Τι σημαίνει το contact στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης contact στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του contact στο Γαλλικά.

Η λέξη contact στο Γαλλικά σημαίνει επαφή, επαφή, επικοινωνία, επαφή, γνωριμία, επαφή, υφή, αίσθηση, επικοινωνία, επαφή, τρόπος, επαφή, επικοινωνία, σχέση, μίζα, άγγιγμα, πρόσβαση, άγγιγμα, γνωριμία, επαφή, σύνδεσμος, επαφή, αίσθηση, έρχομαι πολύ κοντά, αρμόδιος για επικοινωνία, άγγιγμα, επικοινωνώ, επαφής, απομονωμένος, επικοινωνώ, έρχομαι σε επαφή, επανασυνδέω, ξαναεπικοινωνώ, σε απομόνωση, επικοινωνώ με κπ, προσωπικά στοιχεία, ανέπαφος, που έρχεται σε επαφή με τους πελάτες, έχω σχέσεις με κπ, άμεση πρόσβαση, οι τρόποι κπ, μίζα αυτοκινήτου, φυσική επαφή, σωματική επαφή, δερματίτιδα εξ επαφής, οπτική επαφή, κοινωνικός άνθρωπος, άτομο με το οποίο γίνεται η επικοινωνία, άθλημα επαφής, γυαλιά, φιλί στον αέρα, κρατάω επαφή, επικοινωνώ με κπ, έρχομαι σε επαφή με, κρατάω επαφή, κρατώ επαφή, φέρνω κπ σε επαφή με κπ, εκτίθεμαι σε κάτι, κρατάω επαφή, έρχομαι σε επαφή με κπ, κοιτάω στα μάτια, μιλάω με κπ, συνεργάζομαι με κπ, συναναστρέφομαι, εφάπτομαι σε, μπλοκάρω κπ με το σώμα, επικοινωνώ, συμβαδίζω, συνεχόμενος, της εξυπηρέτησης πελατών, κρατάω επαφή με κπ, είμαι σε επαφή με κπ, γνωρίζω, συναντώ κάποιον, κρατάω επαφή, κρατώ επαφή, κρατάω επαφή, κρατώ επαφή, κρατώ επαφή, έρχομαι σε επαφή με κπ, έρχομαι σε επικοινωνία με κπ, φέρω κπ σε επαφή με κπ άλλον, συνδέομαι με κπ/κτ, δημιουργώ σχέση, επικοινωνώ με κπ, έρχομαι σε επαφή, τα λέμε με κπ, αποκόπτω, απομακρύνω, χάνω επαφή, έρχομαι σε επαφή με κτ, επανασυνδέω, ξαναβρίσκομαι, δεν έχω επαφές, δεν κρατάω επαφή, δεν έχω επαφές με κπ, δεν κρατάω επαφή με κπ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης contact

επαφή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le contact avec de la peinture fraîche peut abîmer vos vêtements.
Η επαφή με βρεγμένη μπογιά θα χαλάσει τα ρούχα σου.

επαφή, επικοινωνία

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Nous étions amis mais nous avons perdu contact ces dernières années.
Ναι, ήμασταν φίλοι, αλλά έχουμε χάσει επαφή τα τελευταία χρόνια.

επαφή, γνωριμία

nom masculin ([qqn] qu'on connaît)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Si vous avez besoin d'un coup de pouce, j'ai un contact dans cette boîte.
Έχω μέσον σε εκείνη την εταιρία, αν χρειαστείς βοήθεια.

επαφή

nom masculin (Électricité : pièce)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les contacts électriques doivent se toucher pour fermer le circuit.

υφή, αίσθηση

nom masculin (physique)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Beaucoup de gens aiment le contact de la soie.

επικοινωνία

nom masculin (avec [qqn])

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il faut que je me mette en contact en lui. Je vais l'appeler tout de suite.
Πρέπει να έρθω σε επικοινωνία μαζί του. Ας του τηλεφωνήσω τώρα.

επαφή

nom masculin (figuré)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Le dirigeant avait perdu contact avec les attentes du peuple.

τρόπος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Elle a un bon contact avec les clients qu'elle apprécie.

επαφή, επικοινωνία, σχέση

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
A-t-il conservé des contacts (or: des liens) avec les Mexicains ?
Έχει καμία επαφή με την μεξικανική κοινότητα;

μίζα

(Automobile : système)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Jim a emmené sa voiture au garage car l'allumage ne marchait plus.

άγγιγμα

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Ce papier peint est rugueux au toucher.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το άγγιγμά του την παρηγόρησε.

πρόσβαση

nom masculin (figuré)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Les contacts avec le président étaient contrôlés par le chef d'équipe.
Ο υπεύθυνος του πολιτικού γραφείου έλεγχε ποια άτομα είχαν πρόσβαση στον Πρόεδρο.

άγγιγμα

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Cette plante carnivore referme ses feuilles au moindre petit contact de la main.

γνωριμία, επαφή

nom masculin (συχνά πληθυντικός)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Il a été embauché grâce à un contact qu'il avait dans sa famille.

σύνδεσμος

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Le diplomate agissait à titre d'intermédiaire entre les deux gouvernements.
Ο διπλωμάτης είχε τον ρόλο του συδνέσμου μεταξύ των δύο κυβερνήσεων.

επαφή

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
L'exposition des enfants aux langues étrangères dès leur plus jeune âge est bon pour eux.
Οι φοιτητές πριν από το πανεπιστήμιο δεν είχαν ποτέ μεγάλη επαφή με νέες ιδέες.

αίσθηση

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
J'aime bien la sensation de la soie sur ma peau.
Μου αρέσει η αίσθηση του μεταξιού στο δέρμα μου.

έρχομαι πολύ κοντά

(la mort)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Lili conduit beaucoup plus prudemment depuis qu'elle a frôlé la mort.
Η Λίλη οδηγεί πολύ πιο προσεκτικά από όταν ήρθε πολύ κοντά στον θάνατο.

αρμόδιος για επικοινωνία

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άγγιγμα

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ellen n'a eu qu'à toucher rapidement le tissu pour dire que ce n'était pas ce qu'elle voulait.

επικοινωνώ

(με κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Contactez (or: appelez) votre médecin en cas de forte fièvre.
Αν κάνεις υψηλό πυρετό θα πρέπει να επικοινωνήσεις με τον γιατρό σου.

επαφής

locution adjectivale (σε γενική)

(ουσιαστικό σε θέση επιθέτου: Ουσιαστικό που χρησιμοποιείται ως επίθετο, π.χ. είμαι χώμα από την κούραση κλπ.)
Les formulaires de contact sont autocollants des deux côtés.

απομονωμένος

(par choix : travail,...)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

επικοινωνώ, έρχομαι σε επαφή

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
N'hésitez à nous contacter si vous avez des questions.

επανασυνδέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαναεπικοινωνώ

(με κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σε απομόνωση

(injoignable)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

επικοινωνώ με κπ

Επικοινώνησε μαζί μου σε μερικές εβδομάδες για να δω πως προχωράει το πρότζεκτ.

προσωπικά στοιχεία

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

ανέπαφος

adjectif

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

που έρχεται σε επαφή με τους πελάτες

(métier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

έχω σχέσεις με κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

άμεση πρόσβαση

nom masculin (σε κάποιον: χωρίς μεσάζοντα)

Elle a un contact direct avec le Premier ministre.
Έχει άμεση πρόσβαση στον πρωθυπουργό.

οι τρόποι κπ

nom masculin

Notre médecin de famille a un très bon contact avec les patients : toujours gentil, à l'écoute et rassurant.
Οι τρόπου του οικογενειακού μας γιατρού είναι υπέροχοι, είναι πάντα φιλικός, ενδιαφέρεται και μας καθησυχάζει.

μίζα αυτοκινήτου

nom féminin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

φυσική επαφή, σωματική επαφή

nom masculin

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)

δερματίτιδα εξ επαφής

nom féminin

(φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.)

οπτική επαφή

Le contact visuel est important lorsque l'on communique avec les autres.
Η οπτική επαφή είναι σημαντική στην επικοινωνία με τους άλλους.

κοινωνικός άνθρωπος

nom féminin

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
John est une personne qui aime le contact (avec les gens), il peut bavarder avec n'importe qui.

άτομο με το οποίο γίνεται η επικοινωνία

nom masculin

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

άθλημα επαφής

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

γυαλιά

(ουσιαστικό αρσενικό πληθυντικός: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και είτε χρησιμοποιείται μόνο στον πληθυντικό, π.χ. τα κάλαντα, είτε αναφέρεται στον πληθυντικό για την ορθή απόδοση του μεταφραζόμενου όρου.)

φιλί στον αέρα

nom masculin

(φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.)

κρατάω επαφή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Est-ce que vous êtes encore en contact ?
Έχετε κρατήσει επαφή;

επικοινωνώ με κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Est-ce que tu as été en contact avec elle récemment ?

έρχομαι σε επαφή με

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Vous pouvez prendre contact avec nous à l'adresse indiquée ci-dessus.

κρατάω επαφή, κρατώ επαφή

locution verbale

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Notre cousine Andrea est restée en contact avec nous en nous envoyant des colis d'Amérique du Sud.
Η ξαδέλφη Άντρεα κρατούσε επαφή στέλνοντας πακέτα από τη Νότια Αμερική.

φέρνω κπ σε επαφή με κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tu n'as jamais rencontré Jeff mais je peux te mettre en relation avec lui.

εκτίθεμαι σε κάτι

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
J'ai appelé le médecin dès que j'ai découvert que j'avais été en contact avec quelqu'un qui avait la grippe porcine.
Τηλεφώνησα στη γιατρό μόλις ανακάλυψα ότι είχα εκτεθεί στον ιό της γρίπης των χοίρων μετά από την επαφή μου με κάποιον που είχε προσβληθεί από αυτή.

κρατάω επαφή

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Mon oncle et moi sommes restés en contact après son déménagement en Australie.

έρχομαι σε επαφή με κπ

verbe pronominal (plutôt professionnel)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Pour régler le problème, le mieux est que vous vous mettiez en contact avec la direction.

κοιτάω στα μάτια

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μιλάω με κπ

locution verbale (personnes)

συνεργάζομαι με κπ

συναναστρέφομαι

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Je déteste ce boulot, mais il me permettra d'entrer en contact avec des personnes influentes.
Πραγματικά σιχαίνομαι αυτή τη δουλειά όμως θα μου επιτρέψει να συναναστραφώ ορισμένους πολύ ισχυρούς ανθρώπους.

εφάπτομαι σε

verbe transitif (μαθηματικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

μπλοκάρω κπ με το σώμα

(Hockey, Can) (αθλητισμός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

επικοινωνώ

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
On se rappelle quand tu auras fini la première tâche.
Θα επικοινωνήσουμε μόλις ολοκληρώσεις την πρώτη σου εργασία.

συμβαδίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La vieille dame avait du mal à aller aussi vite que sa jeune petite-fille.
Η γριά γυναίκα αγωνιζόταν για να καταφέρει να συμβαδίσει με τη νεαρή εγγονή της.

συνεχόμενος

locution adjectivale (personnes) (φυσικά)

(μετοχή ενεστώτα: Χρησιμοποιείται ως επίθετο ή ουσιαστικό και έχει τρία γένη, π.χ. υπογράφων, υπογράφουσα, υπογράφον κλπ.)
Malgré l'éloignement, ils sont restés en contact étroit grâce au téléphone mobile.

της εξυπηρέτησης πελατών

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κρατάω επαφή με κπ, είμαι σε επαφή με κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Est-ce que tu es toujours en contact avec tes amis de lycée ?
Έχεις κρατήσει επαφή με τους φίλους σου από το λύκειο;

γνωρίζω, συναντώ κάποιον

locution verbale

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κρατάω επαφή, κρατώ επαφή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Promets-nous de rester en contact avec nous quand tu seras parti.
Υποσχέσου πως θα κρατήσεις επαφή μαζί μας όταν θα βρίσκεσαι μακριά.

κρατάω επαφή, κρατώ επαφή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les nouvelles technologies nous permettent de rester plus facilement en contact avec nos clients. Je regrette que vous deviez partir mais restons en contact.

κρατώ επαφή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Je reste (or: suis) toujours en contact avec ma meilleure amie d'enfance.
Ακόμα κρατώ επαφή με τον καλύτερό μου φίλο από τα παιδικά μου χρόνια.

έρχομαι σε επαφή με κπ, έρχομαι σε επικοινωνία με κπ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
J'aimerais prendre contact avec mes anciens camarades de classe.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Θα ήθελα να έρθω σ' επαφή με τους παλιούς μου φίλους απ' το πανεπιστήμιο.

φέρω κπ σε επαφή με κπ άλλον

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Vous vous êtes trompé de service mais je peux vous mettre en relation avec quelqu'un qui pourra vous aider.
Έχετε απευθυνθεί σε λάθος τμήμα. Θα σας φέρω, όμως, σε επαφή με κάποιον που θα σας βοηθήσει.

συνδέομαι με κπ/κτ

(personnes)

δημιουργώ σχέση

locution verbale

007 est entré en contact avec Londres.

επικοινωνώ με κπ

S'il t'insulte, tu ne devrais même pas communiquer avec lui.
Αν σε κακοποιεί, τότε δε θα έπρεπε καν να επικοινωνείς μαζί του.

έρχομαι σε επαφή

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

τα λέμε με κπ

verbe transitif (καθομ, πληθ: συνομιλία)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

αποκόπτω, απομακρύνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Οι γονείς αποκλήρωσαν τον αλκοολικό γιο τους, ο οποίος δεν αναφέρθηκε καν στη διαθήκη τους.

χάνω επαφή

locution verbale (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

έρχομαι σε επαφή με κτ

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

επανασυνδέω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ξαναβρίσκομαι

(με κάποιον)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

δεν έχω επαφές, δεν κρατάω επαφή

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

δεν έχω επαφές με κπ, δεν κρατάω επαφή με κπ

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του contact στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του contact

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.