδιος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Hay una cantidad igual de canicas en cada frasco. Σε κάθε βάζο υπάρχει ίσος αριθμός βώλων. |
ένας
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Debería haber una única ley para todos en el territorio. Θα έπρεπε να υπάρχει μια νομοθεσία για όλους στη χώρα. |
το ίδιο με
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ομοφυλόφιλος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El matrimonio gay es un asunto polémico en todas partes. |
που υποτιμά τον εαυτό του
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
αυτολύπηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
στο ίδιο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
με δική μου πρωτοβουλία
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Según su confesión, él no estaba allí aquella noche. |
αυτοέλεγχος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
κατασκευές(στο σπίτι) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) El problema con el bricolaje es que la gente suele cometer errores y después necesita contratar a un profesional. |
η πρακτική να αφήνεις ένα βιβλίο σε δημόσιο χώρο ώστε να το βρουν και να το διαβάσουν άλλοι(voz inglesa) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αυτοσαρκασμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
αυτοανάλυση, αυτοαξιολόγηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τον εαυτό του
(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.) Se bañó en la tina. |
τον εαυτό σου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τα βγάζω πέρα μόνος μου
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Julian se independizó a los 18 y se las arregló. |
πιάνω τον εαυτό μου να κάνει κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ella se encuentra constantemente pensando en el chico de su clase de inglés. |
καταπνίγω, καταπιέζω, καταπίνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No te reprimas, y llora cuanto quieras. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν είναι συναισθηματικά και σωματικά υγιές το να καταπνίγει κανείς τα αισθήματά του. |
αυτοπειθαρχία, αυτοσυγκράτηση(μόνο ενικός) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Wendy demostró una gran autodisciplina al resistirse a ese pastel de chocolate. Η Γουέντυ αντιστάθηκε σ' αυτό το σοκολατένιο κέικ επιδεικνύοντας μεγάλη αυτοσυγκράτηση. |
τον εαυτό του(άντρας) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Nadie puede considerarse perfecto. |
Ακριβώς!
"¿Quieres decir que esta es nuestra nueva casa?" "¡Exacto!". «Εννοείς πως αυτό είναι το νέο σπίτι μας;» «Ακριβώς!» |
μονόλογος
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
μαζί με
Katie va a ir con Nora. Η Κέιτι θα πάει μαζί με τη Νόρα. |
ισοδυναμώ με(είμαι το ίδιο με) Tanto la difamación oral como la escrita equivalen a lo mismo. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα θύματα του σεισμού ανέρχονται στις πέντε χιλιάδες. |
και(συνάμα) (σύνδεσμος: Συνδέει λέξεις ή προτάσεις μεταξύ τους, π.χ. και, ή, ότι, ενώ κλπ.) Esto te hará sentir caliente y cómodo. |
δεν κάνει καμία διαφορά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Puedo ir a la fiesta o quedarme en casa, me es indiferente. |
σίγουρος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) La actitud llena de confianza del líder tranquilizó a la gente. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο σίγουρος τρόπος του αρχηγού καθησύχασε τον κόσμο. |
-locución preposicional (Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Uno da lo mejor de sí mismo. Ο καθένας κάνει ό,τι καλύτερο μπορεί. |
ίδιος, ολόιδιοςlocución adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πάνω-κάτω ο ίδιος, περίπου ο ίδιος
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Usaré un procedimiento muy parecido al que usó George para hacer estos cambios. |
όλα το ίδιοadjetivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) No importa qué camino elijas, es lo mismo. Όποιο δρόμο και να διαλέξεις, όλοι το ίδιο είναι. |
σχεδόν ίδιοςlocución adjetiva El profesor se dio cuenta de que los trabajos de los dos estudiantes eran casi iguales y los reprobó a los dos. |
πανάρχαιοςexpresión (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Los nativos afirmaban que los espíritus de ese lugar eran viejos como el tiempo mismo. |
που έχει αυτοπεποίθησηlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
που έχει αυτοπεποίθησηlocución adjetiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Janice no está segura de sí misma como para pedir un aumento. |
που έχει αυτεπίγνωση, που έχει αυτοεπίγνωσηlocución adjetiva (πιο επιστημονικός όρος) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
λυπάμαι τον εαυτό μουlocución verbal (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
χωρίς οδηγό
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ταυτόχρονα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Está haciendo un especial de televisión y actuando en una obra al mismo tiempo. Εμφανίζεται ταυτόχρονα στην τηλεόραση και στο θέατρο. |
με το ίδιο νόμισμαlocución adverbial (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) El Manchester United hizo un gol al minuto dos, antes de que el Liverpool respondiera del mismo modo a los cuatro minutos. |
ταυτόχρονα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) El Primer Ministro niega el cambio climático, y al mismo tiempo aboga por el impuesto al carbono. |
αμέσως, άμεσα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Me ordenó que lo hiciera de inmediato porque no podía esperar. Με πρόσταξε να το κάνω αμέσως επειδή δεν μπορούσε να περιμένει. |
αυτή τη στιγμήlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) ¡Ven aquí ahora mismo! |
την ίδια στιγμή, την ίδια ώραlocución adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Fue una suerte que llegáramos ambos al mismo tiempo. Ήταν ευχής έργο που φτάσαμε και οι δύο την ίδια ώρα. |
από μόνο τουlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) La moradura se marchará por sí misma. Η μελανιά θα φύγει από μόνη της. |
παρομοίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Yo creía que sus ideas eran estúpidas y de la misma manera ella creía que las mías eran idiotas. |
επί τόπουlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Me gusta ver las flores silvestres allí mismo más que en un florero adentro de una casa. |
στην ίδια κατηγορία
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Los vencejos son aves que están en la misma categoría que la martineta y la golondrina. Τα πετροχελίδονα είναι πουλιά που ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τα χελιδόνια και τις μαυροσταχτάρες. Είναι σαν να συγκρίνεις τα μήλα με τα πορτοκάλια, δεν ανήκουν ούτε καν στην ίδια κατηγορία. |
στο ίδιο πνεύμα, στο ίδιο ύφος
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Empezó a hablar de política y continuó con cosas por el estilo durante dos horas enteras. Άρχισε να μιλάει για την πολιτική και συνέχισε στο ίδιο πνεύμα για δύο ολόκληρες ώρες. Η αίσθηση του χιούμορ μου είναι στο ίδιο πνεύμα (or: στο ίδιο ύφος) με το δικό σου: και οι δύο γελάμε με τα ίδια αστεία. |
επ'αυτοφώρω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Agarré a mi perro en el preciso momento en que se estaba comiendo el bife que había comprado para cenar. |
επί τόπουadverbio (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Mi médico tiene un laboratorio de rayos X allí mismo. |
τώρα, ακριβώς τώραlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) ¡Harás tu tarea ahora mismo! Θα κάνεις τα μαθήματά σου τώρα! |
άμεσα, αμέσως, αμέσως μετάadverbio (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Voy a enviar esa encomienda ya mismo, para asegurarme de que llegue a tiempo. |
αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώραlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
αυτή την στιγμή, άμεσα, αμέσως, τώραlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Necesito una respuesta ahora mismo. |
συμφωνίαlocución verbal (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Mis padres no siempre son del mismo parecer en política. |
αμέσως, άμεσαlocución adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Sal de la discoteca y vuelve a casa ahora mismo. |
το ίδιο μου κάνει
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Te puedes quedar o irte, a mí me da igual. |
με τον ίδιο τρόπο
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Nunca cocina este platillo del mismo modo, por lo que es diferente cada vez. Ποτέ δεν μαγειρεύει αυτό το πιάτο με τον ίδιο τρόπο, οπότε κάθε φορά είναι αλλιώτικο. |
με τον ίδιο τρόπο που
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Προσπάθησα να ζωγραφίσω τα ηλιοτρόπια με τον ίδιο τρόπο που τα έκανε ο Βαν Γκογκ. |
στο πνεύμα του, με το ύφος τουlocución conjuntiva (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sus pinturas son del mismo estilo que las de Van Gogh. |
Άντε πάλι!expresión (coloquial) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Cuando Mike empezó a contar sus historias de fútbol, su esposa dijo "¡y dale con los mismo!" |
στην ίδια θέσηlocución adverbial (figurado) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
το ίδιο ισχύει γιαlocución adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στον εαυτό σου να είσαι αληθινόςexpresión (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
και εγώ το ίδιο
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Tengo sed" "Yo igual". |
αυτοπεποίθηση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La confianza del hombre de negocios lo ayudó a triunfar. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η αυτοπεποίθησή του τον βοήθησε να πετύχει. |
άλογο που βρίσκεται στον ίδιο στάβλο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ο διάβολος προσωποποιημένος(figurado) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mucha gente considera que Hitler es el mismo Diablo. Πολλοί άνθρωποι θεωρούν πως ο Χίτλερ ήταν ο διάβολος προσωποποιημένος. |
γάμος ομοφυλοφίλων
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El senado del Estado está votando si legalizar el matrimonio homosexual. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του mismo στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του mismo
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.