Τι σημαίνει το dissuader στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης dissuader στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dissuader στο Γαλλικά.

Η λέξη dissuader στο Γαλλικά σημαίνει αποτρέπω, αποτρέπω, απτόητος, αποτρέπω κπ από κτ, αποτρέπω, αποθαρρύνω, προειδοποιώ κπ για κτ, αποτρέπω κπ από το να κάνει κτ, αποτρέπω, αποθαρρύνω, μεταπείθω, αποτρέπω κπ από το να κάνει κτ, πείθω, αποτρέπω, μεταπείθω, αποτρέπω κπ από κτ, αποτρέπω, αποτρέπω κπ από το να κάνει κτ, αποτρέπω κπ από το να κάνω κτ, . Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης dissuader

αποτρέπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
S'il vous plaît, dissuadez-le d'adopter ce plan d'action irréfléchi.
Σας παρακαλώ να τον αποτρέψετε από αυτή τη βεβιασμένη ενέργεια.

αποτρέπω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mark voulait étudier à l'université, mais le prix l'en a dissuadé.
Ο Μαρκ ήθελε να πάει στο πανεπιστήμιο, τα δίδακτρα όμως τον απέτρεψαν.

απτόητος

locution adjectivale

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Samuel se dirigea vers la porte sans se laisser intimider par le chien qui grognait.

αποτρέπω κπ από κτ

locution verbale

αποτρέπω, αποθαρρύνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Simon s'inquiétait du fait que Maria doive prendre le volant après une bouteille de vin et a fait de son mieux pour l'en dissuader.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Ο Τζον απέτρεψε τη μικρή του κόρη απ' το να σκαρφαλώσει στο δέντρο από φόβο μην πέσει και χτυπήσει.

προειδοποιώ κπ για κτ

locution verbale

αποτρέπω κπ από το να κάνει κτ

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
J'essaie de la dissuader d'arrêter l'école à 16 ans.

αποτρέπω, αποθαρρύνω, μεταπείθω

verbe transitif (κπ από το να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jane a fait de son mieux pour dissuader son amie de trop boire.
Η Τζέιν έκανε ότι μπορούσε για να αποτρέψει τη φίλη της απ' το να πιει πολύ.

αποτρέπω κπ από το να κάνει κτ

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Comme mon frère s'est blessé au pied, je l'ai dissuadé de courir.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Είναι αδύνατο να αποτρέψεις τον Σων από το να καταταγεί στον στρατό.

πείθω, αποτρέπω, μεταπείθω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αποτρέπω κπ από κτ

(με ψυχολογικά μέσα)

αποτρέπω

(κπ από το να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le gros chien dissuadait les intrus de pénétrer chez lui.
Το μεγάλο σκυλί απέτρεπε τους περαστικούς απ' το να εισέρχονται στην ιδιοκτησία.

αποτρέπω κπ από το να κάνει κτ

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Comme mon frère s'est blessé au pied, je l'ai dissuadé de faire la course.

αποτρέπω κπ από το να κάνω κτ

(με ψυχολογικά μέσα)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

verbe transitif (faire renoncer)

Je l'ai dissuadé de partir tout de suite.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dissuader στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του dissuader

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.