Τι σημαίνει το cercano στο ισπανικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης cercano στο ισπανικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του cercano στο ισπανικά.

Η λέξη cercano στο ισπανικά σημαίνει κοντινός, όμοιος, παρόμοιος, κοντά, όμοιος, κοινός, σχετικά κοντινός, κοντινότερος, προσιτός, κοντινός, στενός, άμεσος, κοντινός, στενός, στενός, κοντινός, πλησίον, γειτονικός, πλησιέστερος, κοντινότερος, πλησίον, στενός, κοντινός, καλός, εξ επαφής, κοντινός, κοντινός, ορατός, δεμένος με κπ, επόμενος, πιο κοντά, κοντινότερος, πλησιέστερος, αρκετά κοντά σε σχέση με, πολύ κοντά στην αλήθεια, κάπου εδώ κοντά, που τσούζει, κοντινότερος συγγενής, στενός,κοντινός συγγενής, Εγγύς Ανατολή, επικεφαλής πένθιμης πομπής, δίπλα στην αποβάθρα, κοντινότερος, πλησιέστερος, ο κοντινότερος, ο πλησιέστερος, κοντινότερος, πλησιέστερος, κοντινότερος, πλησιέστερος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης cercano

κοντινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
JIm fue a una escuela cercana.
Ο Τζιμ πήγαινε σε ένα γειτονικό σχολείο.

όμοιος, παρόμοιος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Su filosofía es cercana a la de Roger, quien fue su maestro y mentor.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έχουμε παρεμφερείς απόψεις για θέματα διαπαιδαγώγησης.

κοντά

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Ten cuidado, los botones de editar y de borrar están peligrosamente cerca.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Τα σπίτια τους είναι σε κοντινή απόσταση.

όμοιος, κοινός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Los posturas de ambos sobre la historia son sumamente próximas.

σχετικά κοντινός

adjetivo

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Hay un cine cercano que a está a dos cuadras de aquí.

κοντινότερος

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

προσιτός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

κοντινός, στενός

(familiar) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El único familiar cercano de Sarah es su madre.
Η μόνη κοντινή οικογένεια της Σάρας είναι η μητέρα της.

άμεσος

adjetivo (formal)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Haré el trabajo en un futuro cercano.
Θα κάνω τη δουλειά στο προσεχές μέλλον.

κοντινός, στενός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Hemos invitado a todos los parientes cercanos a la boda.
Έχουμε καλέσει όλους τους κοντινούς συγγενείς στον γάμο.

στενός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
A través de los años, ellos siguieron siendo amigos cercanos.
Όλα αυτά τα χρόνια έμειναν στενοί φίλοι.

κοντινός

adjetivo

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)

πλησίον

(καθαρεύουσα)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
¡Arrepentíos, pecadores! ¡El fin del mundo está cerca!
Μετανοείτε, αμαρτωλοί! - το τέλος του κόσμου πλησιάζει.

γειτονικός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
El pueblo vecino está a sólo dos millas.

πλησιέστερος, κοντινότερος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La próxima estación de servicio está a una milla.

πλησίον

(καθαρεύουσα: με γενική)

(επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.)
Estábamos cada vez más cerca del nacimiento del Nilo.

στενός, κοντινός, καλός

(amigo) (μεταφορικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Jen solo tenía unos pocos amigos íntimos.
Η Τζεν είχε μόνο μερικούς στενούς φίλους.

εξ επαφής

adjetivo (πυροβολισμός)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
A pesar de los controles el asesino pudo entrar una pistola a la conferencia de prensa y disparó al presidente desde una distancia cercana.

κοντινός

(lugar)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
No hay tiendas en la zona más próxima a Jim, así que tiene que conducir para ir de compras.
Δεν υπάρχουν καταστήματα στη γύρω περιοχή του Τζιμ και έτσι πρέπει να πάρει το αμάξι για να πάει για ψώνια.

κοντινός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Guarda un parecido exacto (OR: fiel) con el cuadro original.

ορατός

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Πριν από δύο εβδομάδες, νόμιζα ότι δεν θα τελείωνα ποτέ αυτή την εργασία. Τώρα, όμως, το τέλος είναι ορατό.

δεμένος με κπ

(μεταφορικά, καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Ben siempre ha tenido una relación íntima con su hermana.
ⓘEsta oración no es una traducción de la original. Έχω πολύ στενή σχέση με τα ξαδέρφια μου, παρόλο που ζουν στο εξωτερικό.

επόμενος

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Vaya hacia la siguiente ventanilla abierta.
Προχωρήστε στο κοντινότερο ανοιχτό παράθυρο.

πιο κοντά

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)
Julie está más cerca del árbol que Paul.

κοντινότερος, πλησιέστερος

(superlativo, distancia)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Por favor, alcánzame el libro que está más próximo a la lapicera.

αρκετά κοντά σε σχέση με

locución adjetiva

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Los objetivos acromáticos enfocan en el mismo punto dos de los tres componentes primarios de la luz blanca (rojo-verde-azul), y el restante en un punto suficientemente cercano como para que parezca el mismo.

πολύ κοντά στην αλήθεια

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

κάπου εδώ κοντά

locución verbal (εδώ)

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

που τσούζει

(tocar) (μτφ, ανεπ, καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Me puso mal la película, los temas que trataba me tocan de cerca.

κοντινότερος συγγενής

Mi hermana aparece como mi familiar más cercano en todos mis formularios de emergencia. Las autoridades no revelarán el nombre de la víctima hasta que hayan notificado a su familiar más cercano.
Οι αρχές δεν θα αποκαλύψουν το όνομα του θύματος, έως ότου ειδοποιηθούν οι εγγύτεροι συγγενείς του.

στενός,κοντινός συγγενής

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

Εγγύς Ανατολή

nombre propio masculino

επικεφαλής πένθιμης πομπής

nombre masculino

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

δίπλα στην αποβάθρα

locución adjetiva

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

κοντινότερος, πλησιέστερος

(χρονικά)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
La boda de Jeff está más cerca de lo que piensas, así que asegúrate de comprarle un regalo.
Ο γάμος του Τζεφ είναι πιο κοντά από ό, τι νομίζεις, οπότε μην αμελήσεις να του πάρεις δώρο.

ο κοντινότερος, ο πλησιέστερος

(superlativo, tiempo) (χρονικά)

(φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.)
De todos nuestros parientes, el cumpleaños de mi mamá es el más próximo al mío.

κοντινότερος, πλησιέστερος

locución adjetiva (cantidad, superlativo) (αριθμός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Las dos niñas más jóvenes se llevaban bien porque eran las más cercanas en edad.

κοντινότερος, πλησιέστερος

(αριθμός)

(επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό)
Wendy está más próxima en edad a sus primos que sus hermanos.

Ας μάθουμε ισπανικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του cercano στο ισπανικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο ισπανικά.

Γνωρίζετε για το ισπανικά

Τα ισπανικά (español), επίσης γνωστή ως Castilla, είναι μια γλώσσα της ιβηρορομανικής ομάδας των ρομανικών γλωσσών και η 4η πιο κοινή γλώσσα στον κόσμο σύμφωνα με ορισμένες πηγές, ενώ άλλες την αναφέρουν ως 2η ή 3η πιο κοινή γλώσσα. Είναι η μητρική γλώσσα περίπου 352 εκατομμυρίων ανθρώπων και ομιλείται από 417 εκατομμύρια άτομα όταν προσθέτουμε τους ομιλητές της ως γλώσσα. δευτερεύουσα (εκτιμάται το 1999). Τα ισπανικά και τα πορτογαλικά έχουν πολύ παρόμοια γραμματική και λεξιλόγιο· Ο αριθμός παρόμοιου λεξιλογίου αυτών των δύο γλωσσών είναι έως και 89%. Τα ισπανικά είναι η κύρια γλώσσα 20 χωρών σε όλο τον κόσμο. Υπολογίζεται ότι ο συνολικός αριθμός των ομιλητών της Ισπανικής είναι μεταξύ 470 και 500 εκατομμύρια, καθιστώντας τα δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο ως προς τον αριθμό των φυσικών ομιλητών.