Τι σημαίνει το judgment στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης judgment στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του judgment στο Αγγλικά.

Η λέξη judgment στο Αγγλικά σημαίνει κρίση, κρίση, άποψη, γνώμη, απόφαση, θολώνω την κρίση, ομόφωνη απόφαση, λάθος κρίση, λάθος εκτίμηση, θέμα κρίσης, Ημέρα της Κρίσης, ώρα της κρίσεως, κρίνω, εκφέρω άποψη, εκφράζω γνώμη, κακή κρίση, ορθή κρίση, συνοπτική κρίση, υποκειμενική κρίση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης judgment

κρίση

noun (US (ability to judge) (κριτική ικανότητα)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Exercise your judgment when dealing with these small infractions.
Χρησιμοποίησε την κρίση σου στον χειρισμό αυτών των μικρών παραβάσεων.

κρίση, άποψη, γνώμη

noun (opinion, assessment)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
What, in your judgment, should be done about the deficit?
Κατά την άποψή (or: γνώμη) σου, τι θα πρέπει να γίνει με το έλλειμμα;

απόφαση

noun (law: judge's decision) (δικαστική)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The judgment brought applause in the courtroom.
Η απόφαση προκάλεσε χειροκροτήματα στο δικαστήριο.

θολώνω την κρίση

verbal expression (impair or prejudice [sb]'s reasoning) (μεταφορικά: κάποιου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Don't let your love for someone cloud your judgment.

ομόφωνη απόφαση

noun (law: agreement)

λάθος κρίση, λάθος εκτίμηση

noun (mistaken opinion)

Giving a mortgage to somebody who cannot make payments is an error in judgment.

θέμα κρίσης

noun (subjective decision)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

Ημέρα της Κρίσης

noun (God's final judgement)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
On Judgement Day, God will divide the sinners from the righteous.

ώρα της κρίσεως

noun (figurative (when [sth] decisive will happen) (μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

κρίνω

(criticize)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
We shouldn't pass judgement on him; he's doing the best that he can.

εκφέρω άποψη, εκφράζω γνώμη

(give opinion)

I won't pass judgement until I've heard the whole story.

κακή κρίση

noun (making bad decisions)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Elizabeth Taylor had notoriously poor judgement when it came to men.
Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ είχε ομολογουμένως κακή κρίση όσον αφορά τους άντρες.

ορθή κρίση

noun (good sense)

συνοπτική κρίση

noun (judge's decision: without jury) (δικαστική)

υποκειμενική κρίση

noun (subjective evaluation)

She's always making value judgements on things she knows nothing about.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του judgment στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του judgment

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.