Τι σημαίνει το household στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης household στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του household στο Αγγλικά.

Η λέξη household στο Αγγλικά σημαίνει ένοικοι του σπιτιού, σπίτι, οικογενειακός, οικιακός, πολύ γνωστός, κοινός, αφεντικό της οικογένειας, ηλεκτρική συσκευή, λογαριασμός σπιτιού, οικογενειακός προϋπολογισμός, δουλειές του σπιτού, οικιακά είδη, οικιακή συσκευή, είδη οικιακής χρήσης, είδη οικιακού εξοπλισμού, είδη οικοσκευής, οικογενειακό εισόδημα, χρέη νοικοκυριού, που έχει μπει στην καθημερινότητά μου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης household

ένοικοι του σπιτιού

noun (people)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
We are going to have a meeting of the whole household tonight.
Θα κάνουμε μια συνέλευση οι ένοικοι όλου του σπιτιού απόψε.

σπίτι

noun (home)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The household was liable for taxes.
Το νοικοκυριό όφειλε να πληρώσει φόρους.

οικογενειακός

adjective (of a household) (της οικογένειας)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Our household income is slightly above average.
Το οικογενειακό μας εισόδημα είναι ελαφρώς άνω του μετρίου.

οικιακός

adjective (used in household)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The thieves took all the household appliances.
Οι κλέφτες πήραν όλες τις οικιακές συσκευές.

πολύ γνωστός

adjective (well-known)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
He is a household name across the country.
Είναι πολύ γνωστός σε όλη τη χώρα.

κοινός

adjective (ordinary)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
It's a household tool kit, nothing special.

αφεντικό της οικογένειας

noun ([sb] in charge of family)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Forget about Dad, my Mum is definitely the head of the household!
Ξέχνα τον μπαμπά, η μαμά μου είναι αναμφισβήτητα το αφεντικό!

ηλεκτρική συσκευή

noun (device used in the home)

λογαριασμός σπιτιού

noun (invoice for home utility services)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

οικογενειακός προϋπολογισμός

noun (calculation of home expenses)

Those DVDs aren't part of the household budget, you're going to have to pay for them yourself.

δουλειές του σπιτού

plural noun (tasks done in the home)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Don't let household chores take up the whole of your day. Betsy said she had to finish her household chores before she could go out.
Μην αφήνεις τις δουλειές του σπιτιού να σου παίρνουν όλη τη μέρα σου. Η Μπέτσι είπε ότι έπρεπε να τελειώσει τις δουλειές του σπιτιού πριν βγει έξω.

οικιακά είδη

plural noun (domestic belongings)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
The family narrowly escaped the tornado, having to leave all their household effects behind.

οικιακή συσκευή

noun (machines that do household tasks)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
My grandmother lived her entire life without a single household electrical appliance.

είδη οικιακής χρήσης, είδη οικιακού εξοπλισμού, είδη οικοσκευής

plural noun (articles used in the home)

I went to shops to buy some household goods.
Πήγα στα μαγαζιά για να αγοράσω μερικά πράγματα για το σπίτι.

οικογενειακό εισόδημα

noun (total earnings of a family)

household income is used to assess eligibility for student loans.

χρέη νοικοκυριού

noun (total debt owed by family)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Their household indebtedness included their mortgage, car payment and credit card bills.

που έχει μπει στην καθημερινότητά μου

noun ([sth] or [sb] famous) (καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
All of these famous actresses are household names. The footballer David Beckham is now a household name.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του household στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του household

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.