Τι σημαίνει το diminuer στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης diminuer στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του diminuer στο Γαλλικά.

Η λέξη diminuer στο Γαλλικά σημαίνει ελαττώνομαι, μειώνομαι, μειώνομαι, ελαττώνομαι, μειώνω, ελαττώνω, μειώνω, ελαττώνω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, ξεθωριάζω, σβήνω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω, μικραίνω, ελαττώνω, μειώνω, αργοσβήνω, περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνω, λεπταίνω, μικραίνω, λιγοστεύω, ελαττώνομαι, μειώνομαι, μειώνω, ελαττώνω, υποχωρώ, χαμηλώνω, λιγοστεύω, μικραίνω, σβήνω, μαραζώνω, χάνομαι, μειώνομαι, ελαττώνομαι, χάνομαι, μειώνω, ελαττώνω, πέφτω, συρρικνώνομαι, χάνομαι, σβήνω, ξεθωριάζω, σβήνω, εξαντλώ, στερεύω, περιορίζω, καταστέλλω, μειώνω τη σημασία, κόβομαι, ολοκληρώνω, τελειώνω, συρρικνώνω, μειώνομαι, ελαττώνομαι, μειώνομαι, ελαττώνομαι, υποχωρώ, υποχωρώ, μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω σταδιακά, μειώνω, εξασθενώ, αποδυναμώνω, αφαιρώ από κτ, μετριάζω, απαλύνω, πέφτω, μειώνω, περικόπτω, περιορίζω, ελαττώνω, μειώνω, ρίχνω, σε φθίνουσα πορεία, μειώνομαι, αραιώνω, προκαλώ βλάβη σε κτ, κουρεύω, κόβω, μικραίνω, περιορίζω, ξεστοκάρω, μειώνομαι, χαλάω, μειώνω, μειώνω κατά το ήμισυ, μηχανοποιώ, υποβιβάζω κοινωνικά, συστέλλομαι. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης diminuer

ελαττώνομαι, μειώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο αέρας κόπασε και η θάλασσα γαλήνεψε.

μειώνομαι, ελαττώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le nombre de visiteurs dans cette ville a diminué au cours des dernières années.

μειώνω, ελαττώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Maintenant que Trevor a perdu son emploi, il doit réduire ses dépenses mensuelles.
Τώρα που ο Τρέβορ έχασε τη δουλειά του, πρέπει να περιορίσει τα μηνιαία έξοδά του.

μειώνω, ελαττώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'usine a dû réduire son personnel à cause d'un manque de demande pour son produit.
Το εργοστάσιο έπρεπε να μειώσει (or: ελαττώσει) το προσωπικό του εξαιτίας της έλλειψης ζήτησης για τα προϊόντα του.

μειώνομαι, ελαττώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La pluie a diminué après quelques minutes donc Tom a décidé de rentrer à pied.
Η βροχή ελαττώθηκε μετά από μερικά λεπτά και έτσι ο Τομ αποφάσισε να περπατήσει σπίτι.

ξεθωριάζω, σβήνω

verbe intransitif (son)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Quand nous sommes entrés dans le tunnel, la force du signal radio a diminué.
Καθώς το αυτοκίνητο έμπαινε στο τούνελ, το σήμα του ραδιοφώνου άρχισε να χάνεται.

μειώνομαι, ελαττώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La pièce devenait de plus en plus sombre au fur et à mesure que la flamme de la bougie diminuait (or: faiblissait).

λιγοστεύω, μικραίνω, ελαττώνω, μειώνω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ma migraine a diminué depuis hier, mais n'a pas encore totalement disparu.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Η παυσίπονη επίδραση της ασπιρίνης μειωνόταν μετά από μία μόλις ώρα.

αργοσβήνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περιορίζω, μειώνω, λιγοστεύω, ελαττώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

λεπταίνω, μικραίνω, λιγοστεύω, ελαττώνομαι, μειώνομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'intérêt d'Alice pour la littérature diminua avec l'âge.

μειώνω, ελαττώνω

(un effort,...)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποχωρώ

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαμηλώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
À mesure que les affrontements se multiplient, l'espoir d'une paix prochaine diminue.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα πρέπει να χαμηλώσεις τις προσδοκίες σου με βάση τις μέχρι τώρα αποτυχίες σου.

λιγοστεύω, μικραίνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nos chances d'arriver avant qu'il ne se mette à pleuvoir diminuent.
Οι πιθανότητες να φτάσουμε πριν ξεκινήσει η βροχή λιγοστεύουν.

σβήνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η Αμάντα καθόταν και έβλεπε το φως της ημέρας που χανόταν στο σούρουπο.

μαραζώνω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χάνομαι

verbe intransitif (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μειώνομαι, ελαττώνομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La consommation en eau doit baisser si l'on veut éviter une pénurie.
Η κατανάλωση νερού πρέπει να μειωθεί (or: ελαττωθεί) για να αποφύγουμε την ανομβρία.

χάνομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ο ενθουσιασμός του Γκλεν έσβησε μετά από δέκα χρόνια που έκανε την ίδια δουλειά.

μειώνω, ελαττώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
L'entreprise a diminué son budget formation.
Η εταιρεία μείωσε τον προϋπολογισμό της για την εκπαίδευση.

πέφτω

verbe intransitif (actions) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le prix de l'action a diminué cet après-midi.
Οι τιμές των μετοχών έπεσαν σήμερα το απόγευμα.

συρρικνώνομαι

(vêtement)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mon pull a rétréci au lavage.
Το πουλόβερ μου μάζεψε στο πλύσιμο.

χάνομαι, σβήνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ξεθωριάζω, σβήνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
D'ici, on dirait que les montagnes disparaissent à l'horizon.
Από εδώ τα βουνά φαίνονται να ξεθωριάζουν στην απόσταση. Όσο πιο πολύ απομακρυνόμαστε από τη ντίσκο, τόσο περισσότερο έσβηνε η μουσική.

εξαντλώ, στερεύω

(utiliser complètement)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le dur travail physique commençait à épuiser la force de Martin.
Η σκληρή σωματική εργασία είχε αρχίσει να εξαντλεί τις δυνάμεις του Μάρτιν.

περιορίζω, καταστέλλω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μειώνω τη σημασία

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κόβομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
En temps de crise, les subventions gouvernementales pour les arts ont tendance à s'amenuiser.

ολοκληρώνω, τελειώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

συρρικνώνω

(en taille)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La machine à laver a rétréci mon pull.
Το πλυντήριο συρρίκνωσε το πουλόβερ μου.

μειώνομαι, ελαττώνομαι

(facultés, santé, influence, vente,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les ventes d'ordinateurs de bureau ont décliné au profit des ordinateurs portables ces dernières années.
Οι πωλήσεις των επιτραπέζιων υπολογιστών μειώνονται (or: πέφτουν) τα τελευταία χρόνια καθώς ο περισσότερος κόσμος προτιμάει τους φορητούς.

μειώνομαι, ελαττώνομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'intérêt pour cette matière décline (or: diminue) alors l'université annulera le cours l'année prochaine.
Το ενδιαφέρον γι' αυτό το αντικείμενο έχει μειωθεί (or: έχει ελαττωθεί) κι ως εκ τούτου το πανεπιστήμιο θα ακυρώσει το συγκεκριμένο μάθημα την επόμενη χρονιά.

υποχωρώ

(tempête,...)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les golfeurs ont attendu à l'intérieur que la tempête se calme.

υποχωρώ

(eau) (στάθμη νερού)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les résidents pourront rentrer chez eux quand l'eau se sera retirée.
Θα επιτραπεί στους κατοίκους να επιστρέψουν όταν το νερό υποχωρήσει.

μειώνομαι, ελαττώνομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le nombre de fidèles déclinait (or: diminuait) au fur et à mesure que les gens déménageaient en banlieue.

λιγοστεύω σταδιακά

(nombre)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le nombre de malades de la grippe baissera au printemps.
Ο αριθμός των ασθενών από γρίπη θα λιγοστέψει σταδιακά την άνοιξη.

μειώνω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Maintenant que je suis au chômage, il va falloir réduire nos dépenses.

εξασθενώ, αποδυναμώνω

(une personne)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφαιρώ από κτ

verbe transitif

Une éraflure de la peinture diminuait fortement la valeur du tableau.

μετριάζω, απαλύνω

(couleur, contraste)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
J'ai adouci les photos parce que les couleurs étaient trop vives..
Έκανα πιο απαλά τα χρώματα στις φωτογραφίες επειδή ήταν πολύ φωτεινές.

πέφτω

verbe intransitif (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le niveau de l'eau va baisser (or: va diminuer) à marée basse.
Η στάθμη των υδάτων θα πέσει την ώρα της άμπωτης.

μειώνω, περικόπτω, περιορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ελαττώνω, μειώνω

(tension)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il a relâché la corde pour en réduire (or: diminuer) la tension.
Χαλάρωσε το σκοινί για να μειώσει την τάση.

ρίχνω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La morosité du marché a fait baisser (or: a diminué) le prix de l'action de trente points.
Η αδύναμη αγορά έριξε τη μετοχή κατά 30 μονάδες.

σε φθίνουσα πορεία

verbe intransitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μειώνομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les prix peuvent baisser un peu après la saison touristique.

αραιώνω

(cheveux)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Larry a décidé de parler à un médecin parce que ses cheveux avaient commencé à se clairsemer brutalement.

προκαλώ βλάβη σε κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La lumière puissante du soleil altérait la vision de Frank.
Το λαμπερό φως του ηλίου προκάλεσε βλάβη στην όραση του Φρανκ.

κουρεύω, κόβω

verbe transitif (les prix) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La boutique a réduit tous ses prix de 20 %.

μικραίνω, περιορίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Les profits sont à la baisse donc nous allons devoir réduire le budget cette année.

ξεστοκάρω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

μειώνομαι

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les attaques ont diminué en nombre et en intensité.

χαλάω

locution verbale (μεταφορικά: π.χ. μια γιορτή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μειώνω

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nous avons trop dépensé. Nous devons réduire nos dépenses.
Ξοδεύουμε πάρα πολλά. Πρέπει να μειώσουμε τα έξοδα.

μειώνω κατά το ήμισυ

verbe transitif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Nous devons réduire de moitié la somme que nous dépensons pour la nourriture.

μηχανοποιώ

(μια εργασία)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

υποβιβάζω κοινωνικά

verbe transitif

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
La mesure vise à soutenir le groupe en difficulté sans diminuer son statut aux yeux de la population générale.

συστέλλομαι

(rétrécir)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le bois se contracte (or: se rétracte) en séchant.
Το ξύλο συστέλλεται καθώς στεγνώνει.

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του diminuer στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του diminuer

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.