Τι σημαίνει το direito στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης direito στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του direito στο πορτογαλικά.

Η λέξη direito στο πορτογαλικά σημαίνει δεξιός, νομική, δικαίωμα, δεξιά, καλά, δίκαιο, δίκιο, σωστός, σωστά, καλά, σωστός, δίκαιος, σωστός, λογικός, δικαίωμα, πεποίθηση ότι δικαιούμαι κτ, ηθικός, δικαίωμα, δικαίωμα, στητός, ευθυτενής, όρθιος, ολόρθος, δικαίωμα αγοράς, δεξιά, ελεύθερο ύψος, δίνω δικαίωμα ψήφου σε κπ, δίνω το δικαίωμα, εξουσιοδοτώ, που έχει κατοχυρωμένα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, και όλα όσα συνεπάγεται, όπως-όπως, κανονικά, στα δεξιά, χώρος πάνω από το κεφάλι, πατρογονικό δικαίωμα, ποινικό δίκαιο, ελέω Θεού δικαίωμα, νομικό ζήτημα, το δεξί μου χέρι, εκκλησιαστικός κανόνας, εμπορικό δίκαιο, κοινό δίκαιο, απαράγραπτο δικαίωμα, Νομική, νομομαθής, ναυτικό δίκαιο, δικαίωμα πρόσβασης, δικαίωμα χρήσης, δεξιά μεριά, δεξιά πλευρά, δικαίωμα ψήφου, το δεξί χέρι, πτυχίο δικηγόρου, συγκριτικό δίκαιο, εταιρικό δίκαιο, δεξιά πλευρά, γυναικείο προνόμιο, αποκλειστικό δικαιώμα, δικαιούμαι, έχω δικαίωμα σε κτ, έχω το δικαίωμα, έχω δικαίωμα, δικαιούμαι αποζημίωση, κάνω δυνατό ξεκίνημα, αποστερώ σε κπ το δικαίωμα ψήφου, διορθώνω, κάτω δεξιά, κυριότητα, δικαίωμα διέλευσης, <div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>, έχω το δικαίωμα να κάνω κτ, έχω δικαίωμα να κάνω κτ, δικαιούμαι να κάνω κτ, δεν κλέβω, κάτω δεξιά, που είναι το δεξί χέρι κάποιου, δικαίωμα ψήφου, που έχει το δίκιο με το μέρος του, επιλογή, δικαίωμα, δήλωση παραίτησης, δικαίωμα χρήσης κοινόκτητης έκτασης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης direito

δεξιός

adjetivo (lado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Coloque seus nomes na coluna direita e suas idades na coluna esquerda.
Γράψτε το όνομα σας στη δεξιά στήλη και την ηλικία σας στην αριστερή.

νομική

substantivo masculino (ciência das normas)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Ele estudou direito e se tornou um advogado.
Σπούδασε νομική (or: νομικά) και έγινε δικηγόρος.

δικαίωμα

substantivo masculino (poder legítimo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
As mulheres tiveram que lutar pelo direito de votar.
Οι γυναίκες έπρεπε να αγωνιστούν για το δικαίωμα να ψηφίζουν.

δεξιά

substantivo masculino (lado)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Minhas costas doem no lado direito.
Με πονάει η δεξιά πλευρά της πλάτης μου.

καλά

(condições)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Não se preocupe, meu pai vai deixar tudo direito.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αν προσπαθήσεις περισσότερο, είμαι σίγουρη ότι θα το κάνεις σωστά την επόμενη φορά.

δίκαιο, δίκιο

substantivo masculino (que é justo e correto)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ele vai agir direito com você.
Θα είναι δίκαιος απέναντί σου.

σωστός

adjetivo (adequado)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esse não é o jeito certo de por a mesa. Você colocou os copos no lado errado de cada lugar à mesa.
Δεν είναι αυτός ο σωστός τρόπος για το στρώσιμο του τραπεζιού. Έβαλες τα ποτήρια στη λάθος πλευρά του σερβίτσιου.

σωστά, καλά

advérbio (bem)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Esta caneta não escreve direito.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Αυτό το πλυντήριο δεν λειτουργεί σωστά (or: καλά).

σωστός, δίκαιος

(justo)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
É correto que você tenha um julgamento justo.
Το σωστό (or: δίκαιο) είναι να έχεις μία αμερόληπτη δίκη.

σωστός

(exato)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta medida está certa?

λογικός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ninguém em seu estado normal diria tal coisa.
Κανένας που έχει τα λογικά του δεν θα έκανε τέτοιο πράγμα.

δικαίωμα

substantivo masculino

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Toda pessoa acusada de um crime tem direito à representação legal.
Καθένας που κατηγορείται για κάποιο έγκλημα έχει δικαίωμα νόμιμης εκπροσώπησης.

πεποίθηση ότι δικαιούμαι κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As atitudes desagradáveis das pessoas aqui são por causa de seus direitos.

ηθικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Ela é uma mulher direita e acredita na santidade do matrimônio.
Είναι ηθική γυναίκα και πιστεύει στην ιερότητα του γάμου.

δικαίωμα

substantivo masculino (jurídico)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δικαίωμα

substantivo masculino (jurídico)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
O direito diz que o proprietário tem o poder de despejar você da casa se você não pagar o aluguel.

στητός, ευθυτενής, όρθιος, ολόρθος

(reto, vertical)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

δικαίωμα αγοράς

substantivo masculino (finança: direito de aquisição)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δεξιά

substantivo masculino (beisebol)

Ele bateu a bola para o campo direito.

ελεύθερο ύψος

A altura do teto é bem baixa nesta casa.
Το ύψος του ταβανιού είναι αρκετά χαμηλό σε αυτό το σπίτι.

δίνω δικαίωμα ψήφου σε κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίνω το δικαίωμα

(σε κπ για κτ)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ser a chefe dá a Linda direito ao maior escritório.
Επειδή είναι το αφεντικό, η Λίντα δικαιούται το μεγαλύτερο γραφείο.

εξουσιοδοτώ

(κπ να κάνει κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

που έχει κατοχυρωμένα δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

και όλα όσα συνεπάγεται

expressão

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

όπως-όπως

expressão (informal)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κανονικά

locução adverbial

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

στα δεξιά

locução adverbial

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Os automóveis britânicos e japoneses têm o volante do lado direito (or: no lado direito) do carro.
Τα βρετανικά και τα ιαπωνικά αυτοκίνητα έχουν το τιμόνι στα δεξιά.

χώρος πάνω από το κεφάλι

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

πατρογονικό δικαίωμα

(νομική)

ποινικό δίκαιο

(δίκαιο σχετικό με εγκλήματα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

ελέω Θεού δικαίωμα

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Στο Βυζάντιο επικρατούσε η ελέω Θεού μοναρχία.

νομικό ζήτημα

το δεξί μου χέρι

expressão (figurado) (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

εκκλησιαστικός κανόνας

εμπορικό δίκαιο

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

κοινό δίκαιο

(tipo de sistema legal)

απαράγραπτο δικαίωμα

Νομική

(εκπαίδευση)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

νομομαθής

substantivo masculino, substantivo feminino

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

ναυτικό δίκαιο

(leis que governam a navegação marítima)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

δικαίωμα πρόσβασης

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δικαίωμα χρήσης

(autorização para usar algo)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δεξιά μεριά, δεξιά πλευρά

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nos EUA, dirigimos no lado direito da estrada, não no esquerdo. Estou sentada na igreja com minha mãe do lado direito e minha irmã do lado esquerdo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Στην Αμερική οδηγούμε στη δεξιά πλευρά του δρόμου, όχι στην αριστερή.

δικαίωμα ψήφου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
Cem anos atrás, as mulheres não tinham o direito de votar.

το δεξί χέρι

expressão (figurado, assessor de confiança) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Mary era meu braço direito nessa tarefa. O braço direito do presidente garantiu que seu dia passasse sem problemas.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Η Μαίρη ήταν το δεξί μου χέρι σε αυτή την εργασία. Το δεξί χέρι του προέδρου τον διαβεβαίωσε ότι η μέρα του θα κυλήσει ομαλά.

πτυχίο δικηγόρου

(literal)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Πήρε το πτυχίο δικηγόρου πέρσι και τώρα κάνει πρακτική σε μια μεγάλη εταιρεία.

συγκριτικό δίκαιο

(estudo de diferentes sistemas legais) (νομικές επιστήμες)

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

εταιρικό δίκαιο

δεξιά πλευρά

γυναικείο προνόμιο

αποκλειστικό δικαιώμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

δικαιούμαι

locução verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você só tem direito a um reembolso se a mercadoria estiver com defeito.
Δικαιούστε επιστροφή χρημάτων μόνο εάν τα προϊόντα είναι ελαττωματικά.

έχω δικαίωμα σε κτ

expressão verbal

(ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.)
Você tem direito à representação por um advogado. // Vou dizer o que eu quiser; tenho direito à liberdade de expressão.

έχω το δικαίωμα, έχω δικαίωμα

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δικαιούμαι αποζημίωση

locução adjetiva (direito a uma reparação financeira)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάνω δυνατό ξεκίνημα

expressão verbal

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποστερώ σε κπ το δικαίωμα ψήφου

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

διορθώνω

locução verbal (corrigir, fazer consertos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάτω δεξιά

locução adverbial

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κυριότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
John e Sarah pagaram sua hipoteca, portanto agora possuem cem por cento do direito de propriedade da casa.
Ο Τζόν και η Σάρα αποπλήρωσαν το δάνειό τους και τώρα έχουν το εκατό τοις εκατό της κυριότητας του σπιτιού τους.

δικαίωμα διέλευσης

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

<div></div><div>(<i>β' συνθετικό</i>: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλό<i>βαθμος</i>, χαμηλό<i>βαθμος</i>κλπ.)</div>

(não formalizado)

έχω το δικαίωμα να κάνω κτ, έχω δικαίωμα να κάνω κτ

expressão verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δικαιούμαι να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Se alguém te pedir para fazer algo que não quer, você tem direito a dizer "não".

δεν κλέβω

expressão verbal (figurado) (μεταφορικά: σε παιχνίδι)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κάτω δεξιά

locução adjetiva

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)

που είναι το δεξί χέρι κάποιου

expressão (μεταφορικά)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δικαίωμα ψήφου

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)
No Reino Unido, todas as mulheres tiverem direito ao voto em 1928.
Στο Ηνωμένο Βασίλειο, όλες οι γυναίκες πήραν το δικαίωμα ψήφου το 1928.

που έχει το δίκιο με το μέρος του

locução adverbial

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επιλογή

(vez de escolher)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
O time da casa tem direito de escolha primeiro.
Οι γηπεδούχοι έχουν πρώτοι το δικαίωμα της επιλογής.

δικαίωμα

(για παροχή, για επίδομα)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Julie está esperando obter direito a benefício pelo programa de ajuda à mãe dependentes.

δήλωση παραίτησης

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

δικαίωμα χρήσης κοινόκτητης έκτασης

expressão (jurídico, Reino Unido)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του direito στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Σχετικές λέξεις του direito

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.