Τι σημαίνει το directed στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης directed στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του directed στο Αγγλικά.
Η λέξη directed στο Αγγλικά σημαίνει σκηνοθετούμαι από κπ, διευθύνομαι από κπ, ελέγχομαι από κπ, λαμβάνω την εντολή να κάνω κτ, απευθείας, άμεσος, αναλογικός, ευθύς, ξεκάθαρος, άμεσος, ξεκάθαρος, απευθείας, απευθύνομαι, καθοδηγώ, κατευθύνω, κατά πρόσωπο, ακριβώς, άμεσος, ακριβής, στα ίσια, κατευθύνω κπ/κτ μακριά από κτ, διατάζω κπ να κάνει κτ, σκηνοθετώ, ρυθμίζω, διατάζω, προστάζω, διευθύνω, σκηνοθετώ, καθοδηγώ, κατευθύνω, σκηνοθετώ, απευθύνω, απευθύνω κτ σε κπ, στρέφω, κατευθύνω κπ για κτ, καθοδηγώ κπ για κτ, απευθύνω κτ σε κπ, σύμφωνα με τις οδηγίες. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης directed
σκηνοθετούμαι από κπverbal expression (movie: have as director) '2001, A Space Odyssey' was directed by Stanley Kubrick. |
διευθύνομαι από κπverbal expression (project: be coordinated by) This book series was directed by the chair of the department. |
ελέγχομαι από κπverbal expression (be controlled, ordered by) The bombing was directed by the top general in charge. |
λαμβάνω την εντολή να κάνω κτverbal expression (be instructed) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) I was directed to fill out the form. |
απευθείαςadjective (straight) (ευθύς, άμεσος) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This is a direct route to the airport. Αυτός ο δρόμος οδηγεί ντουγρού στο αεροδρόμιο. |
άμεσοςadjective (lineal) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He is a direct descendant of Thomas Jefferson. Είναι άμεσος απόγονος του Τόμας Τζέφερσον. |
αναλογικόςadjective (math: proportion) (μαθ: αναλογία, συνάρτηση) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The positive slope of this graph indicates a direct relationship between the x and y variables. Η θετική κλίση αυτής της γραφικής παράστασης υποδεικνύει την αναλογική σχέση μεταξύ των μεταβλητών x και y. |
ευθύς, ξεκάθαροςadjective (plain speaking) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) He was direct with her and told her that she had to stop. Ήταν ξεκάθαρος μαζί της και της είπε πως έπρεπε να σταματήσει. |
άμεσοςadjective (consequential) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) This was a direct result of his actions on Tuesday. Αυτό ήταν το άμεσο αποτέλεσμα των όσων έκανε την Πέμπτη. |
ξεκάθαροςadjective (straightforward) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Please give me a direct answer. "Yes" or "no"? Παρακαλώ δώστε μου μία ξεκάθαρη απάντηση. «Ναι» ή «Όχι»; |
απευθείαςadverb (without interruption) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I flew to Paris direct. Πέταξα απευθείας στο Παρίσι. |
απευθύνομαιtransitive verb (aim, target) (σε κάποιον) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The marketing campaign was directed at young women. Η διαφημιστική καμπάνια απευθυνόταν στις νέες γυναίκες. |
καθοδηγώ, κατευθύνωtransitive verb (guide, instruct) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The supervisor was directing a trainee to operate the machine. Ο υπεύθυνος καθοδηγούσε έναν εκπαιδευόμενο στο χειρισμό ενός μηχανήματος. |
κατά πρόσωποadjective (with personal contact) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) He had a direct conversation with her. |
ακριβώςadjective (exact) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) They're twins, but they're direct opposites in character. Είναι δίδυμοι, αλλά ακριβώς αντίθετοι στον χαρακτήρα. |
άμεσοςadjective (accounting: cost type) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) We need to keep track of all direct and indirect costs associated with the merger. |
ακριβήςadjective (quotation, equivalent: exact) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The direct translation for "book" in French is "livre." |
στα ίσιαadverb (colloquial (directly) (καθομιλουμένη) (φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.) Her friends said that she should tell him direct that she liked him. |
κατευθύνω κπ/κτ μακριά από κτverbal expression (point in different direction) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The police were directing traffic away from the street where they were repairing the gas leak. |
διατάζω κπ να κάνει κτverbal expression (command) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The man directed his children to clean the house. |
σκηνοθετώintransitive verb (play, film) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) After many years as an actor, he wanted to direct. |
ρυθμίζωtransitive verb (manage) (τροχαία) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The police officer directed traffic. Ο αστυφύλακας ρύθμιζε την τροχαία (κίνηση). |
διατάζω, προστάζωtransitive verb (command) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The man directed his children to clean the house. |
διευθύνωtransitive verb (theatre, music: lead) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He directed the orchestra. ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Την ορχήστρα διευθύνει ο Μίκης Θεοδωράκης. |
σκηνοθετώtransitive verb (play, film) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Who directed "Gone with the Wind"? |
καθοδηγώ, κατευθύνωtransitive verb (give directions) (κυριολεξία: πρόσβαση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Can you please direct me to the museum? ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μην ανησυχείς! Θα μας οδηγήσει το gps στον προορισμό μας! |
σκηνοθετώtransitive verb (actor) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He directed Peter O'Toole in "Lawrence of Arabia". |
απευθύνω(address in speech) (κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The politician directed his speech at undecided voters. |
απευθύνω κτ σε κπ(address: a letter, package) To whom shall I direct the letter? Ποιον να βάλω ως παραλήπτη στο γράμμα; |
στρέφω(aim: remarks) (σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You should direct your criticisms to the person responsible. |
κατευθύνω κπ για κτ, καθοδηγώ κπ για κτ(guide, instruct) The trainer directed her in the best way to lift weights. |
απευθύνω κτ σε κπ(address in speech) The professor directed his comments to the two noisy girls in the back of the classroom. |
σύμφωνα με τις οδηγίεςexpression (following instructions) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του directed στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του directed
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.