Τι σημαίνει το fim στο πορτογαλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης fim στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του fim στο πορτογαλικά.
Η λέξη fim στο πορτογαλικά σημαίνει τέλος, τέλος, τέρμα, πέρας, τέλος, κατάληξη, τέλος, σκοπός, σκοπός, τέλος, διέξοδος, Τέλος, χάρη, τέλος, βάθος, τέλος, τέλος, χωρισμός, τελευταίο μέρος, τέλος, τέλος, τελικά, στο τέλος, τελικά, επιτέλους, -, εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής, εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής, φινάλε, για να, πηδιέμαι, παντοτεινά, αιωνίως, τελικό στάδιο, όρεξη, διάθεση, ψήνομαι για κτ, του σαββατοκύριακου, τα βγάζω πέρα, ανακόπτω, αναχαιτίζω, συγκρατώ, έτοιμος είμαι, που έχει φτάσει στο τέλος του, που έχει τελειώσει, με όρεξη να, σε διάθεση να, μου έρχεται να, ατέλειωτος, ατελείωτος, ασταμάτητος, απ'την αρχή ως το τέλος, από την αρχή ως το τέλος, στην τελική, το Σαββατοκύριακο, με τις ώρες, για ώρες, από την αρχή μέχρι το τέλος, έτσι ώστε, σε τελική ανάλυση, δεν έχει τέλος, μέχρι τέλους, μέχρι την άκρη του κόσμου, στου διαόλου την μάνα, στου διαόλου το κέρατο, μέχρι τέλους, στο τέλος της ημέρας, προκειμένου να, έτσι ώστε, γουστάρω, καλό Σαββατοκύριακο, τέλος χρόνου, σαββατοκύριακο, μετόπισθεν, εκδρομέας του σαββατοκύριακου, το μέσο για να πετύχω κτ, πρόωρο τέλος, αρχή και τέλος, η αρχή του τέλους, βράδυ, δειλινό, γενάκι, μουσάκι, περίοδος διακοπών, τέλος κύκλου ζωής, ημέρα πληρωμής, τέλος οικονομικού έτους, η Δευτέρα Παρουσία, γουστάρω, κλείνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, λήγω, φτάνω στο τέλος,καταλήγω, είμαι ατελείωτος, δεν έχω τέλος, δίνω ένα τέλος σε κτ, αντέχω μέχρι το τέλος, με πήραν τα χρόνια, μου αρέσει κπ, βάζω ένα τέλος σε κτ, βάζω ένα τέλος σε κτ, τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω, από την αρχή ως το τέλος, ατελείωτος, δεν μπαίνω στον κόπο να κάνω κτ, κλεισίματος, σε περίπτωση που, ως το τέλος, μέχρι το τέλος, στο κάτω κάτω της γραφής, στην τελική, με τα χίλια, ημέρα της κρίσεως, τα όριά του, διευθετούμαι,ολοκληρώνομαι, είμαι αδιάκοπος, είμαι ασταμάτητος, σηματοδοτώ το τέλος του/της, παύω, σταματώ, στο τέλος του κύκλου ζωής του, στο τέλος, Και τελικά. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης fim
τέλος(έκβαση) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) A história chamou minha atenção do começo ao fim. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο διαιτητής σφύριξε τον τερματισμό του αγώνα. |
τέλος, τέρμα, πέραςsubstantivo masculino (latim) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τέλος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Computadores acarretaram o fim da máquina de escrever. Οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές αποτέλεσαν την αιτία για το τέλος της γραφομηχανής. |
κατάληξη(expressão, frase) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Em inglês, palavras no plural normalmente não têm um "s" no fim. Στα Αγγλικά, οι λέξεις στον πληθυντικό συνήθως έχουν την κατάληξη «s». |
τέλοςsubstantivo masculino (όριο) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Não há fim para os nossos problemas? Θα έχουν, ποτέ, τελειωμό τα προβλήματά μας; |
σκοπόςsubstantivo masculino (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Os fins justificam os meios? ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Τελικά, ο σκοπός αγιάζει τα μέσα; |
σκοπός(επίτευξη στόχου) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Para que fim estamos fazendo tudo isso? Με ποιο σκοπό τα κάνουμε όλα αυτά; |
τέλοςsubstantivo masculino (ευφημισμός: θάνατος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Ele encontrou um fim prematuro. Είχε πρόωρο τέλος. |
διέξοδος
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Eles finalmente chegaram ao fim de sua briga. |
Τέλοςsubstantivo masculino (livro, filme: indicar o dim) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) "Fim" apareceu na tela em letras garrafais. |
χάρη(propósito) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Com o fim (or: motivo) de ser justo, vamos todos ter a nossa vez. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Το ν μπροστά στο χ μετατρέπεται σε γ, χάριν ευφωνίας. |
τέλος, βάθος(μακριά) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O teatro fica no fim da rua. Το θέατρο είναι στο τέλος (or: βάθος) του δρόμου. |
τέλοςsubstantivo masculino (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Estou chegando perto do fim. Só preciso escrever uma conclusão. Πλησιάζω στο τέλος. Πρέπει μόνο να γράψω ένα συμπέρασμα. |
τέλοςsubstantivo masculino (figurado, destruição) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) É o fim do mundo como o conhecemos. Είναι το τέλος του κόσμου που γνωρίσαμε ως τώρα. |
χωρισμός(figurado, relacionamento) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
τελευταίο μέρος
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
τέλοςsubstantivo masculino (το πιο μακρινό μέρος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Eles moram no fim da rua. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μένουν στην άλλη άκρη του δρόμου. |
τέλοςsubstantivo masculino (όριο: χρόνος) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Estamos chegando no final do mês. Μετακομίζουμε στο τέλος του μήνα. |
τελικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ele finalmente decidiu comprar o carro verde. Τελικά αποφάσισε να αγοράσει το πράσινο αυτοκίνητο. |
στο τέλος, τελικά, επιτέλους
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Finalmente, eu terminei de escrever aquele relatório! Επιτέλους, τελείωσα τη σύνταξη εκείνης της έκθεσης. |
-(Δεν υπάρχει αντιστοιχία.) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Ο δρόμος στην έρημο έμοιαζε να συνεχίζει και συνεχίζει χωρίς σταματημό. |
εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
εν τέλει, στο τέλος, σε τελευταία ανάλυση, στο κάτω κάτω της γραφής(finalmente) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
φινάλε(estágio final de um jogo de xadrez) (σκάκι) |
για να(propósito) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Você não precisa de um diploma para trabalhar como acompanhante. // Para viajar para fora, você precisa de um passaporte válido. ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Δεν χρειάζεσαι πτυχίο για να δουλέψεις ως συνοδός. Για να ταξιδέψεις στο εξωτερικό πρέπει να έχεις έγκυρο διαβατήριο. |
πηδιέμαι(gíria) (αργκό) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Ele queria transar, mas ela disse não. |
παντοτεινά, αιωνίως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τελικό στάδιο(διαδικασία) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
όρεξη, διάθεση(για κτ) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Θα πάμε σε ένα πάρτι. Ψήνεσαι; |
ψήνομαι για κτ(αργκό, μεταφορικά) Claro, estou disposto a fazer caminhadas neste fim de semana. Είμαι μέσα για πεζοπορία αυτό το ΣΚ. |
του σαββατοκύριακου(ερασιτέχνης) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Ele não é profissional, é só um jogador de futebol amador. |
τα βγάζω πέρα
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ανακόπτω, αναχαιτίζω, συγκρατώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Elas conseguiram pôr fim à doença com um tratamento rudimentar. |
έτοιμος είμαι(καθομιλουμένη) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Έτοιμος είμαι να σου δώσω ένα χέρι ξύλο! |
που έχει φτάσει στο τέλος του, που έχει τελειώσειlocução adjetiva (acabado) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με όρεξη να, σε διάθεση να, μου έρχεται να(figurado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ατέλειωτος, ατελείωτος, ασταμάτητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
απ'την αρχή ως το τέλοςlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
από την αρχή ως το τέλοςlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στην τελικήlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) No fim das contas, não importa realmente se vamos para Milão ou Barcelona nas férias, qualquer um dos dois será excelente. Στην τελική, δεν έχει και πολύ σημασία αν θα πάμε στο Μιλάνο ή στη Βαρκελώνη για διακοπές. Και τα δύο θα ήταν τέλεια. |
το Σαββατοκύριακοlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) A cidade de Londres é quieta no fim de semana. |
με τις ώρες, για ώρες(μεγάλο χρονικό διάστημα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
από την αρχή μέχρι το τέλοςlocução adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
έτσι ώστεlocução prepositiva (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) A empresa está desenvolvendo cada loja de forma que os clientes possam comprar confortavelmente e convenientemente. Η εταιρεία σχεδιάζει κάθε κατάστημα έτσι ώστε οι πελάτες να μπορούν να ψωνίζουν άνετα κι εύκολα. |
σε τελική ανάλυσηlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δεν έχει τέλοςexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
μέχρι τέλουςlocução adverbial (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
μέχρι την άκρη του κόσμουexpressão (figurado: até qualquer lugar) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
στου διαόλου την μάνα, στου διαόλου το κέρατοlocução adverbial (num lugar distante) (καθομιλουμένη) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μέχρι τέλουςexpressão (fim de situação difícil) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
στο τέλος της ημέραςlocução adverbial (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ele foi para casa no fim do dia. Στο τέλος της ημέρας πήγε σπίτι. |
προκειμένου να, έτσι ώστε
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Um comitê foi formado com o propósito de determinar a causa do incêndio. Μια επιτροπή δημιουργήθηκε προκειμένου να καθοριστεί η αιτία της φωτιάς. |
γουστάρω
(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
καλό Σαββατοκύριακο
(επιφώνημα: Φανερώνει έντονο συναίσθημα όπως π.χ. έκπληξη, ενθουσιασμό, απογοήτευση, πόνο κλπ.) |
τέλος χρόνου
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
σαββατοκύριακο
(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) O trabalho foi difícil essa semana, mal posso esperar pelo fim de semana (or: final de semana). Η δουλειά ήταν δύσκολη αυτή την εβδομάδα. Ανυπομονώ να έρθει το σαββατοκύριακο! |
μετόπισθεν(informal) (μεταφορικά) (ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.) |
εκδρομέας του σαββατοκύριακου
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
το μέσο για να πετύχω κτexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πρόωρο τέλοςsubstantivo masculino (μεταφορικά) |
αρχή και τέλοςlocução adverbial (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
η αρχή του τέλους
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βράδυ, δειλινό(literal - anoitecer) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
γενάκι, μουσάκι(barba que pode ser notada à tarde) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
περίοδος διακοπώνsubstantivo feminino plural (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τέλος κύκλου ζωής(manufatura) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
ημέρα πληρωμής(dia do pagamento) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
τέλος οικονομικού έτουςexpressão (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
η Δευτέρα Παρουσία(religião) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
γουστάρωexpressão (gíria: atraído sexualmente por) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
κλείνω, ολοκληρώνομαι, τελειώνω, λήγωexpressão verbal (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Καθώς τελείωνε η βραδιά, η ορχήστρα έπαιξε ένα τελευταίο βαλς. |
φτάνω στο τέλος,καταλήγωexpressão (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
είμαι ατελείωτος, δεν έχω τέλοςlocução verbal (ser infinito, eterno) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
δίνω ένα τέλος σε κτ(terminar alguma coisa) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
αντέχω μέχρι το τέλοςexpressão (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
με πήραν τα χρόνιαexpressão (estar velho) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
μου αρέσει κπexpressão verbal (romanticamente interessado) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βάζω ένα τέλος σε κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
βάζω ένα τέλος σε κτexpressão verbal (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
τελειώνω, σταματώ, ολοκληρώνω(finalizar) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
από την αρχή ως το τέλος
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
ατελείωτοςlocução adjetiva (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
δεν μπαίνω στον κόπο να κάνω κτ
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
κλεισίματος(σε γενική) (ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.) |
σε περίπτωση που
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Para que não esqueçam seu nome, nós erguemos este monumento para o falecido almirante. Για να μην ξεχάσει κανείς το όνομά του, φτιάξαμε αυτό το μνημείο για τον αποθανόντα ναύαρχο. |
ως το τέλος, μέχρι το τέλοςlocução adverbial (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στο κάτω κάτω της γραφής, στην τελικήlocução adverbial (figurado) (μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) No fim das contas, não há nada que possamos fazer. Στο κάτω κάτω της γραφής δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. |
με τα χίλιαlocução adverbial (figurado, completamente) (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) "Para qual time de futebol você torce?" "Manchester United até o fim!" «Τι ομάδα είσαι στο ποδόσφαιρο;» «Manchester United με τα χίλια!» |
ημέρα της κρίσεως(evento pavoroso) (τρομακτικό γεγονός, μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
τα όριά τουsubstantivo masculino (figurado: quando algo acaba) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Η υπομονή του Τζιμ έφτασε στα όριά της. |
διευθετούμαι,ολοκληρώνομαιexpressão (ser resolvido) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
είμαι αδιάκοπος, είμαι ασταμάτητοςlocução verbal (ser interminável) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) Η αγάπη του για αυτήν ήταν αδιάκοπη. |
σηματοδοτώ το τέλος του/της
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
παύω, σταματώexpressão verbal (terminar algo) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
στο τέλος του κύκλου ζωής του(produto, veículo) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
στο τέλοςlocução adverbial (antes da morte) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) No fim, ela só suspirou e soltou a minha mão. Στο τέλος απλώς αναστέναξε και άφησε το χέρι μου. |
Και τελικά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε πορτογαλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του fim στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.
Σχετικές λέξεις του fim
Ενημερωμένες λέξεις του πορτογαλικά
Γνωρίζετε για το πορτογαλικά
πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.