Τι σημαίνει το leading στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης leading στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του leading στο Αγγλικά.

Η λέξη leading στο Αγγλικά σημαίνει κορυφαίος, μπροστινός, ηγετικός, ηγεσία, αρχηγία, διαστίχωση, καθοδηγώ, οδηγώ, διοικώ, ηγούμαι, οδηγώ, οδηγώ, οδηγώ, προηγούμαι, ζω, κεντρικός, κύριος, βασικός, προπορευόμενος, πάσα προώθησης, μόλυβδος, βαρίδι, βαρίδιο, σκάγια, μύτη, διάστιχο, διάστιχο, η πρώτη θέση, προβάδισμα, πρώτος, στοιχείο, πρωταγωνιστικός ρόλος, εισαγωγή, παράδειγμα, καθοδήγηση, πρωτιά, σειρά, πρώτο φύλλο, πρώτο χαρτί, ακροδέκτης, αγωγός, προβάδισμα, λουρί, πιθανός πελάτης, ευκαιρία πώλησης, μπαίνω μπροστά, μπαίνω πρώτος, προηγούμαι, επιτίθεμαι, παίρνω lead, οδηγώ, καθοδηγώ, άγω, ρίχνω, πετάω, ακολουθώ, οδηγώ, καθοδηγώ, προηγούμαι, είμαι επικεφαλής, παίζω πρώτος, οδηγώ, τελευταία λέξη, χείλος προσβολής, αυθεντία, ηγέτης, ηγετική φυσιογνωμία, πρώτος γυναικείος ρόλος, φάρος, όμοιος, παρόμοιος, παρεμφερής, ηγετική θέση, ερώτηση που υπαινίσσεται την απάντηση, πρωταγωνιστικός ρόλος, που οδηγεί σε κτ, που έχει ως αποτέλεσμα κτ, που επιφέρει κτ, που οδηγεί, που προηγείται, που προετοιμάζει το έδαφος για, τελευταία λέξη, ο κορυφαίος παγκοσμίως, ο κορυφαίος στον κόσμο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης leading

κορυφαίος

adjective (figurative (top, foremost)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The professor is a leading expert in his field.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Είναι εξέχων επιστήμονας και όλοι τον σέβονται ιδιαιτέρως.

μπροστινός

adjective (in front)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Everyone was held up when the leading car in the procession broke down.
Όλοι καθυστέρησαν όταν χάλασε το όχημα που ηγείτο της πορείας.

ηγετικός

adjective (directing, leadership)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
His leading ability is not what it should be.
Η ηγετική του ικανότητα δεν είναι αυτή που θα έπρεπε.

ηγεσία, αρχηγία

noun (an act of leadership)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Leading is not what he does best. He is a thinker.
Η ηγεσία (or: αρχηγία) δεν είναι το καλύτερό του. Είναι στοχαστής.

διαστίχωση

noun (printing: line-spacing)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The leading line in a paragraph can be indented.
-

καθοδηγώ

transitive verb (guide)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The tour guide leads the people through the city.
Ο ξεναγός ξεναγεί τον κόσμο στην πόλη.

οδηγώ

(head) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The priest leads the congregation in prayer.
Ο ιερέας οδηγεί το εκκλησίασμα σε προσευχή.

διοικώ

transitive verb (command)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The general leads his troops well, so they do what he orders.
Ο στρατηγός διοικεί καλά τα στρατεύματά του, ώστε να ακολουθούν όλες του τις εντολές.

ηγούμαι

transitive verb (head, manage) (διευθύνω)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The chief inspector leads the investigation.
Ο αστυνόμος ηγείται της έρευνας.

οδηγώ

(figurative (bring about) (μεταφορικά: σε κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The employee's habitual tardiness led to his dismissal. Drinking too much alcohol can lead to liver disease.

οδηγώ

(direct) (κάποιον σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lead them to agreement with logical arguments.
Οδήγησέ τους σε συμφωνία με λογικά επιχειρήματα.

οδηγώ

verbal expression (cause, prompt) (κπ στο να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jennifer's interest in animals led her to becoming a vet.
Το ενδιαφέρον της Τζένιφερ για τα ζώα την οδήγησε στο να γίνει κτηνίατρος.

προηγούμαι

transitive verb (go ahead)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The German cyclist is currently leading the race.
Αυτή τη στιγμή προηγείται ο γερμανός ποδηλάτης.

ζω

transitive verb (live)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
My grandfather led a hard life.
Ο παππούς μου έζησε δύσκολη ζωή.

κεντρικός, κύριος, βασικός

adjective (principal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The lead speaker brought the audience to its feet with his wit. The lead story in the paper is about the bribery scandal.
Ο κεντρικός ομιλητής ξεσήκωσε το κοινό με το πνεύμα του. Το κεντρικό θέμα της εφημερίδας ήταν το σκάνδαλο με τη δωροδοκία.

προπορευόμενος

adjective (first; in front of others)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
The lead runner was on second base.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Ο προπορευόμενος δρομέας κοντεύει να φτάσει στη γραμμή του τερματισμού.

πάσα προώθησης

adjective (American Football pass: made into space) (σπορ)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
The lead pass arrived at midfield just as the receiver got there.
Η πάσα προώθησης έφτασε στη μεσαία γραμμή ακριβώς ταυτόχρονα με τον παίκτη.

μόλυβδος

noun (chemistry: element)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The screen was made of lead to prevent X-rays from passing through.
Το παραπέτασμα ήταν από μόλυβδο για να εμποδίζει τις ακτίνες Χ να το διαπερνούν.

βαρίδι, βαρίδιο

noun (weight made of lead)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Pass me those two leads please. I need to weigh this down.
Δώσε μου σε παρακαλώ αυτά τα δυο βαρίδια (or: μολύβια). Πρέπει να σταθεροποιήσω αυτό εδώ.

σκάγια

noun (informal (shot, bullets) (σφαίρες)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The gangster filled his rival with lead.
Ο γκάνγκστερ φύτεψε ένα σωρό σκάγια στον εχθρό του.

μύτη

noun (pencil: graphite) (μτφ: μολυβιού)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The lead broke on this pencil, so I have to sharpen it.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Η μύτη των μολυβιών φτιάχνεται από γραφίτη.

διάστιχο

noun (printing: line spacing metal) (τυπογραφία: λάμα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The typesetter cut a lead to fit the line, and put it in the composing stick.
Ο τυπογράφος έκοψε ένα διάστιχο για να χωρέσει την αράδα και το τοποθέτησε στο στοιχειοθετήριο.

διάστιχο

noun (printing: line space)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Add another lead between those lines, so there will be more separation between them.
Πρόσθεσε άλλο ένα διάστιχο ανάμεσα σε αυτές τις σειρές, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερο κενό μεταξύ τους.

η πρώτη θέση

noun (first place)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ben hadn't trained for the race, so the lead wasn't a position he expected to find himself in.

προβάδισμα

noun (margin) (περιθώριο)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
He had a lead of three minutes over the next runner.
Είχε ένα προβάδισμα τριών λεπτών από τον επόμενο δρομέα.

πρώτος

noun (competitor: in front of others)

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
The lead is a Nigerian runner.
Ο πρώτος είναι ένας δρομέας από τη Νιγηρία.

στοιχείο

noun (clue, indication)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The investigator caught the thief after finding the important lead.
Ο ερευνητής έπιασε τον κλέφτη αφού βρήκε ένα σημαντικό στοιχείο.

πρωταγωνιστικός ρόλος

noun (principal role) (ρόλος)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Do you know who is going to play the lead in this movie? The lead in the film was a famous actress.
Ξέρεις ποιος θα παίξει τον πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτήν την ταινία; Η πρωταγωνίστρια της ταινίας ήταν μια διάσημη ηθοποιός.

εισαγωγή

noun (journalism: introduction)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The article's lead stated all the main facts.
Η εισαγωγή (or: Το λιντ) του άρθρου συμπεριέλαβε όλα τα βασικά γεγονότα.

παράδειγμα

noun (example)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Follow my lead, and you will be a success.
Ακολούθησε το παράδειγμά μου και θα πετύχεις.

καθοδήγηση

noun (leadership) (μτφ: αρχηγία)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The whole team followed his lead.
Όλη η ομάδα ακολούθησε την καθοδήγησή του.

πρωτιά

noun (cards: playing first) (χαρτιά: παίζω πρώτος)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John took the lead and played first.
Ο Τζον πήρε την πρωτιά και έπαιξε πρώτος.

σειρά

noun (cards: right to play first)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
It is your lead. Go ahead and play.
Σειρά σου. Ξεκίνα να παίζεις.

πρώτο φύλλο, πρώτο χαρτί

noun (cards: suit played first)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The lead was an ace of hearts.
Το πρώτο φύλλο ήταν άσος κούπα.

ακροδέκτης, αγωγός

noun (electricity: connecting wire) (ηλεκτρισμός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
First, connect the red lead to the brown connector.
Αρχικά, σύνδεσε τον κόκκινο ακροδέκτη (or: αγωγό) στην καφέ υποδοχή.

προβάδισμα

noun (head start) (πλεονέκτημα εκκίνησης)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The hunter gave the target a lead of about a metre.
Ο κυνηγός έδωσε στο στόχο του προβάδισμα ενός μέτρου περίπου.

λουρί

noun (UK (leash for a dog)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Dogs must be kept on a lead at all times in this park.

πιθανός πελάτης

noun (business: potential customer)

Max uses social media to generate leads for his business.

ευκαιρία πώλησης

noun (business: opportunity)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

μπαίνω μπροστά, μπαίνω πρώτος

intransitive verb (go first) (πάω μπροστά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
If you lead, I'll follow.
Αν μπεις μπροστά, θα σε ακολουθήσω.

προηγούμαι

intransitive verb (be ahead of others) (είμαι μπροστά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The runner leads by thirty metres.
Ο δρομέας προηγείται κατά τριάντα μέτρα.

επιτίθεμαι

intransitive verb (take the offensive) (κάνω επίθεση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The boxer led with his left fist.
Ο μποξέρ επιτέθηκε με την αριστερή γροθιά του.

παίρνω lead

intransitive verb (baseball: runner's movement)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Runners often lead with two outs.
Οι δρομείς παίρνουν lead με δύο άουτ.

οδηγώ

intransitive verb (guide dance partner) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I don't know this dance. You will have to lead.
Δεν ξέρω αυτό τον χορό. Θα πρέπει να οδηγήσεις.

καθοδηγώ, άγω

transitive verb (influence)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The president is able to lead public opinion with his comments to the press.
Ο πρόεδρος καταφέρνει να καθοδηγεί (or: άγει) την κοινή γνώμη με τα σχόλιά του στον τύπο.

ρίχνω, πετάω

transitive verb (cards: play first)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He led an ace of hearts.
Ξεκίνησε με άσο κούπα.

ακολουθώ

transitive verb (aim a gun) (κινούμενο στόχο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lead the target by a foot or two.
Ακολούθησε το στόχο για ένα-δύο πόδια.

οδηγώ, καθοδηγώ

transitive verb (throw ball ahead of [sb])

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Don't throw the ball where he is, you need to lead him by throwing ahead of him.
Μην πετάς τη μπάλα εκεί που είναι, πρέπει να τον καθοδηγήσεις πετώντας την μπροστά του.

προηγούμαι

transitive verb (hold advantage over)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
He led the other runner by 30 meters.
Προηγούταν του άλλου δρομέα κατά 30 μέτρα.

είμαι επικεφαλής

transitive verb (music: conduct a group)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
The conductor has led this orchestra for two years.
Ο μαέστρος ήταν επικεφαλής αυτής της ορχήστρας για δύο χρόνια.

παίζω πρώτος

transitive verb (cards: play first)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You lead this hand. Throw your card.
Παίζεις πρώτος σ' αυτήν την παρτίδα. Ρίξε το χαρτί σου.

οδηγώ

transitive verb (dance partner: guide) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
He gracefully lead his partner in the waltz.
Οδήγησε με χάρη την παρτενέρ του στο βαλς.

τελευταία λέξη

noun (figurative (forefront of a trend) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Mainframe computers used to be the leading edge of technology.

χείλος προσβολής

noun (plane: front of wing) (αεροναυπηγική)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The jet lost a 2.4 metre long section of the tail wing's leading edge after takeoff.
Μετά την απογείωση, το τζετ έχασε τμήμα μήκους 2,4 μέτρων από το χείλος πρόσβασης του ουραίου πτερυγίου.

αυθεντία

noun (authority on a subject)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Leading experts predict that Vesuvius could erupt again at any time.

ηγέτης

noun (centre of excellence) (μτφ: εταιρεία, οργανισμός)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ηγετική φυσιογνωμία

noun (important person)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

πρώτος γυναικείος ρόλος

noun (actress in central role) (παίζω, έχω)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Katherine Hepburn often played the leading lady in her films.

φάρος

noun (figurative (person: inspirational) (μεταφορικά: δίνει παράδειγμα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Jacobi has been a leading light of the theatre through most of his career.

όμοιος, παρόμοιος, παρεμφερής

noun (actor in central role) (σχεδόν ίδιο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Bellamy was the leading man in many low-budget action movies.

ηγετική θέση

noun (competitive advantage)

First quarter sales figures confirmed our copany's leading position in the market.

ερώτηση που υπαινίσσεται την απάντηση

noun (question that suggests answer)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πρωταγωνιστικός ρόλος

noun (prominent acting part)

She tried out and got the leading role in "Carousel.".

που οδηγεί σε κτ, που έχει ως αποτέλεσμα κτ, που επιφέρει κτ

preposition (resulting in)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Growing prosperity is another factor leading to increased demand.
Η διαρκής βελτίωση του επιπέδου ευημερίας των πολιτών είναι ένας ακόμη παράγοντας που οδηγεί στο φαινόμενο της αυξημένης ζήτησης.

που οδηγεί

preposition (going towards)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
He walked along the road leading to the city centre.

που προηγείται

preposition (preceding)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που προετοιμάζει το έδαφος για

preposition (preparatory to)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

τελευταία λέξη

noun as adjective (figurative (at the forefront: of a trend) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ο κορυφαίος παγκοσμίως, ο κορυφαίος στον κόσμο

adjective (best worldwide)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του leading στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του leading

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.