Τι σημαίνει το estender στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης estender στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του estender στο πορτογαλικά.

Η λέξη estender στο πορτογαλικά σημαίνει εκτείνομαι, απλώνω, απλώνω, παρατείνω, επεκτείνω, ανοίγω, επεκτείνω, παρατείνω, απλώνω, απλώνω, τεντώνω, εκτείνομαι, τεντώνω, απλώνω, απλώνω, τεντώνω, περνάω, περνώ, απλώνω, παίρνω θέση, γεφυρώνω, απλώνω κτ για να στεγνώσει, τραβάω, παρατείνω, ξετυλίγω, ανοίγω, σφαδάζω, τραβάω, συνεχίζω, παρατείνω, τείνω, παρατείνω, επιμηκύνω, εξέχω, προεξέχω, προβάλλω, επιμηκύνω, απλώνω, τεντώνω, ανοίγω, απλώνω, διατρέχω, απλώνω, εκτείνομαι, απλώνομαι, συνεχίζομαι, απλώνομαι, εξαπλώνομαι, εκτείνομαι, τεντώνομαι, εκτείνομαι σε κτ, φτάνω, φτάνω, φτάνω, αρκώ, κάνω να πιάσω, περνάω, εκτείνομαι, εξαπλώνομαι, εξαπλώνομαι, απλώνομαι, εξαπλώνομαι, εκτείνομαι, εκτείνομαι, επεκτείνομαι, γεφυρώνω, γίνομαι κομμάτια, διευρύνομαι, ανοίγομαι, σηκώνω τα χέρια, απλώνω τα χέρια, τεντώνω το χέρι, απλώνω το χέρι, παρατείνω υπερβολικά, τεντώνω το χέρι προς κπ/κτ, απλώνω το χέρι προς κπ/κτ, παραφορτώνομαι, αναπτύσσω, αναλύω, τρώω, τρέχω, εκτείνομαι, σκύβω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης estender

εκτείνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η οροφή του σπιτιού εκτείνεται πάνω από τη βεράντα.

απλώνω

verbo transitivo (mãos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο Γάλλος έτεινε το χέρι του, για να κάνουμε χειραψία.

απλώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Άπλωσε τον χάρτη πάνω στο τραπέζι.

παρατείνω

verbo transitivo (maior: tempo) (επίσημο: χρόνος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A assembleia legislativa estendeu o tempo de votação em mais 15 minutos.
ΝΕW: Αποφασίσαμε να παρατείνουμε τις διακοπές μας κατά μία βδομάδα.

επεκτείνω

(maior: fisicamente) (προσθήκη νέου τμήματος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles irão ampliar a trilha de bicicleta em mais de três metros.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Παρατηρήσαμε ότι η μεταλλική ράβδος επιμηκύνθηκε όταν την θερμάναμε.

ανοίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ανοίξτε τα δάχτυλά σας όσο πιο πολύ μπορείτε.

επεκτείνω, παρατείνω

verbo transitivo (aumentar tempo) (χρονικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ο κόσμος θα το εκτιμήσει αν παρατείνετε (or: επεκτείνετε) λίγο το διάλειμμα για γεύμα.

απλώνω

verbo transitivo (σε κάτι ή πάνω σε κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela estendeu a camisa na tábua de passar.
Άπλωσε το πουκάμισο πάνω στη σιδερώστρα.

απλώνω, τεντώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jim estendeu a mão para Karen apertar. Estendi minha perna esquerda para mostrar à médica a excrescência estranha.
Ο Τζιμ έδωσε στην Κάρεν το χέρι του για να κάνουν χειραψία. Τέντωσα το αριστερό μου πόδι, για να δείξω στον γιατρό το παράξενο εξόγκωμα.

εκτείνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As instalações defensivas estendiam ao longo da cumeeira.

τεντώνω, απλώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele estendeu a mão para pegar o papel do chão.

απλώνω, τεντώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

περνάω, περνώ

(ocupar área extensa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Eles estenderam um cabo de telégrafo sob o Atlântico.

απλώνω

verbo transitivo (tinta: aplicar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Primeiro, cubra a área com tinta.

παίρνω θέση

verbo transitivo (beisebol: sobre a base)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O rebatedor ocupou a posição antes do primeiro arremesso.
Ο ροπαλοφόρος πήρε θέση στη βάση, περιμένοντας την πρώτη ρίψη.

γεφυρώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A árvore caída se estendia pelo riacho.

απλώνω κτ για να στεγνώσει

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τραβάω, παρατείνω

(καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξετυλίγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ανοίγω

(figurado) (ζύμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Abra a massa de maneira fina e uniforme.
Άνοιξε τη ζύμη ώστε να γίνει λεπτή και ομοιόμορφη.

σφαδάζω

(figurado) (εγώ ο ίδιος: από κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O boxeador tinha tomado uma verdadeira surra durante a luta e ficou estirado de dor. Soluços estiraram o corpo da mulher de luto.
Οι λυγμοί τράνταζαν το σώμα της τεθλιμμένης γυναίκας.

τραβάω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não queremos levar as coisas longe demais.

συνεχίζω, παρατείνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Αναρωτιέμαι αν θα δώσουν παράταση στο πρόγραμμα για ένα ακόμη έτος.

τείνω

(λόγιος)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Beryl apontou seu dedo para o homem: "É ele". Adrian estendeu a cabeça para fora da janela para ver melhor.

παρατείνω, επιμηκύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξέχω, προεξέχω, προβάλλω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

επιμηκύνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απλώνω, τεντώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se você esticar o braço, provavelmente consegue me alcançar.
Εάν απλώσεις το χέρι σου μάλλον μπορείς να με φτάσεις.

ανοίγω, απλώνω

verbo transitivo (mostrar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O pavão abriu a cauda.
Το παγόνι άνοιξε την ουρά του.

διατρέχω

(ir de um extremo a outro)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A cadeia de montanhas cruza metade do país.

απλώνω

verbo transitivo (abrir as asas)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O peru esticou as asas e tentou voar, mas era pesado demais para sair do chão.

εκτείνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η γη μας εκτείνεται από το ποτάμι ως τον δρόμο.

απλώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συνεχίζομαι

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A reunião estendeu-se até as sete da noite, e mesmo assim não se chegou a nenhum acordo.
Η σύσκεψη συνεχίστηκε μέχρι τις επτά το απόγευμα και ακόμα δεν είχαν καταλήξει σε κάποια συμφωνία.

απλώνομαι, εξαπλώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A cidade se estendeu em todas as direções. O jardim se estendeu para fora da casa com árvores e camas de flores, terminando finalmente no rio.
Ο κήπος εκτεινόταν πέρα από το σπίτι, με δέντρα και με παρτέρια με λουλούδια, και τελικά κατέληγε στον ποταμό.

εκτείνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A sede dele por saber estendia-se da filosofia até a matemática.
Η δίψα του για μάθηση εκτείνεται από τη φιλοσοφία μέχρι και τα μαθηματικά.

τεντώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O gato se espalha no cobertor como um leão ao sol.
Η γάτα τεντώνεται στην κουβέρτα όπως ένα λιοντάρι στον ήλιο.

εκτείνομαι σε κτ

verbo pronominal/reflexivo

φτάνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A nossa propriedade estende-se por todo o caminho até o rio.
Το κτήμα μας φτάνει μέχρι κάτω στο ποτάμι.

φτάνω

verbo pronominal/reflexivo (figurativo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Minhas habilidades linguísticas não se estendem ao japonês.
Οι γλωσσικές μου δεξιότητες δεν φτάνουν μέχρι τα Ιαπωνικά.

φτάνω, αρκώ

verbo pronominal/reflexivo (figurativo) (για να κάνω κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Temo que minhas habilidades de conversação em italiano não se estendam a negociação de preços de casas.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ο Πέτρος ξέρει να μαγειρεύει, αλλά οι ικανότητες του δεν φτάνουν για να φτιάξει μουσακά.

κάνω να πιάσω

(para alcançar)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ele estendeu-se para o livro.
Τεντώθηκε για να πιάσει το βιβλίο.

περνάω

(percurso) (από κάπου)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A autoestrada estende-se ao longo do vale.

εκτείνομαι, εξαπλώνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As montanhas se estendem até o mar.

εξαπλώνομαι, απλώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Το δάσος εξαπλώθηκε (or: απλώθηκε) μέσα στην πεδιάδα.

εξαπλώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A glicínia alastrou-se na frente da casa.

εκτείνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As colinas com bosques se estendiam pelo rio.

εκτείνομαι, επεκτείνομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As glicínias estenderam-se sobre a treliça.

γεφυρώνω

verbo pronominal/reflexivo (χορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O seu tempo de treinador estendeu-se por três gerações.

γίνομαι κομμάτια

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

διευρύνομαι, ανοίγομαι

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σηκώνω τα χέρια, απλώνω τα χέρια

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τεντώνω το χέρι, απλώνω το χέρι

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παρατείνω υπερβολικά

locução verbal (figurativo: prolongar)

τεντώνω το χέρι προς κπ/κτ, απλώνω το χέρι προς κπ/κτ

locução verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

παραφορτώνομαι

locução verbal (fig: assumir obrigações em excesso)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

αναπτύσσω, αναλύω

(falar bastante) (θέμα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρώω

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η Τάνια έβλεπε ότι η δουλειά της θα της έτρωγε πάλι το σαββατοκύριακο.

τρέχω

verbo pronominal/reflexivo (ocupar área) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O cabo estica-se entre as paredes.

εκτείνομαι

verbo pronominal/reflexivo (de forma sinuosa)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As colinas da Toscana estendem-se por quilômetros.

σκύβω

expressão verbal (έμφαση στην κατεύθυνση)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Greg estendeu a mão para dar à menininha uma flor.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του estender στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.