Τι σημαίνει το encierro στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης encierro στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του encierro στο ισπανικά.
Η λέξη encierro στο ισπανικά σημαίνει εγκλωβίζω, χώνω, κλείνω, κλείνω κπ/κτ μέσα, περιλαμβάνω, εμπεριέχω, κλείνω κπ/κτ σε κτ, περιορίζω, περικλείω, κλειδώνω, απομονώνομαι, σταθμεύω, περιορίζω, τοποθετώ σε θήκη, εγκλωβίζω, στριμώχνω, περιορίζω, χώνω κπ μέσα, κλειδώνω κπ/κτ μέσα, κλείνω κτ κάπου, κλείνω, περιορισμός, απομόνωση, εγκλεισμός, βάζω κτ σε παρένθεση, χώνω κπ μέσα, βάζω κπ μέσα, πάω κπ μέσα, εγκλωβίζω, περιορίζω, κλείνω, φυλακίζω, κλείνω κπ/κτ σε κτ, κλείνω κπ/κτ σε κτ, κλείνω, μαντρώνω, χώνω κπ σε κτ, φυλακίζω, κυκλώνω, περικλείω, περιορίζω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης encierro
εγκλωβίζωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
χώνω, κλείνωverbo transitivo (en la cárcel) (μεταφορικά, καθομ: μέσα σε κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Lo encerraron en una celda que era apenas lo suficientemente grande como para moverse. Τον έκλεισαν (or: έχωσαν) σ' ένα κελί που ήταν μόλις και μετά βίας αρκετά μεγάλο ώστε να μετακινείται. |
κλείνω κπ/κτ μέσα
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) La encerró en el altillo para castigarla. |
περιλαμβάνω, εμπεριέχω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La sustancia radiactiva es encerrada en plomo. |
κλείνω κπ/κτ σε κτverbo transitivo |
περιορίζω, περικλείωverbo intransitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tenemos que encerrar a la cabra si no queremos que se escape. |
κλειδώνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Encerró al perro en su perrera. Κλείδωσε τον σκύλο στο σπιτάκι του. |
απομονώνομαιverbo transitivo (en un salón) (εγω ο ίδιος) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Los cardenales fueron encerrados en el Vaticano hasta que el Papa fue electo. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Γιατί κλειδαμπαρώθηκες στο δωμάτιό σου; Είσαι στενοχωρημένη; |
σταθμεύω(το ίδιο το όχημα) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
περιορίζωverbo transitivo (figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
τοποθετώ σε θήκη
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) El quesero revistió la rueda de queso con una capa de cera muy gruesa. |
εγκλωβίζω, στριμώχνω, περιορίζω(figurado) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Pasó todo el fin de semana enjaulado. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έχασα την έξοδο από τον αυτοκινητόδρομο, γιατί εγκλωβίστηκα σε λάθος λωρίδα. |
χώνω κπ μέσα(informal) (μεταφορικά, καθομιλουμένη) El juez debería enchironar al asesino y tirar la llave al mar. Ο δικαστής έπρεπε να χώσει τον δολοφόνο μέσα και να πετάξει το κλειδί! |
κλειδώνω κπ/κτ μέσα
El oficial de policía arrojó a los dos hombres en una celda y los encerró. |
κλείνω κτ κάπουverbo transitivo (animales) |
κλείνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περιορισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) El confinamiento a largo plazo es perjudicial para la salud de los animales de granja. |
απομόνωση
(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) El político se niega a salir de la reclusión y hablar con los periodistas. |
εγκλεισμός
(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) Después de su largo confinamiento, Roger nunca se adaptó del todo a la vida normal. |
βάζω κτ σε παρένθεση
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
χώνω κπ μέσα, βάζω κπ μέσα, πάω κπ μέσα(μεταφορικά, καθομ: στη φυλακή) Ese hombre ha cometido crímenes terribles, el juez lo va a meter entre rejas durante una larga temporada. |
εγκλωβίζω, περιορίζω, κλείνω(μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los padres de Mary la encierran mucho dentro de la casa. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τη μέρα που θα γίνω 30 θα κλειστώ στην κρεβατοκάμαρά μου. |
φυλακίζωlocución verbal (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Encerraron a las gallinas con una cerca de alambre. |
κλείνω κπ/κτ σε κτ
El granjero confinó las ovejas a un pequeño campo. Ο αγρότης έκλεισε τα πρόβατα σε ένα μικρό χωράφι. |
κλείνω κπ/κτ σε κτ
|
κλείνω, μαντρώνωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los soldados no pudieron escapar, los francotiradores enemigos los encerraron. |
χώνω κπ σε κτ(μεταφορικά, αργκό: ίδρυμα) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
φυλακίζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El gobierno encarceló a Holly durante seis meses por sus delitos. Η κυβέρνηση έβαλε τη Χόλυ φυλακή για έξι μήνες για τα εγκλήματά της. |
κυκλώνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dibuje un círculo alrededor de la respuesta correcta. Παρακαλώ κυκλώστε τη σωστή απάντηση. |
περικλείωlocución verbal (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) |
περιορίζω(un lugar pequeño) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Durante el aislamiento, toda la familia estuvo encerrada en su pequeño apartamento. |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του encierro στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του encierro
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.