Τι σημαίνει το expected στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης expected στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του expected στο Αγγλικά.
Η λέξη expected στο Αγγλικά σημαίνει προσδοκώμενος, αναμενόμενος, αναμένω, αναμένω, υποθέτω, θέλω, περιμένω, αναμένω, περιμένω, πιστεύω ότι θα κάνω κτ, πιστεύω να κάνω κτ, περιμένω παιδί, περιμένω, όπως ήταν αναμενόμενο, προσδοκώμενος μισθός, περισσότερο απο το αναμενόμενο, περισσότερος απο το αναμενόμενο, απίθανος, σπάνιος, αναμενόμενος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης expected
προσδοκώμενοςadjective (anticipated) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) Corinne was annoyed when her boyfriend did not turn up at the expected time. |
αναμενόμενοςadjective (not surprising) (μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.) My great-grandmother's death was sad, but expected; she was 99. |
αναμένωtransitive verb (anticipate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I expect our team will lose again. Περιμένω (or: πιστεύω) ότι η ομάδα μας θα χάσει ξανά. |
αναμένωtransitive verb (with clause: anticipate) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I expect our team will lose again. Big business is expected to maintain America's ability to compete in the world market. Αναμένω ότι η ομάδα μας θα χάσει πάλι. |
υποθέτωtransitive verb (suppose) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I expect that he got lost again. Υποθέτω ότι χάθηκε πάλι. |
θέλωtransitive verb (require, demand [sth]) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) As your employer, I expect perfection; this work isn't good enough! Ως εργοδότης σου θέλω τελειότητα. Αυτή η δουλειά δεν είναι αρκετά καλή! |
περιμένω, αναμένωtransitive verb (wait for) (κάτι, να γίνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'm expecting a package in the mail. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Προσμένω με ανυπομονησία τον ερχομό σου. |
περιμένωtransitive verb (require, demand) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I expect an apology from you. Περιμένω μια συγγνώμη από σένα. |
πιστεύω ότι θα κάνω κτ, πιστεύω να κάνω κτ(believe you will do [sth]) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) The England team expect to win their match against Sweden. |
περιμένω παιδίintransitive verb (informal (be pregnant) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) My wife's expecting. Η γυναίκα μου περιμένει παιδί. |
περιμένωtransitive verb (informal (be pregnant with) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I'm expecting a baby in July. My wife is expecting twins. Περιμένω παιδί τον Ιούλιο. |
όπως ήταν αναμενόμενοadverb (as was anticipated) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) As expected, all the crops withered because of the drought. |
προσδοκώμενος μισθόςnoun (pay expected by job candidate) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
περισσότερο απο το αναμενόμενοadverb (greater degree than anticipated) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) It rained more than expected last night. |
περισσότερος απο το αναμενόμενοnoun (greater quantity than anticipated) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) The number of people attending the match was more than expected. |
απίθανος, σπάνιοςexpression (unlikely) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Gifts from them are not to be expected. Τα δώρα από αυτούς είναι σπάνια. |
αναμενόμενοςexpression (what should, usually happens) (μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του expected στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του expected
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.