Τι σημαίνει το merda στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης merda στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του merda στο πορτογαλικά.

Η λέξη merda στο πορτογαλικά σημαίνει γαμώτο!, γαμώτο, χάλια, σκ*τα, σκατ*, μαλακία, πράμα, σκατά, χάλια, να πάρει!, μαλακίες, σκατά, σκουπίδι, περιττώματα, κουράδας, ανοησίες, βλακείες, χαζομάρες, μαλακίες, αποτυχημένος, μαλακία, Να πάρει!, Να πάρει ο διάολος!, άντε γαμήσου, άντε και γαμήσου, άι γαμήσου, άθλιος, ελεεινός, όχι ρε γαμώτο, όχι ρε πούστη, Να μου!, γάμα με!, γάμα μας!, γαμώτο, γαμώτο, Τι στο διάολο;, Τι στο διάβολο;, Ο Χριστός κι η Παναγία!, Παναγιά μου!, σκατά, τρολάρισμα, τρολάρω, τα θαλασσώνω, τη λέω σε κπ, που γαμήθηκε, τι στο διάολο, τι στον κόρακα, τι στον διάβολο, τι στο διάολο, τι στον κόρακα, σκ@το-, σκατά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης merda

γαμώτο!

interjeição (vulgar, expressão de raiva) (καθομιλουμένη, υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Meu pai diz "Merda!" quando se machuca.
Ο μπαμπάς μου φωνάζει «Γαμώτο!» όταν χτυπάει.

γαμώτο

(vulgar, surpresa) (καθομιλουμένη, υβριστικό)

Oh, merda! Desculpa por ter derramado minha cerveja em você!
Όχι, ρε γαμώτο! Συγγνώμη που έχυσα την μπύρα μου πάνω σου.

χάλια

adjetivo (vulgar)

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Ele tinha um trabalho de merda que não pagava nada. Ela estava tocando numa banda indie de merda.
Έκανε μια σκατοδουλειά με πολύ μικρό μισθό.

σκ*τα, σκατ*

substantivo feminino (vulgar, coisa inútil)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Este computador é uma merda. Vive estragando.

μαλακία

substantivo feminino (coisas ruins) (προσβλητικό)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Está acontecendo merda o dia todo!

πράμα

substantivo feminino (vulgar, droga) (αργκό)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Me dá um pouco mais dessa merda, cara!

σκατά

(vulgar) (καθομιλουμένη, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Pisei na merda.
Πάτησα σκατά.

χάλια

(άκλιτο επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.κυριλέ ντύσιμο, γκρι μαλλιά κλπ, και δεν αλλάζει ανάλογα με το γένος. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Parece que está horrível lá fora.

να πάρει!

(vulgar) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
"Mas que merda!", eu gritei quando a bola escorregou dos meus dedos outra vez.

μαλακίες

(figurado, vulgar) (υβριστικό)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Se ele continuar falando merda, vou simplesmente ignorá-lo.
Αν συνεχίσει να λέει μαλακίες (or: παπαριές), απλώς θα τον αγνοήσω.

σκατά

(BRA, informal) (ως επιφώνημα)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

σκουπίδι

(figurado, informal) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Esse filme era um lixo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η ταινία ήταν για τα μπάζα.

περιττώματα

(ζώων)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

κουράδας

(pejorativo) (μεταφορικά, προσβλητικό)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Αυτοί εδώ οι κοπρίτες δε μας αφήνουν να παρκάρουμε ούτε για 10 λεπτά.

ανοησίες, βλακείες, χαζομάρες

(informal) (καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Pare de falar bobagem!
Σταμάτα να λες ανοησίες (or: χαζομάρες)!

μαλακίες

(χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Eu já aguentei o bastante desta droga.
Αρκετά ανέχτηκα αυτές τις μαλακίες!

αποτυχημένος

(κάνει λάθη)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Meu irmão é um bosta mesmo, nunca faz nada direito.
Ο αδερφός μου είναι εντελώς αποτυχημένος. Δεν κάνει ποτέ τίποτα σωστά.

μαλακία

(υβριστικό: λάθος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A viagem já começou uma bosta.

Να πάρει!, Να πάρει ο διάολος!

(καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Droga! Esqueci minhas chaves!
Να πάρει! Ξέχασα τα κλειδιά μου.

άντε γαμήσου, άντε και γαμήσου, άι γαμήσου

(vulgar, ofensivo) (χυδαίο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

άθλιος, ελεεινός

locução adjetiva (gíria, vulgar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

όχι ρε γαμώτο, όχι ρε πούστη

interjeição (vulgar)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Να μου!

expressão verbal (gíria, ofensivo)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γάμα με!, γάμα μας!

interjeição (vulgar, ofensivo) (μτφ, χυδαίο: έκπληξη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puta merda! Essa comida é apimentada demais!

γαμώτο

(υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

γαμώτο

interjeição (vulgar) (καθομ, υβριστικό)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

Τι στο διάολο;, Τι στο διάβολο;

(vulgar, ofensivo) (υβριστικό, καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Julie viu o estrago no seu carro novinho em folha e exclamou, "Que porra é essa?"

Ο Χριστός κι η Παναγία!, Παναγιά μου!

interjeição (gíria) (έκπληξη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

σκατά

substantivo feminino (vulgar) (χυδαίο)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

τρολάρισμα

expressão verbal (ofensivo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

τρολάρω

expressão (ofensivo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

τα θαλασσώνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τη λέω σε κπ

locução verbal (vulgar) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Sempre que eu preciso de algo, você me manda à merda.

που γαμήθηκε

(inapropriado) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Isso foi uma coisa totalmente errada.
Αυτό που έκανες ήταν και πολύ μαλακία.

τι στο διάολο, τι στον κόρακα

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)

τι στον διάβολο

(BRA, informal, vulgar) (υβριστικό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
«Τι στον διάβολο;» είπε ο Ευγένιος κοιτώντας τις οδηγίες και ξύνοντας το κεφάλι του.

τι στο διάολο, τι στον κόρακα

(gíria, potencialmente ofensiva: o quê)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Não sei que droga aconteceu aqui, mas você tem muita coisa pra explicar!
Δεν ξέρω τι στον κόρακα (or: τι στο διάολο) συμβαίνει εδώ αλλά έχετε να δώσετε εξηγήσεις!

σκ@το-

locução adjetiva (gíria, vulgar) (γραπτός λόγος, διαδίκτυο)

σκατά

(figurado, vulgar) (χυδαίο, αργκό)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Pode ser uma bosta de explicação, mas é a explicação oficial.
Μπορεί να είναι σκατά εξήγηση, αλλά αυτή είναι η επίσημη εξήγηση.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του merda στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.