Τι σημαίνει το enfurecer στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης enfurecer στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του enfurecer στο πορτογαλικά.

Η λέξη enfurecer στο πορτογαλικά σημαίνει εξαγριώνω, εξοργίζω, τρελαίνω, εξοργίζω, εξαγριώνω, μαίνομαι, εξοργίζομαι, αγανακτώ, εξοργίζω, ενοχλώ, εκνευρίζω, νευριάζω, θυμώνω, καίω, είμαι ανεξέλεγκτος, θυμώνω, νευριάζω, τσαντίζομαι, ωρύομαι, περιφέρομαι σε έξαλλη κατάσταση, περιφέρομαι μανιασμένος, αφηνιάζω, με πιάνει παραλήρημα για κτ/κπ, μαίνομαι, οργίζομαι, εξοργίζομαι, τα παίρνω, τα παίρνω στο κρανίο, φουντώνω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης enfurecer

εξαγριώνω, εξοργίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τρελαίνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

εξοργίζω, εξαγριώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μαίνομαι, εξοργίζομαι, αγανακτώ

(θυμός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O diretor estava enfurecendo-se quando veio para a sala de aula.

εξοργίζω

(figurado) (θυμός)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ενοχλώ, εκνευρίζω, νευριάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Μην το κάνεις αυτό· ξέρεις ότι με ενοχλεί!

θυμώνω

(reagir com aborrecimento)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ela ficou enfurecida quando sugeri que ela não tinha feito a parte dela.
Θύμωσε όταν είπα πως δεν έχει κάνει αυτό που της αναλογεί.

καίω

(μτφ, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O pensamento de que John estava namorando sua ex-namorada o enfurecia.

είμαι ανεξέλεγκτος

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

θυμώνω, νευριάζω, τσαντίζομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Meu pai vai se enfurecer se eu não chegar em casa à meia-noite.

ωρύομαι

verbo pronominal/reflexivo (λόγιος)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Janice escutou calmamente enquanto seu marido se enfurecia.
Η Τζάνις άκουγε με ηρεμία τον άντρα της που ωρυόταν.

περιφέρομαι σε έξαλλη κατάσταση, περιφέρομαι μανιασμένος

verbo pronominal/reflexivo

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O javali selvagem se enfurece pela floresta.
Το αγριογούρουνο περιφερόταν σε έξαλλη κατάσταση (or: περιφερόταν μανιασμένο) στο δάσος.

αφηνιάζω

verbo pronominal/reflexivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O chefe se enfureceu no escritório como um urso com dor de cabeça.

με πιάνει παραλήρημα για κτ/κπ

(reclamar de)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Pobre Fred, ele está sempre esbravejando sobre como o governo está atras dele.
Ο καημένος ο Φρεντ γκρινιάζει πάντα για το ότι η κυβέρνηση του την έχει στημένη.

μαίνομαι

(figurado, ventos, ondas)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

οργίζομαι, εξοργίζομαι

(με κτ, για κτ, από κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os habitantes da vila se encolerizaram com a proposta de desenvolvimento habitacional.

τα παίρνω, τα παίρνω στο κρανίο

(αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

φουντώνω

verbo pronominal/reflexivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ele tem um temperamento tão ruim que se exalta facilmente.
Είναι τόσο οξύθυμος που θυμώνει εύκολα.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του enfurecer στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.