Τι σημαίνει το dejado στο ισπανικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης dejado στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του dejado στο ισπανικά.
Η λέξη dejado στο ισπανικά σημαίνει απεριποίητος, εγκαταλελειμμένος, απεριποίητος, ατημέλητος, κουρελιάρης, κουρελής, που δεν συντηρείται, εγκαταλείπω, επιτρέπω κτ σε κπ, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ, αφήνω, αφήνω, αφήνω στην άκρη, κόβω, βάζω/τοποθετώ πάνω σε, αποθέτω, κόφτο, σταμάτα, παρατάω, εγκαταλείπω, αποκηρύσσω, εγκαταλείπω, σταματώ, φεύγω, σταματάω, σταματώ, απαρνούμαι, εγκαταλείπω, αφήνω, αφήνω, αφήνω, κόβω, βγάζω, αφήνω, αφήνω κτ σε κπ, το κόβω, τελειώνω με κτ, αφήνω, αφήνω, δίνω, αφήνω, παραδίδω, πετάω, πετώ, ρίχνω, αφήνω, εναποθέτω, αφήνω κτ στη θέση του, αφήνω κτ σε κπ, εγκαταλείπω, παρατάω, σταματάω, σταματώ, ξεχνάω, ξεχνώ, αφήνω, κάνω χώρο, αφήνω χώρο, εγκαταλείπω, αφήνω, εγκαταλείπω, κόβω, αποσύρομαι από κτ, εγκαταλείπω, αφήνω, σταματάω, σταματώ, αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ, παραιτούμαι από κτ, κληροδοτώ, απομονωμένος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης dejado
απεριποίητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
εγκαταλελειμμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) Hay varias granjas abandonadas en la región. Υπάρχουν αρκετές εγκαταλελειμμένες φάρμες στην περιοχή. |
απεριποίητος, ατημέλητος
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) El jardín estaba descuidado. Por los arriates las plantas crecían sin freno y al lado del caminito no paraban de salir hierbajos. Ο κήπος ήταν παραμελημένος, με ακλάδευτα παρτέρια και αγριόχορτα να φυτρώνουν στα μονοπάτια. |
κουρελιάρης, κουρελής
(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) Un hombre harapiento llamó a la puerta. Su traje parecía de buena calidad, pero estaba muy viejo y empezaba a descoserse por varias partes. Ένας ρακένδυτος άνδρας χτύπησε την πόρτα. Το κουστούμι του ήταν καλής ποιότητας, αλλά πολύ παλιό και είχε αρχίσει να ξεφτίζει σε κάποια σημεία. |
που δεν συντηρείται
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
εγκαταλείπω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tuvo que dejar la escuela antes de obtener el título. Παράτησε τις σπουδές του πριν πάρει πτυχίο.Πολλοί διαγωνιζόμενοι εγκατέλειψαν το τουρνουά λόγω τραυματισμών. |
επιτρέπω κτ σε κπ, επιτρέπω σε κπ να κάνει κτ
¿Te dejarán tus padres ir al baile? Θα σε αφήσουν οι γονείς σου να πας στον χορό; |
αφήνω(κπ να κάνει κτ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Mi esposa me dejó salir con los muchachos anoche. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Δεν επέτρεψε στα παιδιά της να δουν την ταινία επειδή περιέχει πολλές σκηνές βίας. |
αφήνω(ακολουθεί επίθετο) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La sorpresa lo dejó atónito. Το σοκ τον άφησε άφωνο. |
αφήνω στην άκρη
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Deja lo que estás haciendo, es hora de almorzar. Άφησε στην άκρη ο,τι κάνεις· είναι ώρα να φάμε μεσημεριανό. |
κόβωverbo transitivo (καθομιλουμένη, μεταφορικά: για συνήθεια) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Sigue prometiendo que va a dejar el alcohol. |
βάζω/τοποθετώ πάνω σε, αποθέτω
(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Dejó el libro sobre una mesa cercana. Έβαλε το βιβλίο πάνω σε ένα τραπέζι εκεί δίπλα. |
κόφτο, σταμάταverbo transitivo (αργκό) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Deja de cargarme con mi novio. |
παρατάω, εγκαταλείπω, αποκηρύσσωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando su marido volvió, decidió dejar su rol como sostén de la familia. |
εγκαταλείπω, σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los huelguistas dijeron que no iban a dejar su campaña de acción. Οι διαδηλωτές δήλωσαν ότι δεν θα σταματήσουν την εκστρατεία δράσης τους. |
φεύγω(un lugar) (από κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El dueño me ha dado una semana para dejar el departamento. Ο σπιτονοικοκύρης μου έδωσε μια βδομάδα για να φύγω από το διαμέρισμα. |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hace dos años dejé el hábito de fumar. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Σταμάτα να σφυρίζεις αμέσως! |
απαρνούμαι
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El alcohólico juró dejar su adicción. Ο αλκοολικός ορκίστηκε να εγκαταλείψει τον εθισμό του. |
εγκαταλείπωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Al crecer, dejó la iglesia. |
αφήνω(persona) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dejó a su esposa en casa y se fue con sus amigos el viernes por la noche. Παράτησε τη γυναίκα του σπίτι και βγήκε με τους φίλους του την Παρασκευή το βράδυ. |
αφήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Susana dejó su libro en el tren. Η Σούζαν άφησε το βιβλίο της στο τρένο. |
αφήνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Me gustó mucho la comida, pero dejé las papas porque ya me sentía lleno. Μου άρεσε το φαγητό, αλλά άφησα μερικές πατάτες γιατί είχα φουσκώσει. |
κόβωverbo transitivo (καθομιλουμένη, μτφ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Tiene que dejar el alcohol por un tiempo. Πρέπει να κόψει το ποτό για λίγο καιρό. |
βγάζω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Si quieres vivir por más tiempo, debes dejar el estrés en tu vida. Αν θέλεις να ζήσεις περισσότερο, βγάλε το άγχος από τη ζωή σου. |
αφήνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No te olvides de dejar las llaves en casa de tu madre antes de irte. Μην ξεχάσεις να αφήσεις τα κλειδιά στο σπίτι της μητέρας σου πριν φύγεις. |
αφήνω κτ σε κπ
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) ¿Te puedo dejar las llaves por si pasa algo? Μπορώ να σου αφήσω τα κλειδιά μου, σε περίπτωση που συμβεί κάτι; |
το κόβωverbo transitivo (καθομ: κακή συνήθεια) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Sonia solía usar drogas, pero las dejó hace años. Η Σόνια έπαιρνε ναρκωτικά, αλλά σταμάτησε πριν από χρόνια. |
τελειώνω με κτ
¿Ya dejaste el teléfono? Τελείωσες με το τηλέφωνο επιτέλους; |
αφήνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He dejado las llaves sobre la mesa de la cocina por si quieres salir. Άφησα τα κλειδιά στο τραπέζι της κουζίνας, σε περίπτωση που θελήσεις να βγεις. |
αφήνω, δίνωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Dejó su número de teléfono en el contestador automático. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έδωσε (or: Άφησε) τα στοιχεία του, για να τον πάρουν μόλις έχουν πληροφορίες. |
αφήνωverbo transitivo (κάτι να κάνει κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Al no meter el freno de mano, dejó que el coche rodara colina abajo. |
παραδίδωverbo transitivo (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Los invitados pueden dejar sus abrigos en la puerta. Οι επισκέπτες μπορούν να παραδώσουν τα παλτό τους στην είσοδο. |
πετάω, πετώ, ρίχνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Deja los papeles en mi escritorio. |
αφήνωverbo transitivo (συνήθως για φύλαξη) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) John dejó sus maletas en una consigna de la estación. |
εναποθέτωverbo transitivo (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Las inundaciones dejaron lodo en los hogares de los aldeanos. |
αφήνω κτ στη θέση τουverbo transitivo (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) Deja esa oración, creo que es buena. |
αφήνω κτ σε κπverbo transitivo (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) En el testamento, su padre le dejó el reloj antiguo. Στη διαθήκη του ο πατέρας της της άφησε το ρολόι αντίκα. |
εγκαταλείπω, παρατάω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) El conductor del auto que iba ganando abandonó la carrera por un problema en el motor. ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Ο οδηγός του προπορευόμενου οχήματος εγκατέλειψε τον αγώνα γιατί είχε μηχανικά προβλήματα. |
σταματάω, σταματώ(una actividad) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No me puedo concentrar si sigues golpeando los dedos contra el escritorio, ¡para! Δεν μπορώ να συγκεντρωθώ, όταν χτυπάς τα δάχτυλά σου στο γραφείο. Σταμάτα. |
ξεχνάω, ξεχνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Cuando llegué al aeropuerto me di cuenta de que me había dejado el pasaporte. Δεν είχα καταλάβει ότι είχα ξεχάσει το διαβατήριό μου μέχρι που έφτασα στο αεροδρόμιο. |
αφήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¡Suéltame, abusón! Άφησε με, παλιονταή! |
κάνω χώρο, αφήνω χώρο
(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Permite pasar al camarero. Άφησε τον σερβιτόρο να περάσει. |
εγκαταλείπω, αφήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) La familia abandonó su casa y huyó del país. Η οικογένεια εγκατέλειψε το σπίτι της κι έφυγε από τη χώρα. |
εγκαταλείπω, κόβω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Va a ser difícil, pero voy a tratar de abandonar el chocolate para la cuaresma. Θα είναι δύσκολο, αλλά θα προσπαθήσω να κόψω τη σοκολάτα τη Σαρακοστή. |
αποσύρομαι από κτ
La lesión del jugador lo obligó a abandonar la competencia. Ο τραυματισμός του παίκτη τον ανάγκασε να αποσυρθεί από τον αγώνα. |
εγκαταλείπω, αφήνω
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No voy a abandonar este proyecto; mi plan es terminarlo. Δε θα εγκαταλείψω αυτό το πρότζεκτ. Σχεδιάζω να το συνεχίσω μέχρι να τελειώσει. |
σταματάω, σταματώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) ¿Puedes parar de hacer eso? Θα μπορούσες να το σταματήσεις αυτό σε παρακαλώ; |
αφήνω, ξεχνάω, ξεχνώ
(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hemos decidido abandonar el asunto. Αποφασίσαμε να μην ασχοληθούμε άλλο με το θέμα. |
παραιτούμαι από κτ(trabajo) Alice decidió renunciar a su trabajo porque no soporta a su jefe. Η Άλις αποφάσισε να παραιτηθεί (or: να φύγει) από τη δουλειά της, καθώς δεν μπορεί να αντέξει το αφεντικό. |
κληροδοτώ(κάτι σε κάποιον) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) No legó nada a su familia, y dejo su propiedad a la caridad. |
απομονωμένος
(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.) |
Ας μάθουμε ισπανικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του dejado στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.
Σχετικές λέξεις του dejado
Ενημερωμένες λέξεις του ισπανικά
Γνωρίζετε για το ισπανικά
Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.