Τι σημαίνει το content στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης content στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του content στο Αγγλικά.

Η λέξη content στο Αγγλικά σημαίνει χαρούμενος, ευτυχισμένος, ευτυχής, χαρούμενος, περιεχόμενο, περιεχόμενο, περιεχόμενο, περιεχόμενα, περιεχόμενο, ευχαρίστηση, χαρά, λέξη περιεχομένου, περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη, ποσοστό αλατιού, ποσό αλατιού, όσο τραβάει η όρεξη σου. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης content

χαρούμενος, ευτυχισμένος, ευτυχής

adjective (happy)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
The cat was curled up by the fire, looking content.
Η γάτα ήταν κουλουριασμένη δίπλα στη φωτιά, δείχνοντας ευτυχισμένη.

χαρούμενος

adjective (satisfied) (που κάνω κτ, που συμβαίνει κτ)

(μετοχή παρακειμένου: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. χαμένος, χαμένη, χαμένο κλπ.)
She was content to hear about his promotion.
Χάρηκε όταν έμαθε για την προαγωγή του.

περιεχόμενο

noun (substance)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The content of the essay is interesting and important.
Το περιεχόμενο της έκθεσης είναι ενδιαφέρον και σημαντικό.

περιεχόμενο

noun (ideas contained)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The article was well structured, but it didn't have much content.
Το άρθρο ήταν καλά δομημένο, αλλά δεν είχε πολύ ουσία.

περιεχόμενο

plural noun ([sth] inside a container)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Vera emptied the contents of her handbag onto the table.
Η Βέρα άδειασε το περιεχόμενο της τσάντας της πάνω στο τραπέζι.

περιεχόμενα

plural noun (book: list of chapters)

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)
The contents are at the front of the book.
Τα περιεχόμενα βρίσκονται στο μπροστινό μέρος του βιβλίου.

περιεχόμενο

noun (internet: text, data, information)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Jeff's job is to make sure the content of the website is always up to date.
Η δουλειά του Τζεφ είναι να διασφαλίζει ότι το περιεχόμενο της ιστοσελίδας είναι πάντα ενημερωμένο.

ευχαρίστηση, χαρά

noun (pleasure)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
His content at his children's success was obvious.
Η ευχαρίστησή του για την επιτυχία των παιδιών του ήταν εμφανής.

λέξη περιεχομένου

(linguistics) (γλωσσολογία)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

περιεκτικότητα σε πρωτεΐνη

noun (amount of protein in a food)

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

ποσοστό αλατιού, ποσό αλατιού

noun (amount of salt in [sth]) (πόσο αλάτι περιέχει κάτι)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘΑυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Τι ποσοστό αλατιού αναγράφει αυτή η συσκευασία;

όσο τραβάει η όρεξη σου

adverb (figurative, informal (as much as you please)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
You can ask me to your heart's content, but I won't answer your questions.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του content στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του content

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.