Τι σημαίνει το emploi στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης emploi στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του emploi στο Γαλλικά.

Η λέξη emploi στο Γαλλικά σημαίνει εργασία, απασχόληση, χρήση, αξιοποίηση, δουλειά, εργασία, δουλειά, εύρεση εργασίας, εργασία, θέση εργασίας, πρόγραμμα, χρήση κεφαλαίων γραμμάτων, υποχρησιμοποίηση, περιττός, λειτουργίας, μη ενεργός, διπλού σκοπού, ημερομίσθια εργασία, επιχείρηση με πλήρες εργατικό δυναμικό, εγχειρίδιο, δουλειά μερικής απασχόλησης, δεύτερη δουλειά, περιγραφή ρόλου, αγορά εργασίας, εργασιακή σταθερότητα, ημέρα καριέρας, σωστή χρήση, ορθή χρήση, εγχειρίδιο χρήσης, πίνακας ανακοινώσεων, αναζήτηση εργασίας, επαγγελματική ενασχόληση, διακοπές σε συνδυασμό με εργασία, γραφείο ευρέσεως εργασίας, αναζήτηση εργασίας, ο αναζητών εργασία, αυτός που αναζητά εργασία, ζήτηση εργασίας, αγγελία για θέση εργασίας, οδηγίες, υποβάλλω αίτηση για δουλειά, για αναζήτηση εργασίας, έτοιμος για χρήση, πρόγραμμα, πρόγραμμα, χρονοδιάγραμμα, υποαπασχόληση, τα χαμηλά, ιστοσελίδα για εύρεση εργασίας, οι άνεργοι, άνεργοι, έτοιμος για χρήση, εγχειρίδιο, που έχει μισθωτή εργασία, προσωρινή εργασία, δουλειά, δείχνω κατάλληλος για έναν ρόλο. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης emploi

εργασία, απασχόληση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'emploi est au plus bas.

χρήση, αξιοποίηση

nom masculin (utilisation)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Venir à bout de ce projet nécessitera l'emploi de toutes les ressources en notre possession.

δουλειά, εργασία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nombreux sont les jeunes qui ont du mal à trouver un emploi.
Πολλοί νέοι δυσκολεύονται να βρουν δουλειά (or: εργασία).

δουλειά

(singulier seulement)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je dois trouver un nouveau travail.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Πρέπει να βρω μια νέα θέση εργασίας.

εύρεση εργασίας

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Gérard est à la recherche d'un emploi (or: d'un poste) dans l'audiovisuel.

εργασία

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
La banque fournit du travail à beaucoup de monde.
Η τράπεζα δίνει δουλειά σε πολλούς ανθρώπους.

θέση εργασίας

(professionnelle)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)
Son mari a une très bonne situation dans cette firme.

πρόγραμμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le programme comprend trois cours différents.
Το πρόγραμμα περιλαμβάνει τρία διαφορετικά μαθήματα.

χρήση κεφαλαίων γραμμάτων

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

υποχρησιμοποίηση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

περιττός

(expression)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Le professeur de Peter a relevé plusieurs phrases redondantes dans sa dissertation.
Ο δάσκαλος του Πίτερ επισήμανε ότι υπάρχουν αρκετές περιττές προτάσεις την έκθεσή του.

λειτουργίας

(σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)

μη ενεργός

(επαγγελματικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διπλού σκοπού

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ημερομίσθια εργασία

Le travail à la journée prend une part de plus en plus importante dans l'économie parallèle aux États-Unis.

επιχείρηση με πλήρες εργατικό δυναμικό

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le plein emploi est le but de chaque administration.

εγχειρίδιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δουλειά μερικής απασχόλησης

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Quand j'étais étudiant, j'avais un emploi à temps partiel dans un pub.
Όταν ήμουν φοιτητής είχα δουλειά μερικής απασχόλησης, δούλευα σε μια παμπ.

δεύτερη δουλειά

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Evelyn a pris un deuxième emploi comme femme de ménage pour arriver à payer ses factures.

περιγραφή ρόλου

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Je déteste licencier des employés, mais c'est dans ma fiche de poste.

αγορά εργασίας

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nos formations devraient répondre aux demandes du marché du travail. Le marché du travail est faible pour l'instant, avec seulement quelques postes disponibles même pour les employés qualifiés.
Τα μαθήματα θα έπρεπε να ταιριάζουν με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας. Η αγορά εργασίας είναι αδύναμη αυτόν τον καιρό και προσφέρει ελάχιστες θέσεις, ακόμη και για άτομα με προσόντα.

εργασιακή σταθερότητα

nom féminin

Les fonctionnaires ne sont pas beaucoup payés mais ont la sécurité de l'emploi.

ημέρα καριέρας

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σωστή χρήση, ορθή χρήση

nom masculin

εγχειρίδιο χρήσης

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

πίνακας ανακοινώσεων

nom masculin (για θέσεις εργασίας)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Le panneau d'offres d'emploi de la fac est l'endroit idéal pour dénicher un petit boulot.

αναζήτηση εργασίας

nom féminin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Alain est en recherche d'emploi.

επαγγελματική ενασχόληση

nom masculin

διακοπές σε συνδυασμό με εργασία

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

γραφείο ευρέσεως εργασίας

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αναζήτηση εργασίας

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ο αναζητών εργασία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

αυτός που αναζητά εργασία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ζήτηση εργασίας

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

αγγελία για θέση εργασίας

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

οδηγίες

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. οι γιορτές (χρονική περίοδος), είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
Veuillez lire attentivement les instructions (or: consignes) avant d'utiliser cet appareil.
Παρακαλώ διαβάστε τις οδηγίες προσεκτικά πριν χρησιμοποιήσετε τη συσκευή.

υποβάλλω αίτηση για δουλειά

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ma seule tâche de la journée est de postuler à un emploi.

για αναζήτηση εργασίας

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έτοιμος για χρήση

adjectif

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Cet ordinateur devrait être prêt à l'emploi.
Αυτός ο υπολογιστής θα έπρεπε να είναι έτοιμος για χρήση.

πρόγραμμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Le cours est mentionné dans l'emploi du temps des classes.
Το σεμινάριο έχει συμπεριληφθεί στο πρόγραμμα μαθημάτων.

πρόγραμμα, χρονοδιάγραμμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Chaque étudiant a reçu son emploi du temps pour le trimestre.
Όλοι οι μαθητές έχουν το ωρολόγιο πρόγραμμα για αυτό το τρίμηνο.

υποαπασχόληση

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

τα χαμηλά

(καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Ξεκίνησε από τα χαμηλά και με τη δουλειά του ανέβηκε στην ιεραρχία.

ιστοσελίδα για εύρεση εργασίας

nom masculin

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

οι άνεργοι

Les chiffres du gouvernement montrent que les chômeurs commencent à trouver des emplois.
Σύμφωνα με τα νούμερα που παρουσιάζει η κυβέρνηση, φαίνεται ότι οι άνεργοι βρίσκουν σιγά-σιγά δουλειές.

άνεργοι

(ουσιαστικοποιημένο επίθετο: Επίθετο που χρησιμοποιείται ως ουσιαστικό, π.χ. κάνε το καλό και ρίξτο στον γυαλό, οι πλούσιοι, κλπ.)
Les chômeurs baissent tous les jours grâce aux nouvelles politiques économiques du président.

έτοιμος για χρήση

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

εγχειρίδιο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Fred a lu le manuel (or: mode d'emploi) du nouveau lave-vaisselle.

που έχει μισθωτή εργασία

locution adjectivale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

προσωρινή εργασία

δουλειά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δείχνω κατάλληλος για έναν ρόλο

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je ne sais pas si John est prêt pour sa performance, mais en tout cas il a la tête de l'emploi.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του emploi στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του emploi

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.