Τι σημαίνει το me στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης me στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του me στο Γαλλικά.

Η λέξη me στο Γαλλικά σημαίνει ο εαυτός μου, με, μου, ως άνθρωπος, ως χαρακτήρας, ως προσωπικότητα, εφεδρικός, όσον αφορά εμένα, κατά βούληση, από εδώ, δεν έχει σημασία, πιστεύω, νομίζω, θεωρώ, Λαμβάνεις;, μου φαίνεται, χαίρομαι που σε βλέπω, κατά τη γνώμη μου, κατ' εμέ, κοίτα τη δουλειά σου, πάνω από το πτώμα μου, με συγχωρείς για τα γαλλικά, σόρρυ κιόλας για τα γαλλικά, σκασίλα μου!, ραγίζει η καρδιά μου, στο υπογράφω, γάμα το, δεν κρατιέμαι, δεν έχω πρόβλημα, δεν με νοιάζει, μου αρέσει, μου αρέσεις, νομίζω, θα μου λείψεις, μου λείπεις, δεν έχω αντίρρηση, καλό μου ακούγεται, καλό μου φαίνεται, καλό ακούγεται, καλό φαίνεται, τι με νοιάζει εμένα;, Μου λείπεις, δεν έχω πρόβλημα, έλα μαζί μου, Έχω δίκιο;, κόλλα το, όσο ζω μαθαίνω, περιττό να πω, εκδικούμαι, πατρονάρω, νομίζω, όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου, δεν χρειάζεται να πεις τίποτα άλλο, Σώπα!, Άσε ρε!, Άντε ρε!, Έλα!, δεν με πειράζει, δεν έχω πρόβλημα, σύγχυση, νομίζω, καταπλήσσω, εκπλήσσω, εκδικούμαι κπ για κτ, κόψιμο, κάνω κπ να αρχίσει να μιλάει για κτ, αναρωτιέμαι, αναρωτιέμαι, αν θυμάμαι καλά, παραδίνομαι, ξεπερνώ, περνώ, θυμάμαι από που ξέρω κπ/κτ, αναγνωρίζω την αξία κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης me

ο εαυτός μου

pronom (réfléchi)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Je me suis dit que je devais essayer de terminer le travail.
Είπα στον εαυτό μου ότι θα προσπαθήσω να τελειώσω τη δουλειά.

με

(objet direct)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Pourriez-vous m'aider ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όταν τελειώσεις με τον αδερφό μου, έλα να βοηθήσεις και εμένα.

μου

(objet indirect)

(αντωνυμία: Δηλώνει ουσιαστικό ή επίθετο το οποίο δεν αναφέρεται, π.χ. εγώ, εσύ, αυτός/αυτή/αυτό κλπ.)
Je coudrais que tu me prêtes un peu d'argent.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Όποιος δανείσει χρήματα σε μένα, μπορεί να είναι σίγουρος ότι θα τα πάρει πίσω.

ως άνθρωπος, ως χαρακτήρας, ως προσωπικότητα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Η Αν συμπαθεί την Τζούλη ως άνθρωπο, αλλά το βρίσκει δύσκολο να εργάζεται μαζί της.

εφεδρικός

(en plus)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
J'ai besoin d'un pneu de rechange pour le tracteur.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πάρε μαζί σου μια επιπλέον μπαταρία για το κινητό.

όσον αφορά εμένα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mon mari part au travail. Quant à moi, je vais rester à la maison m'occuper du bébé.
Ο σύζυγός μου πηγαίνει στη δουλειά. Όσον αφορά εμένα, θα μείνω σπίτι και θα φροντίζω το μωρό.

κατά βούληση

locution adverbiale

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Elle agit comme bon lui semble

από εδώ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Une table pour deux ? Si vous voulez bien me suivre, monsieur.

δεν έχει σημασία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πιστεύω, νομίζω, θεωρώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je crois (or: pense) qu'il est très intelligent.

Λαμβάνεις;

(Communication radio)

μου φαίνεται

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

χαίρομαι που σε βλέπω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κατά τη γνώμη μου, κατ' εμέ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κοίτα τη δουλειά σου

(assez familier) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πάνω από το πτώμα μου

interjection (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pour obtenir la garde des enfants, il faudra me marcher sur le corps.

με συγχωρείς για τα γαλλικά, σόρρυ κιόλας για τα γαλλικά

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ce type est une vraie ordure, si vous me passez l'expression.

σκασίλα μου!

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Si tu veux gâcher ta vie en quittant l'école, je m'en fiche.
Θες να παρατήσεις το σχολείο και να καταστρέψεις τη ζωή σου; Σκασίλα μου!

ραγίζει η καρδιά μου

(familier, ironique) (μεταφορικά: με κάτι, για κάτι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
- En ce moment, je dois payer une fortune en impôts sur le revenu, dit Théo. - Oh, mon pauvre !, répondit son frère.

στο υπογράφω

(μεταφορικά, καθομ)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

γάμα το

interjection (vulgaire) (χυδαίο)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Fait chier, je pige que dalle à cette question !

δεν κρατιέμαι

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
– À cette heure-ci la semaine prochaine, nous serons en vacances. – J'ai hâte !
«Την ερχόμενη βδομάδα, τέτοια ώρα θα είμαστε διακοπές». «Δεν κρατιέμαι!»

δεν έχω πρόβλημα, δεν με νοιάζει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
«Μπορούμε να πάμε σινεμά ή για μπόουλινγκ με δέκα κορίνες. Τι προτιμάς να κάνουμε;» «Δεν έχω πρόβλημα (or: δεν με νοιάζει).»

μου αρέσει

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Quelle jolie robe ! J'adore !

μου αρέσεις

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Je t'aime bien. Tu m'as l'air d'être sympa.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μου αρέσεις αρκετά αλλά δεν σ' αγαπάω. Μου αρέσεις. Φαίνεσαι πολύ καλός άνθρωπος.

νομίζω

interjection

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
« Vient-il avec nous ? » « Il me semble, mais laissez-moi l'appeler pour confirmer. »

θα μου λείψεις

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Au revoir, mon fils. Tu vas me manquer.

μου λείπεις

interjection

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Tu me manques tellement, ma chérie.

δεν έχω αντίρρηση

interjection

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
« Je peux partir ? » « Oui, ça me va. »

καλό μου ακούγεται, καλό μου φαίνεται, καλό ακούγεται, καλό φαίνεται

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
– Tu veux qu'on se retrouve devant le cinéma ? – Parfait. À quelle heure ?

τι με νοιάζει εμένα;

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Μου λείπεις

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu me manques, ma chérie. Rentre vite.
Μου λείπεις αγάπη μου. Γύρνα γρήγορα σπίτι.

δεν έχω πρόβλημα

έλα μαζί μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Έχω δίκιο;

(familier)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κόλλα το

(καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Τα πήγες σπουδαία στο γήπεδο! Κόλλα το!

όσο ζω μαθαίνω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

περιττό να πω

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκδικούμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Après le mauvais tour que Sam lui avait joué, Derek était bien décidé à prendre sa revanche.

πατρονάρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Henry se croit au-dessus d'Imogen ; il la traite toujours avec condescendance.

νομίζω

verbe impersonnel

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ce mot est vieilli, il me semble.

όσον με αφορά, κατά την γνώμη μου

adverbe

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pour ma part, je ne veux plus jamais manger un autre steak d'alligator frit.
Όσον με αφορά, δεν θέλω να φάω τηγανητή μπριζόλα αλιγάτορα ποτέ ξανά.

δεν χρειάζεται να πεις τίποτα άλλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
- Jake et Anthea ont tous les deux disparu à l'étage. - Je vois ce que tu veux dire !

Σώπα!, Άσε ρε!, Άντε ρε!, Έλα!

(familier) (καθομιλουμένη)

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
Tu as eu ce T-shirt pour 10 $ ? Tu me charries, là !

δεν με πειράζει, δεν έχω πρόβλημα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Δεν με πειράζει να κάτσεις δίπλα μου.

σύγχυση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Après l'excitation de la cérémonie de remise des prix, la tête me tournait.
Μετά τον ενθουσιασμό που ένιωσα στην τελετή απονομής των βραβείων, βρέθηκα σε σύγχυση.

νομίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ce mot est vieilli, il me semble.

καταπλήσσω, εκπλήσσω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La gentillesse de mes collègues après mon accident de voiture m'a vraiment étonné (or: stupéfié).

εκδικούμαι κπ για κτ

Pilar a fait des projets pour prendre sa revanche sur sa sœur (or: pour rendre la pareille à sa sœur) qui n'avait pas tenu sa promesse.

κόψιμο

nom féminin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mes cheveux commencent à être trop longs : j'ai besoin d'une bonne coupe !
Τα μαλλιά μου έχουν παραμακρύνει· χρειάζονται κούρεμα.

κάνω κπ να αρχίσει να μιλάει για κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
L'article de journal a lancé Tony sur le sujet des prix de l'immobilier.
Το άρθρο στην εφημερίδα έκανε τον Τόνι να αρχίσει να μιλάει για τις τιμές των κατοικιών.

αναρωτιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je me demandais si tu aimerais m'accompagner au musée samedi.

αναρωτιέμαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Est-ce que Kevin et toi avez l'intention de vous marier ? Juste pour savoir.

αν θυμάμαι καλά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

παραδίνομαι

(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.)
« Je me rends ! » a crié le jeune garçon, et son frère l'a relâché.

ξεπερνώ, περνώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Je parie qu'on va arriver avant vous ! On roule beaucoup plus vite.

θυμάμαι από που ξέρω κπ/κτ

verbe transitif (une personne)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Mais si ! Jean-Claude Boudinou, Courchevel 2003 ! Tu me resitues ?

αναγνωρίζω την αξία κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Δεν είμαι τόσο χαζός! Αναγνώρισε λίγο την αξία μου!

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του me στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του me

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.