Τι σημαίνει το digno στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης digno στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του digno στο ισπανικά.

Η λέξη digno στο ισπανικά σημαίνει άξιος, αξιοπρεπής, ευγενής, καλός, αξιοπρεπής, δίκαιος, αντάξιος, που αξίζει κτ, μεγαλοπρεπής, επιβλητικός, αρχοντικός, αξιοσημείωτος, σημαντικός, αξιόπιστος, αξιοθαύμαστος, αξιοσημείωτος, αξίζω, αξιοθαύμαστος, θαυμαστός, βασιλικός, αναξιοπρεπής, αξιομνημόνευτος, που αρμόζει σε πολιτικό, άξιος, αντάξιος, αξιέπαινος, αξιοπρεπής μισθός, αξιολύπητος άνθρωπος, θέαμα, λογικός, εύλογος, που δικαιούται κτ, που είναι του ίδιου επιπέδου με κτ άλλο, κατάλληλος, κατάλληλος, αξιοπρόσεκτα, αξιοσημείωτα. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης digno

άξιος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El nuevo CEO es un sucesor digno del hombre que manejó esta compañía exitosamente por tantos años.
Ο καινούριος διευθύνων σύμβουλος είναι άξιος διάδοχος του ανθρώπου που διοικούσε την επιχείρησή μας τόσο επιτυχημένα επί τόσα χρόνια.

αξιοπρεπής

(άτομο)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Incluso cuando era muy viejo tenía una apariencia digna.

ευγενής, καλός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Salvar a los orangutanes de la extinción es una causa noble.
Η διάσωση των ουρακοτάγκων από τον αφανισμό είναι ένας ευγενής σκοπός.

αξιοπρεπής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Anoche probamos aquel restaurante nuevo. Sirven una comida decente; no es fantástica, pero está bastante bien.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Η εξυπηρέτηση πελατών του ξενοδοχείο ήταν ικανοποιητική.

δίκαιος, αντάξιος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που αξίζει κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Felicitaciones por ganar, no puedo pensar en nadie más merecedor del premio.

μεγαλοπρεπής, επιβλητικός, αρχοντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Nunca antes he conocido a una dama tan majestuosa.
Δεν έχω γνωρίσει ποτέ πριν μια τόσο αρχοντική κυρία.

αξιοσημείωτος, σημαντικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Sarah tenía que escribir un ensayo sobre un evento considerable que sucedió en China en 1850.
Η Σάρα έπρεπε να γράψει μια εργασία για ένα αξιοσημείωτο (or: σημαντικό) γεγονός που συνέβη στην Κίνα τη δεκαετία του 1850.

αξιόπιστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El dueño del negocio tenía suerte de tener empleados confiables que mantuvieran todo funcionando mientras él no estaba.
Ο επιχειρηματίας ήταν τυχερός που είχε αξιόπιστους υπαλλήλους που φρόντιζαν να λειτουργούν όλα ομαλά όσο έλειπε.

αξιοθαύμαστος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su tranquilidad durante el interrogatorio fue admirable.

αξιοσημείωτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hoy no pasó nada importante.
Αυτήν τη μέρα δε συνέβη τίποτα το αξιοσημείωτο.

αξίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rachel se mereció una promoción.
Η Ρέιτσελ άξιζε μια προαγωγή.

αξιοθαύμαστος, θαυμαστός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

βασιλικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los organizadores ofrecieron un banquete real.

αναξιοπρεπής

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αξιομνημόνευτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που αρμόζει σε πολιτικό

locución adjetiva

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
El Primer Ministro dio un discurso digno de un político.

άξιος, αντάξιος, αξιέπαινος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los padres insistieron en conocer al nuevo novio de su hija, para ver si era digno de ella.

αξιοπρεπής μισθός

(καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

αξιολύπητος άνθρωπος

(persona)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Andrés es un caso digno de compasión: su padre le pega, su madre le da al trago y tampoco tiene amigos.

θέαμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)

λογικός, εύλογος

locución adjetiva

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El director del debate declaró varios puntos no dignos de consideración.

που δικαιούται κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που είναι του ίδιου επιπέδου με κτ άλλο

locución verbal

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Esta comida es digna de un rey.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Το διήγημα της Τζέιν ήταν του ίδιου επιπέδου με τα έργα σπουδαίων συγγραφέων όπως του Ο. Χένρυ και του Μωπασάν.

κατάλληλος

(persona) (για κάποιον)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Él no cree que el novio de su hija sea bueno para ella.
Δεν πιστεύει πως το αγόρι της κόρης του κάνει για κείνη.

κατάλληλος

(για κάποιον)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Esta comida es digna de un rey.
Το γεύμα ταιριάζει σε βασιλιάδες.

αξιοπρόσεκτα, αξιοσημείωτα

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του digno στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.