Τι σημαίνει το extrêmement στο Γαλλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης extrêmement στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του extrêmement στο Γαλλικά.
Η λέξη extrêmement στο Γαλλικά σημαίνει πάρα πολύ, υπερβολικά, υπέρμετρα, υπερβολικά, σε μεγάλο βαθμό, τρομερά, απίστευτα, υπερβολικά, έντονα, σε ακραίο βαθμό, σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο, σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγο, εκτυφλωτικά, εξαιρετικά, εξαιρετικά, άκρως, απόλυτα, απολύτως, απίστευτα, εξωφρενικά, άκρως, εξαιρετικά, πολύ, ιδιαίτερα, εξαιρετικά, εξαίσια, μοναδικά, τρελά, εντελώς, εξωφρενικά, απίστευτα, έντονα, πολύ, υπερβολικά, εξαιρετικά, υπερβολικά, υπέρμετρα, ζωτικά, ουσιαστικά, καίρια, εντελώς, απόλυτα, απεριόριστα, άπειρα, πολύ, εξαιρετικά, έντονα, δυνατά, εξαιρετικά, πάρα πολύ, εντελώς, απολύτως, τελείως, μνημειωδώς, άκρως, εξαιρετικά, πάρα πολύ, ριζικά, εξαιρετικά, άκρως, σοβαρή περίπτωση, ανιαρά, πληκτικά, ντιπ για ντιπ, μπιτ για μπιτ, τρομερά, φοβερά, πολύ σοβαρά άρρωστος, πολύ βαριά άρρωστος, υπερβολικά επιθετικός, αγχώδης σε υπερβολικό βαθμό, υπερευσυνείδητος, πολύ επικριτικός, υπερβολικά επικριτικός, καυτός, έντονα/πικρά απογοητευμένος, απόλυτα στεγνός, εντελώς ξερός, πιεστικός, επίμονος, κάνω μεγάλη ζημιά, απαίσια, άθλια, απαράδεκτα, κρίσιμος, ζωτικός, καίριος, ξεκαρδιστικός, αστείος, πολύ λεπτός, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης extrêmement
πάρα πολύadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Il ne fait pas simplement frais aujourd'hui, il fait extrêmement froid ! Η μέρα δεν είναι απλά δροσερή σήμερα, είναι πάρα πολύ κρύα! |
υπερβολικάadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) William est devenu extrêmement gros ces dernières années. |
υπέρμετρα, υπερβολικάadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La fête était extrêmement ennuyeuse, tout le monde est rentré avant onze heures. |
σε μεγάλο βαθμόadverbe (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) C'est un projet extrêmement compliqué à mettre en place. |
τρομερά, απίστευτα(μεταφορικά, καθομ) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
υπερβολικά, έντοναadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
σε ακραίο βαθμόadverbe (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Il a été extrêmement impoli. Ήταν ακραία αγενής. |
σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγοadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il est extrêmement intelligent et c'est amusant de lui parler. |
σε μεγάλο βαθμό, κατά κύριο λόγοadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Cela a extrêmement modifié cette culture. |
εκτυφλωτικάadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εξαιρετικάadverbe (ακραία) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ryan s'est coupé les cheveux extrêmement court. |
εξαιρετικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
άκρως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) La classe est extrêmement enthousiaste à propos de la sortie pédagogique. |
απόλυτα, απολύτωςadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
απίστευτα, εξωφρενικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le détective qui avait passé la nuit à chercher des indices était maintenant extrêmement fatigué. |
άκρως, εξαιρετικά, πολύ, ιδιαίτερα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les images présentées dans ce reportage peuvent être extrêmement (or: très) bouleversantes. Οι εικόνες σε αυτό το ειδησεογραφικό ρεπορτάζ ενδέχεται να είναι άκρως ενοχλητικές. |
εξαιρετικά, εξαίσια, μοναδικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
τρελά(καθομιλουμένη, μεταφορικά) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Brian veut descendre la cascade en canoë ? Il est extrêmement (or: complètement) stupide ! Ο Μπράιαν θέλει να περάσει με κανό πάνω από τον καταρράκτη; Είναι τρελά ηλίθιος! |
εντελώςadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εξωφρενικά, απίστευταadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Soudain, on entendit un bruit sec extrêmement fort. Ξαφνικά, ακούστηκε ένας εξωφρενικά μεγάλος θόρυβος. |
έντονα(offensé, blessé, ancré) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les propos tenus la veille par ses collègues avaient profondément blessé Martine. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η Έλεν είναι πολύ απορροφημένη στο βιβλίο της. |
πολύ(charger, imposer) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le camion lourdement chargé monta lentement la colline. Το υπερβολικά φορτωμένο φορτηγό αργά ανέβαινε τον λόφο. |
υπερβολικά(πάρα πολύ) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εξαιρετικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Les critiques complètement négatives n'ont pas incité les gens à aller voir la pièce. Οι εξαιρετικά αρνητικές κριτικές είχαν ως αποτέλεσμα να μην έρθει κόσμος στο έργο. |
υπερβολικά, υπέρμετρα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ζωτικά, ουσιαστικά, καίρια
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εντελώς, απόλυτα(être au courant, avoir raison) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Je suis parfaitement au courant de la situation. ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είμαστε εντελώς (or: απόλυτα) ευχαριστημένοι που καθόμαστε εδώ. |
απεριόριστα, άπειρα(figuré) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πολύ(familier) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle était super fatiguée après avoir couru son marathon. |
εξαιρετικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Nous te sommes extrêmement reconnaissants de tout le travail que tu as effectué. Είμαστε εξαιρετικά ευγνώμονες για τη δουλειά που έκανες. |
έντονα, δυνατά(conscient) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il a commencé à se sentir bien (or: parfaitement) seul après une semaine dans la nature. |
εξαιρετικάadverbe (ανάλογα με το συγκείμενο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Ο Φρανκ αντιλαμβανόταν πολύ καλά την οικονομική του κατάσταση αφού έχασε τη δουλειά του. |
πάρα πολύ
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Le directeur de l'association caritative fut énormément (or: extrêmement) reconnaissant pour les dons généreux. |
εντελώς, απολύτως, τελείως
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Il est devenu très clair que le plan ne fonctionnerait pas. |
μνημειωδώς, άκρως, εξαιρετικά
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
πάρα πολύ
(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) |
ριζικάadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
εξαιρετικά, άκρωςadverbe (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le prix du café est extrêmement élevé. |
σοβαρή περίπτωσηadverbe (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Je suis extrêmement déprimé. |
ανιαρά, πληκτικά(επίσημο) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) |
ντιπ για ντιπ, μπιτ για μπιτadverbe (αργκό: εντελώς, απολύτως) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
τρομερά, φοβεράadverbe (καθομιλουμένη) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Le chauffeur de taxi était terriblement (or: extrêmement) gentil. |
πολύ σοβαρά άρρωστος, πολύ βαριά άρρωστος
(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) Il est tombé très malade il y a un mois. Είναι πολύ σοβαρά (or: πολύ βαριά) εδώ και έναν μήνα περίπου. |
υπερβολικά επιθετικόςadjectif |
αγχώδης σε υπερβολικό βαθμόadjectif (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) |
υπερευσυνείδητοςadjectif (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
πολύ επικριτικός, υπερβολικά επικριτικόςadjectif |
καυτός
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
έντονα/πικρά απογοητευμένοςlocution adjectivale (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Mes parents ont été cruellement déçus quand j'ai arrêté mes études pour prendre un emploi. |
απόλυτα στεγνός, εντελώς ξερός
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
πιεστικός, επίμονος(Travail surtout) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
κάνω μεγάλη ζημιά
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Fumer nuit sérieusement à la santé. |
απαίσια, άθλια, απαράδεκτα
(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) Elle est très jolie mais elle s'habille horriblement mal (or: extrêmement mal). Είναι πολύ όμορφη, αλλά ντύνεται χάλια. |
κρίσιμος, ζωτικός, καίριος(μεταφορικά) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
ξεκαρδιστικός, αστείος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Jim trouvait que Dana était hilarante et riait à chacune de ses blagues. Ο Τζιμ θεωρούσε ότι η Ντάνα είχε πολύ πλάκα και γελούσε με όλα της τα αστεία. |
πολύ λεπτός
|
adverbe (à un haut degré) Les conférences de ce professeur sont extrêmement intéressantes. |
Ας μάθουμε Γαλλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του extrêmement στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.
Σχετικές λέξεις του extrêmement
Ενημερωμένες λέξεις του Γαλλικά
Γνωρίζετε για το Γαλλικά
Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.