Τι σημαίνει το lanzar στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης lanzar στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του lanzar στο ισπανικά.

Η λέξη lanzar στο ισπανικά σημαίνει εκτοξεύω, λανσάρω, παρουσιάζω, ρίχνω, πετάω, ρίχνω, ρίχνω, ρίχνω, πετάω, ρίχνω, κυκλοφορώ, ρίχνω, ανοίγω τον δρόμο, ρίχνω, πετάω, πετώ, εκτοξεύω, ωθώ, σπρώχνω, πετάω, ξεφορτώνομαι, κάνω εμετό, ξερνώ, κυκλοφορώ, ρίχνω, εκσφενδονίζω, πετάω, ρίχνω, παράγω, δημιουργώ, είμαι ρίπτης, είμαι πίτσερ, είμαι bowler, ρίχνω, βολή, ρίψη, ρίχνω, στέλνω, ρίχνω, πλασάρω, πετάω, πετώ, λανσάρω, ρίχνω, ρίχνω, σουτάρω, ρίχνω, πετάω, πετώ, πετάω, ρίχνω, ρίχνω, πετάω, πετώ, ρίχνω, πετάω, πετώ, ρίχνω, εκτοξεύω, φτύνω, εκτοξεύω, εκσφενδονίζω, στέλνω, εκδίδω, κυκλοφορώ, παρουσιάζω, ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω, ρίχνω, πετάω, πετώ, ρίχνω, ξεστομίζω, ωθώ, σπρώχνω, παρουσιάζω, δίνω, χαρίζω, κάνω ξόρκι, κάνω μάγια, μαγεύω, πετάω, πετώ, επιτίθεμαι με εμπρηστικό μηχανισμό, ψεκάζω, ρίχνω ξανά, ο πρώτος που θα κατηγορήσει, λούζω με βρισιές, εξαπολύω επίθεση, προκαλώ περιστροφή της μπάλας, ρίχνω κλεφτή ματιά σε κάποιον, ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπ, ρίχνω μία μπουνιά, κηρύσσω πόλεμο, στρίβω κέρμα, πετάω το γάντι, ξαναρίχνω ζαριά, ξαναρίχνω τα ζάρια, δελεάζω, κάνω έξωση σε κπ, συναρπάζω, ρίχνω, πετάω, ρίχνω πίσω, πετάω τη μπάλα και μου τη φέρνει πίσω, στέλνω φιλάκια, συζητάω, αγριοκοιτάζω, γυρίζω, ρίχνω από αέρος, στέλνω με αλεξίπτωτο, λανσάρω, στέλνω φιλάκια σε κπ, είμαι βουτηγμένος σε κτ, είμαι βυθισμένος σε κτ, αγριοκοιτάζω, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, ρίχνω με αλεξίπτωτο, ρίχνω, πετάω, πετώ, ρίχνω, σουτάρω, ρίχνω ξανά την πετονιά, ντριμπλάρω, ρίχνω ψιλοκρεμαστή μπαλιά, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω, στέλνω κτ σε κτ, πασαλείβω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης lanzar

εκτοξεύω

verbo transitivo (cohetes, misiles)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La agencia espacial lanzó otro cohete al espacio a las 6 a.m.
Η διαστημική εταιρία εκτόξευσε άλλον έναν πύραυλο στο διάστημα στις 6 πμ.

λανσάρω, παρουσιάζω

verbo transitivo (campaña publicitaria) (μάρκετινγκ: προϊόν)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compañía lanzará su nuevo producto el miércoles.
Η εταιρία θα λανσάρει (or: παρουσιάσει) το νέο της προϊόν την Τετάρτη.

ρίχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Él sopla los dados antes de lanzarlos.

πετάω, ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A treinta metros de distancia lanzó la pelota contra la portería.
Πέταξε τη μπάλα προς την εστία από απόσταση τριάντα μέτρων.

ρίχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cuando el otro esquiador lo golpeó, lo lanzó (or: arrojó) al suelo.

ρίχνω, πετάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¡Apúrate y tira la pelota!
Βιάσου και ρίξε την μπάλα!

ρίχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es tu turno de tirar.

κυκλοφορώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El martes introducirán el producto en el mercado.
Το προϊόν θα κυκλοφορήσει την Τρίτη.

ρίχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El comandante dio orden de disparar los torpedos al barco enemigo.
Ο κυβερνήτης έδωσε εντολή να ρίξουμε τις τορπίλες στο εχθρικό πλοίο.

ανοίγω τον δρόμο

verbo transitivo (figurado) (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lanzaron la nueva tienda de yogurt helado regalando muestras todo el día.

ρίχνω, πετάω, πετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jacob le lanzó la pelota a Pippa.
Ο Τζέικομπ πέταξε την μπάλα στην Πίπα.

εκτοξεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El volcán lanzó cenizas y lava.

ωθώ, σπρώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάω, ξεφορτώνομαι

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω εμετό

verbo transitivo (AR, UY, rural) (κάτι που έφαγα)

ξερνώ

(coloquial) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κυκλοφορώ

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Celebraron una fiesta en Los Ángeles para lanzar la película.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Κυκλοφόρησε η καινούργια ταινία του Τζακ Νίκολσον.

ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lanzar una bola en béisbol es tirársela al bateador.

εκσφενδονίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A Jake se le fue la cabeza y empezó a tirar platos contra la pared.
Ο Τζέικ έχασε την ψυχραιμία του και άρχισε να πετά πιάτα στον τοίχο.

πετάω, ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Devon lanzó la pelota justo sobre el montículo.
Ο Ντέβον έριξε την μπάλα πάνω από τη βαλβίδα.

παράγω, δημιουργώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nuestro nuevo sistema informático ha lanzado algunos problemas.
Το καινούριο μας σύστημα υπολογιστών δημιούργησε λίγα προβλήματα.

είμαι ρίπτης, είμαι πίτσερ

verbo transitivo

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Luke solía lanzar, pero lo han cambiado recientemente a la primera base.

είμαι bowler

verbo intransitivo (κρίκετ)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
El capitán le dijo a Fred que tenía que lanzar.
Ο αρχηγός είπε στον Φρεντ ότι ήταν η σειρά του να είναι bowler.

ρίχνω

(ζάρι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es tu turno para lanzar. Aquí están los dados.

βολή, ρίψη

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
George lanzó el tronco.

ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El lanzador lanzó una bola curva endiablada que alcanzó la esquina de la base del bateador.

στέλνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kane lanzó un tiro bajo al portero.

ρίχνω

(dados)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es tu turno. ¡Lanza el dado!

πλασάρω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los fabricantes lanzan sus productos con vistas a un mercado específico.
Οι παραγωγοί συνήθως πλασάρουν το προϊόν τους σε συγκεκριμένες αγορές.

πετάω, πετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Joe lanzó la pelota a Wendy.

λανσάρω

(καθομιλουμένη, ζαργκόν)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compañía lanzó el nuevo modelo de coche en octubre.

ρίχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El lanzador lanzó la pelota y el bateador le erró.

ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Andy le lanzó una mirada rápida a Helen.

σουτάρω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La futbolista lanzó la pelota por entre los postes.

ρίχνω, πετάω, πετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Andie lanzó la red al agua.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έριξε (or: Πέταξε) το δίχτυ σε μεγάλη έκταση.

πετάω, ρίχνω

verbo transitivo (un objeto) (με κόπο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Kate tiró el viejo sofá al contenedor.
Η Κέιτ πέταξε με κόπο τον παλιό καναπέ στον κάδο απορριμάτων.

ρίχνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La organización humanitaria a veces lanza suministros desde un avión en las zonas de desastre.

πετάω, πετώ, ρίχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El niño le arrojó una bola de nieve a su profesor.
Το αγόρι πέταξε μια χιονόμπαλα στον δάσκαλό του.

πετάω, πετώ, ρίχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trevor trató de tirar una piedra al árbol, pero falló.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο Τρέβορ προσπάθησε να πετάξει μια πέτρα στο δέντρο, αλλά αστόχησε.

εκτοξεύω, φτύνω

(insultos) (μεταφορικά: κτ σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El viejo Larry se sentaba en su porche delantero y soltaba insultos a los escolares que iban pasando.
Ο γερο-Λάρυ πάντα καθόταν στην μπροστινή αυλή του και εκτόξευε βρισιές στους μαθητές που περνούσαν.

εκτοξεύω, εκσφενδονίζω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El niño catapultó los guisantes al otro lado de la habitación.

στέλνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Leí el email de Ken, y entonces le arrojé una respuesta muy agresiva.

εκδίδω, κυκλοφορώ, παρουσιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J. K. Rowling publicó su primera novela a los 31 años.

ξεκινάω, ξεκινώ, αρχίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Inaugurarán la nueva temporada con un gran festejo.
Θα ξεκινήσουν τη νέα σεζόν μ' ένα μεγάλο πάρτι.

ρίχνω, πετάω, πετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom tiró la roca en la fuente.
Ο Τομ έριξε την πέτρα στο συντριβάνι.

ρίχνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El experimentado jugador de canicas pudo tirar muy bien.

ξεστομίζω

(coloquial, figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El hombre se enojó y escupió una sarta de groserías.

ωθώ, σπρώχνω

(persona)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El impacto lanzó al conductor por el parabrisas porque no llevaba cinturón de seguridad.

παρουσιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compañía planea dar a conocer su nuevo producto en primavera.
Η εταιρεία σχεδιάζει να λανσάρει τη νέα γκάμα προϊόντων της την άνοιξη.

δίνω

verbo transitivo (deporte) (πάσα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Durante el partido, hábilmente lanzó varios pases difíciles.

χαρίζω

(persona, figurado) (αναγνώριση, δόξα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Su primera película lo lanzó a la fama.
Η πρώτη του ταινία του χάρισε δόξα.

κάνω ξόρκι, κάνω μάγια, μαγεύω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La bruja hechizó al hombre, que después se convirtió en un sapo.

πετάω, πετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

επιτίθεμαι με εμπρηστικό μηχανισμό

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los rebeldes bombardearon el complejo.

ψεκάζω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gaseó al asaltante con una lata que llevaba en su cartera.
Ψέκασε αυτόν που της επιτέθηκε με ένα σπρέι που κρατούσε στην τσάντα της.

ρίχνω ξανά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ο πρώτος που θα κατηγορήσει

expresión (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
No deberíamos discutir sobre quién tiene el derecho de lanzar la primera piedra.

λούζω με βρισιές

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Puedes insultarme de arriba a abajo, pero no cambia la situación en absoluto.

εξαπολύω επίθεση

(militar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Soldados, prepárense para lanzar una ofensiva.

προκαλώ περιστροφή της μπάλας

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω κλεφτή ματιά σε κάποιον

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Ella le lanzó una mirada cuando creyó que no la veía.

ρίχνω μία σε κπ, χώνω μία σε κπ, δίνω μία σε κπ

(jerga) (καθομιλουμένη)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Estaba tan enfadado con el paparazzo que le lancé un directo a la mandíbula.

ρίχνω μία μπουνιά

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κηρύσσω πόλεμο

locución verbal (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fue una insensatez iniciar una guerra contra un enemigo tan poderoso.

στρίβω κέρμα

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El campo se determina lanzando una moneda.

πετάω το γάντι

locución verbal (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El jefe lanzó el guante cuando duplicó las ventas del mes.

ξαναρίχνω ζαριά, ξαναρίχνω τα ζάρια

(dados)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
En el backgammon, cuando un jugador saca dobles, puede mover y volver a lanzar.

δελεάζω

(figurado) (συνήθως για καλό)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El policía atrajo al criminal a la trampa.
Ο αστυνομικός παρέσυρε τον εγκληματία σε μια παγίδα.

κάνω έξωση σε κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
El casero inventó una historia que utilizó como motivo para desahuciar a los inquilinos.

συναρπάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El espectáculo del mago cautivó a los niños.

ρίχνω, πετάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρίχνω πίσω

locución verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πετάω τη μπάλα και μου τη φέρνει πίσω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Trata de jugar a lanzarle la pelota a tu perro todas las mañanas.

στέλνω φιλάκια

locución verbal

συζητάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αγριοκοιτάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tom se sentó en la esquina mirando con furia rabiosamente.

γυρίζω

(στον αέρα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim volteó el panqueque en el aire sobre la sartén.
Ο Τζιμ γύρισε την τηγανίτα στο τηγάνι.

ρίχνω από αέρος

(provisiones) (εφοδιασμός με τρόφιμα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

στέλνω με αλεξίπτωτο

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

λανσάρω

locución verbal (comercio)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La compañía lanzó al mercado una nueva droga milagrosa.
Η εταιρεία λανσάρω ένα νέο θαυματουργό φάρμακο.

στέλνω φιλάκια σε κπ

locución verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

είμαι βουτηγμένος σε κτ, είμαι βυθισμένος σε κτ

(μτφ: εγώ ο ίδιος)

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)

αγριοκοιτάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Susan fulminó con la mirada a su novio.
Η Σούζαν αγριοκοίταξε το φίλο της.

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

locución verbal (golf)

Al transportar la mesa le hicieron un chip en la esquina.

ρίχνω με αλεξίπτωτο

(κάτι σε κάποιον)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Las provisiones para los alpinistas las tiraron con un paracaídas.
Προμήθειες ρίχτηκαν με αλεξίπτωτο στους αναρριχητές χτες τη νύχτα.

ρίχνω, πετάω, πετώ

(κάτι σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Janet estalló el plato contra la pared.
Η Τζάνετ έριξε το πιάτο στον τοίχο.

ρίχνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Arrojaron al activista político en la cárcel. La estudiante arrojó algunos libros en su mochila y salió corriendo.

σουτάρω

(básquet)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
El jugador decidió pasar el balón en lugar de lanzarla a canasta.

ρίχνω ξανά την πετονιά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ντριμπλάρω

(fútbol)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jugador pateó en comba la pelota, que rodeó al arquero y entró al arco.

ρίχνω ψιλοκρεμαστή μπαλιά

(pelota)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Gary lanzó al aire la bola y alcanzó la meta.

εκσφενδονίζω

(béisbol)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jugador lanzó una bola rápida hacia su compañero de equipo.

εκτοξεύω, εξακοντίζω, εξαπολύω

(μεταφορικά: κτ σε κπ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Los ex compañeros de trabajo lanzaron terribles acusaciones contra Ray.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Εκτόξευσαν ορισμένες φριχτές κατηγορίες εναντίον του.

στέλνω κτ σε κτ

Ella metió la pelota en el aro.

πασαλείβω

(κάτι με κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Harriet tiró pintura a la pared.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του lanzar στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.