Τι σημαίνει το determinado στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης determinado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του determinado στο ισπανικά.

Η λέξη determinado στο ισπανικά σημαίνει σίγουρος, συγκεκριμένος, καθορισμένος, ορισμένος, συγκεκριμένος, δεδομένος, ισχυρογνώμων, αποφασισμένος, πεισματάρης, επίμονος, αποφασιστικός, ανένδοτος, αποφασιστικός, σταθερός, ακλόνητος, που δεν διστάζει, που δεν έχει ενδοιασμούς, τακτοποιημένος, κανονισμένος, καθορισμένος, καθορίζω, διαπιστώνω, εξακριβώνω, προσδιορίζω, καθορίζω, προσδιορίζω, εντοπίζω, βρίσκω, προσδιορίζω, καθορίζω, ελέγχω, ρυθμίζω, καθορίζω, οριοθετώ, εξακριβώνω, διαπιστώνω, καθορίζω, παίρνω, ακολουθώ, υπολογίζω, εκτιμώ, σταθμίζω, υποδεικνύω, δηλώνω, προσπαθώ να ξεπεράσω, υπολογίζω, εκτιμώ, καθορίζω, αποφασίζω, ετοιμάζω, προετοιμάζω, προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, δωρεά σε εκκλησία για να γίνεται υπέρ κάποιου, οριστικότητα, έχω βάλει στόχο να κάνω κτ, αποφασισμένος, αποφασισμένος να κάνω κτ, ψηφοθηρικός, αποφασισμένος να κάνω κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης determinado

σίγουρος

(persona)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Tom estaba muy determinado en su deseo de dejar su trabajo y formarse en una profesión diferente.
O Τομ ήταν πολύ σίγουρος για την επιθυμία του να παραιτηθεί απ' τη δουλειά του και να επανεκπαιδευτεί για ένα διαφορετικό επάγγελμα.

συγκεκριμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Fácilmente puedes dividir la tabla en un determinado número de columnas.
Μπορείς εύκολα να χωρίσεις τον πίνακα σε ένα συγκεκριμένο αριθμό στηλών.

καθορισμένος, ορισμένος, συγκεκριμένος, δεδομένος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

ισχυρογνώμων

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αποφασισμένος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El jefe está resuelto a llevar adelante los cambios.
Το αφεντικό είναι αποφασισμένο να υλοποιήσει τις αλλαγές.

πεισματάρης, επίμονος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Adam era un niño obstinado al que no le gustaba obedecer a la autoridad.

αποφασιστικός, ανένδοτος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Admiro el carácter resuelto de Cindy; no deja que nada la detenga.

αποφασιστικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

σταθερός, ακλόνητος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

που δεν διστάζει, που δεν έχει ενδοιασμούς

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τακτοποιημένος, κανονισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Vale, está decidido: nos vamos de vacaciones a Italia y no a España.
Λοιπόν, είναι κανονισμένο. Θα πάμε στην Ιταλία για τις διακοπές μας, και όχι στην Ισπανία.

καθορισμένος

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Los enfermeros solo proveen cuidados dentro del marco definido de su práctica.

καθορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Esta ronda determinará qué concursantes pasarán a la final.
Ο γύρος αυτός θα καθορίσει ποιοι διαγωνιζόμενοι θα περάσουν στον τελικό.

διαπιστώνω, εξακριβώνω

(ότι, πως, αν)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Es simplemente imposible determinar si el departamento recibirá suficiente financiación el año que viene.
Είναι απλώς αδύνατον να εξακριβώσουμε αν το τμήμα θα λάβει αρκετή χρηματοδότηση την επόμενη χρονιά ή όχι.

προσδιορίζω

(με ακρίβεια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tenemos que determinar exactamente cuánta plata malversó el contador.

καθορίζω, προσδιορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Cómo determinas el valor de una obra de arte?
Πως καθορίζεις (or: προσδιορίζεις) την αξία ενός έργου τέχνης;

εντοπίζω, βρίσκω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Hay un ruido raro saliendo de alguna parte de la habitación pero no soy capaz de determinar su ubicación exacta.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Υπάρχει ένας παράξενος θόρυβος που έρχεται από κάπου στο δωμάτιο, αλλά δεν μπορώ να εντοπίσω το ακριβές σημείο.

προσδιορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
"Debemos determinar qué ocurrió exactamente aquella noche", dijo el inspector Brown.
«Πρέπει να προσδιορίσουμε τι ακριβώς έγινε εκείνη τη νύχτα» είπε ο επιθεωρητής Μπράουν.

καθορίζω, ελέγχω, ρυθμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La demanda normalmente determina la oferta.
Η ζήτηση συνήθως καθορίζει την προσφορά.

καθορίζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El nuevo jefe determinó la forma de hacer las cosas para que la compañía funcionase eficazmente.

οριοθετώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Necesitas determinar el alcance del proyecto.

εξακριβώνω, διαπιστώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La policía debía determinar si el hombre estaba muerto o si simplemente estaba desaparecido.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Πρέπει πρώτα να αποδειχθεί η ενοχή του και μετά θα του επιβληθεί η κατάλληλη ποινή.

καθορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
¿Puedes determinar la diferencia entre los dos cuadros?

παίρνω, ακολουθώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Jeremy determinó una ruta hacia el Oeste.

υπολογίζω, εκτιμώ, σταθμίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Usando esta fórmula podemos calcular la altura de los árboles.
Χρησιμοποιώντας αυτή τη μέθοδο, μπορούμε να υπολογίσουμε το ύψος των δέντρων.

υποδεικνύω, δηλώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
En algunos idiomas, formas diferentes de los pronombres indican formalidad.

προσπαθώ να ξεπεράσω

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pasó años resolviendo la muerte de sus padres en un accidente.
Πέρασε χρόνια προσπαθώντας να ξεπεράσει τον θάνατο των γονιών του σε ένα ατύχημα.

υπολογίζω, εκτιμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Trató de calcular la distancia ante de saltar.

καθορίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
El jefe fija las horas que trabajamos.

αποφασίζω

(να κάνω κτ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Lucy decidió hacer algo con su enmarañado pelo.
Η Λούση αποφάσισε να κάνει κάτι με τα απεριποίητα μαλλιά της.

ετοιμάζω, προετοιμάζω

(música, vídeo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προκαθορισμένο χρονικό διάστημα

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Los miembros del consejo se eligen para un plazo determinado de dos años.
Τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου εκλέγονται για προκαθορισμένο χρονικό διάστημα δύο χρόνων. Τα στεγαστικά δάνεια πληρώνονται για προκαθορισμένο χρονικό διάστημα, συνήθως δεκαπέντε ή τριάντα χρόνια.

δωρεά σε εκκλησία για να γίνεται υπέρ κάποιου

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

οριστικότητα

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

έχω βάλει στόχο να κάνω κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποφασισμένος

(una acción) (να κάνω κτ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
Roberto está decidido a terminar el trabajo para el viernes.
Ο Ρόμπερτ είναι αποφασισμένος να τελειώσει τη δουλειά του ως την Παρασκευή.

αποφασισμένος να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

ψηφοθηρικός

locución adjetiva (δαπάνες, έξοδα)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

αποφασισμένος να κάνω κτ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Marcus está determinado a ir a Oxford.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του determinado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.