Τι σημαίνει το lettré στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης lettré στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lettré στο Γαλλικά.
Η λέξη lettré στο Γαλλικά σημαίνει γράμμα, γράμμα, εγγράμματος, γραμματισμένος, μορφωμένος, επιστολή, άνθρωπος των γραμμάτων, εγγράμματος, επιστολή, γραμμάτιο, δείκτης, σημείωμα, επιταγή, λέξη προς λέξημ αυτολεξεί, επί λέξει, το γράμμα του νόμου, χαρτί με κεφαλίδα, επιστολόχαρτο με κεφαλίδα, ενημερωτικό δελτίο, φορτωτική, λίστα επιθυμιών, συναλλαγματική, συνοδευτική επιστολή, πρότυπη επιστολή, κυριολεκτικό/ακριβές νόημα, ερωτικό γράμμα, ανοιχτή επιστολή, προσωπική αλληλογραφία, ειδοποιητήριο απόλυσης, επιστολή μίσους, επιστολή αποδοχής, επιστολή παραπόνων, επιστολή έγκρισης, ερωτικό γράμμα, πιστωτική επιστολή, έγγραφο ανάθεσης εκτέλεσης διαθήκης, έγγραφο ανάθεσης διαχείρισης κληρονομιάς, συστατική επιστολή, σημείωμα αυτοκτονίας, αυτοκτονικό σημείωμα, μήνυμα αυτοκτονίας, ευχαριστήριο σημείωμα, ο πιο σημαντικός, ο πιο σπουδαίος, κεφαλαίο γράμμα, μηνύματα μίσους, κεφαλαία, γράφω γράμμα, τηρούμαι, κλείνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, κατά γράμμα, κυριολεκτικά, παραίτηση, εκδήλωση αγάπης, επιστολή αποδοχής, δήλωση σκοπού, κλείνω, ολοκληρώνω, τελειώνω, φορτωτική, συστημένο με απόδειξη παραλαβής, εκρηκτικός μηχανισμός μέσα σε επιστολή, αυτοπεριγραφική έκθεση, κεφαλαία χειρόγραφα γράμματα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης lettré
γράμμαnom féminin (alphabet) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) La lettre C est la troisième lettre de l'alphabet. Το Γ είναι το τρίτο γράμμα της αλφαβήτου. |
γράμμα(correspondance) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'ai reçu une lettre de ma mère hier. Έλαβα μια επιστολή από τη μητέρα μου χθες. |
εγγράμματος, γραμματισμένος(μπορεί να διαβάσει και να γράψει) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Il n'y a que très peu d'emplois pour des travailleurs qui ne savent ni lire ni écrire. Υπάρχουν πολύ λίγες δουλειές για εργάτες που δεν είναι εγγράμματοι. |
μορφωμένος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επιστολή
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
άνθρωπος των γραμμάτωνnom masculin (φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.) Pour Voltaire, il y a de bons et de mauvais lettrés. |
εγγράμματοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
επιστολήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
γραμμάτιο(effet de commerce) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Par manque de trésorerie, il dû émettre un billet à ordre. |
δείκτης(Typo., Maths) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
σημείωμαnom féminin (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
επιταγή(Finance) (τραπεζική συναλλαγή) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Croyez-vous pouvoir me faire parvenir une traite bancaire ? Μήπως μπορείς να μου στείλεις μια τραπεζική επιταγή; |
λέξη προς λέξημ αυτολεξεί, επί λέξειadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
το γράμμα του νόμου(soutenu) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
χαρτί με κεφαλίδα, επιστολόχαρτο με κεφαλίδα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La secrétaire a commandé une autre boîte de lettre à en-tête auprès de l'imprimeur. |
ενημερωτικό δελτίο
Dan s'est inscrit au bulletin d'information du club sans le faire exprès. |
φορτωτικήnom féminin (έγγραφο) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) La feuille de route contient des informations relatives au poids et à l'emballage des marchandises |
λίστα επιθυμιών
(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
συναλλαγματικήnom féminin L'exportateur a envoyé une lettre de change pour la valeur des biens. |
συνοδευτική επιστολή
Για να κάνετε αίτηση για τη θέση, παρακαλώ αποστείλετε το βιογραφικό σας και μια συνοδευτική επιστολή. |
πρότυπη επιστολήnom féminin Les logiciels de traitement de texte sont utiles pour produire des lettres types. |
κυριολεκτικό/ακριβές νόημαadverbe (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ερωτικό γράμμαnom féminin (κυριολεκτικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Pendant son absence, il lui a écrit une lettre d'amour à tous les jours. |
ανοιχτή επιστολήnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσωπική αλληλογραφίαnom féminin La starlette aimait recevoir des lettres personnelles de ses nombreux fans. À l'ère de l'email et des textos, la lettre personnelle risque de devenir obsolète. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι δυνατόν να διάβασες την προσωπική μου αλληλογραφία; |
ειδοποιητήριο απόλυσης
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) J'ai travaillé dur des années, mais aujourd'hui ils m'ont donné ma lettre de licenciement. |
επιστολή μίσουςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
επιστολή αποδοχήςnom féminin (εργασία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιστολή παραπόνωνnom féminin (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
επιστολή έγκρισηςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
ερωτικό γράμμα
|
πιστωτική επιστολήnom féminin (οικονομία) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
έγγραφο ανάθεσης εκτέλεσης διαθήκηςnom féminin (νομική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έγγραφο ανάθεσης διαχείρισης κληρονομιάςnom féminin (νομική) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
συστατική επιστολήnom féminin Quand mon ancienne assistante a postulé pour un meilleur travail, elle m'a demandé une lettre de recommandation. |
σημείωμα αυτοκτονίας, αυτοκτονικό σημείωμα, μήνυμα αυτοκτονίαςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ευχαριστήριο σημείωμαnom féminin N'oublie pas de lui envoyer une lettre de remerciement. |
ο πιο σημαντικός, ο πιο σπουδαίοςlocution adjectivale (populaire) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Martine m'a dit qu'elle n'a encore jamais rencontré l'Amour avec un grand A. |
κεφαλαίο γράμμα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μηνύματα μίσουςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
κεφαλαίαnom féminin |
γράφω γράμμαlocution verbale (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τηρούμαιlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
κλείνω, ολοκληρώνω, τελειώνωlocution verbale (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Debbie a terminé sa lettre en disant à Ian à quel point il lui manquait. Η Ντέμπι έκλεισε λέγοντας στον Ίαν πόσο πολύ της έλειπε. |
κατά γράμμαlocution adverbiale (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) L'esclave analphabète suivait les instructions de son maître à la lettre. |
κυριολεκτικάlocution adverbiale (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Calvin interprète le texte biblique à la lettre. |
παραίτησηnom féminin (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Tina a remis à son patron sa lettre de démission. |
εκδήλωση αγάπης(μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Ce film est sa déclaration d'amour à la ville de Rome. |
επιστολή αποδοχήςnom féminin (πανεπιστήμιο) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
δήλωση σκοπούnom féminin (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
κλείνω, ολοκληρώνω, τελειώνω(μτφ: ένα γράμμα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Mon père finit toujours ses lettres par « Bisous. Papa. » Ο πατέρας μου πάντα κλείνει γράφοντας «με αγάπη, φιλάκια, μπαμπάς». |
φορτωτικήnom féminin |
συστημένο με απόδειξη παραλαβήςnom féminin (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
εκρηκτικός μηχανισμός μέσα σε επιστολήnom féminin (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
αυτοπεριγραφική έκθεσηnom féminin Assure-toi d'écrire une lettre de motivation unique et éloquente quand tu poses ta candidature pour le supérieur. Όταν κάνεις αίτηση για μεταπτυχιακό, βεβαιώσου πως η αυτοπεριγραφική σου έκθεση είναι πρωτότυπη και εύγλωττη. |
κεφαλαία χειρόγραφα γράμματαnom féminin (écrite manuscrite) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lettré στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του lettré
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.