Τι σημαίνει το drag στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης drag στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του drag στο Αγγλικά.

Η λέξη drag στο Αγγλικά σημαίνει σέρνω, σύρω, σέρνομαι, περνώ αργά, αγγαρεία, ρουφηξιά, άμαξα, μηχανισμός φρένου, οπισθέλκουσα, βγαίνω, σέρνομαι, ρουφάω, σέρνω μαζί,κουβαλάω, σέρνομαι, ρίχνω το ηθικό, ρίχνω, κατεβάζω, φέρνω,κουβαλάω, μπλέκω,ανακατεύω, σέρνω κπ σε κτ, απομακρύνω, τραβάω, παρατείνω, ξεθάβω, κακοανατρέφω, κακοαναθρέφω, είναι ντραγκ, απομακρύνω κπ δια της βίας, φέρνω, drag king, ντραγκ κινγκ, κάνω κήρυγμα σε κπ, τραβεστί, drag race, drag racing, διασύρω, σιγοπερπατώ, σουλατσάρω, χασομερώ, αλεξίπτωτο σταθεροποίησης, αλεξίπτωτο επιβράδυνσης, ντυμένος γυναίκα, κάνω μια τζούρα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης drag

σέρνω, σύρω

transitive verb (pull [sth], [sb] along the ground) (κυριολεξία, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cynthia dragged the large chair into the room.
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Έσουρε το μπαούλο στην άκρη.

σέρνομαι

intransitive verb (touch the ground)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
I didn't know that my scarf was dragging on the ground. Now it's filthy!
Δεν ήξερα πως το κασκόλ μου σερνόταν στο πάτωμα. Τώρα είναι μέσα στη βρώμα!

περνώ αργά

intransitive verb (pass slowly) (χρόνος)

The movie starts to drag in the second half.
Η ταινία σέρνεται στο δεύτερο μισό της.

αγγαρεία

noun (slang ([sth] boring, tedious)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Homework is always a drag.
Οι εργασίες για το σπίτι είναι σκέτη βαρεμάρα.

ρουφηξιά

noun (informal (puff on a cigarette, etc.) (από κάτι)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The man took a long drag of his cigarette.
Ο άνδρας πήρε μια μεγάλη ρουφηξιά (or: τζούρα) από το τσιγάρο του.

άμαξα

noun (horse-drawn coach)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Four horses pulled the drag, which had passengers seated inside and on the top.

μηχανισμός φρένου

noun (fishing: reel brake) (καλάμι ψαρέματος)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)
Use the drag when the fish tries to run.

οπισθέλκουσα

noun (aerodynamics: resistance)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
The thrust of the engines counteracts the drag of the wings.

βγαίνω

intransitive verb (fishing: cast a net) (για κάτι)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The fishermen drag for mussels when the tide is right.

σέρνομαι

intransitive verb (move wearily, heavily) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The old man dragged along the road.

ρουφάω

(draw on a cigarette, etc.) (κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
She dragged on her cigarette.

σέρνω μαζί,κουβαλάω

phrasal verb, transitive, separable (force to accompany)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
If you drag your son along to church he will only resent it.

σέρνομαι

phrasal verb, intransitive (move, act slowly) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
She didn't feel like doing anything, so she just dragged around all day.

ρίχνω το ηθικό

phrasal verb, transitive, separable (figurative (demoralize)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
His attitude is dragging the rest of us down.
Η στάση του ρίχνει και το δικό μας ηθικό.

ρίχνω, κατεβάζω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (lower the status, reputation of) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Marrying that reprobate will certainly drag down her reputation.

φέρνω,κουβαλάω

phrasal verb, transitive, separable (literal (cat: bring indoors) (κυριολεκτικά,γάτες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Last night Tiddles dragged in three voles, a mouse, and half a downy woodpecker.

μπλέκω,ανακατεύω

phrasal verb, transitive, separable (figurative (involve [sb] unwilling) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σέρνω κπ σε κτ

phrasal verb, transitive, separable (figurative (involve [sb] in [sth]) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απομακρύνω

phrasal verb, transitive, separable (carry away)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τραβάω

phrasal verb, intransitive (continue tediously) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The three-hour movie dragged on and on.
Η τρίωρη ταινία δεν είχε τελειωμό.

παρατείνω

phrasal verb, transitive, separable (informal, figurative (prolong)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Let's not drag out the meeting any longer than it has to be.
Ας μην παρατείνουμε τη συνέλευση περισσότερο απ' ό,τι χρειάζεται.

ξεθάβω

phrasal verb, transitive, separable (figurative, informal (old subject: raise again) (μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Did you have to drag up her infidelity?

κακοανατρέφω, κακοαναθρέφω

phrasal verb, transitive, separable (slang, figurative (child: rear badly) (παιδί)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

είναι ντραγκ

(performer: cross-dress)

απομακρύνω κπ δια της βίας

(force [sb] to leave)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
A police officer was dragging one of the protesters away.
Ο αστυνόμος απομάκρυνε δια της βίας έναν από τους διαδηλωτές.

φέρνω

(pull [sth] to another place)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Can you drag that chair into the living room?

drag king, ντραγκ κινγκ

noun (woman: male impersonator)

(ουσιαστικό αρσενικό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. μασέρ, αντικέρ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

κάνω κήρυγμα σε κπ

verbal expression (figurative, informal, often passive (reprimand [sb]) (καθομιλουμένη, μεταφορικά)

τραβεστί

noun (cabaret performer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Drag queens have long been an important part of gay culture and liberation.

drag race

noun (two-car competition)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
The annual Kingdon drag races take place this weekend.

drag racing

noun (two-car speed competition)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διασύρω

verbal expression (informal, figurative (dirty [sb]'s reputation)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
The biased reporter dragged the senator's name through the mud.

σιγοπερπατώ, σουλατσάρω

verbal expression (dawdle)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
If you don't stop dragging your feet, we'll never get there on time.

χασομερώ

verbal expression (figurative, informal (be slow to act) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
The Government is dragging its feet over the reforms, because it knows they will be unpopular with voters.

αλεξίπτωτο σταθεροποίησης

noun (aeronautics: small parachute) (αεροναυτική)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

αλεξίπτωτο επιβράδυνσης

noun (parachute used to slow a plane)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ντυμένος γυναίκα

adjective (performer: cross-dressing) (για άντρα)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
He came onstage in drag and performed a number of show tunes.

κάνω μια τζούρα

verbal expression (slang (inhale on a cigarette) (αργκό)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του drag στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του drag

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.