Τι σημαίνει το bubble στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης bubble στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του bubble στο Αγγλικά.
Η λέξη bubble στο Αγγλικά σημαίνει φούσκα, φυσαλίδα, προστατευμένο περιβάλλον, φούσκα, κάνω φούσκες, κάνω φουσκάλες, κάνω φουσκάλες, κελαρύζω, κόχλασμα, θόλος, ξεχειλίζω, ξεχειλίχω από, φυσαλίδα, φουσκάλα, μπουρμπουλήθρα, πιάτο με βρασμένα λαχανικά, κυρίως πατάτες και λάχανο, αφρόλουτρο, αφρόλουτρο, τσιχλόφουσκα, εφηβικός, bubble tea, αναβλύζω, γεννιέμαι, αεροπλάστ, σαπουνόφουσκα, προσωρινός, συννεφάκι κειμένου, μπαλονάκι κειμένου, αλφάδι, κοινωνική φούσκα, συννεφάκι σκέψης. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης bubble
φούσκαnoun (often plural (liquid, soap) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Bubbles rose to the surface of the fizzy drink. // Wilma relaxed in the bathtub, surrounded by bubbles. Η Βίλμα χαλάρωνε στη μπανιέρα, μέσα στις σαπουνόφουσκες. |
φυσαλίδαnoun (gas globule in solid) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) There were bubbles trapped in the glass. |
προστατευμένο περιβάλλονnoun (figurative (protection from reality) These students will be in for a shock when they leave the bubble of their life on campus and try to find jobs. Αυτοί οι μαθητές θα τρομάξουν όταν αφήσουν το προστατευμένο περιβάλλον τους στην πανεπιστημιούπολη και προσπαθήσουν να βρουν δουλειά. |
φούσκαnoun (figurative (economy) (μεταφορικά) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) After the end of the bubble, consumer spending decreased. Μετά το τέλος της φούσκας οι καταναλωτικές δαπάνες μειώθηκαν. |
κάνω φούσκες, κάνω φουσκάλεςintransitive verb (soap: froth, form bubbles) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) |
κάνω φουσκάλεςintransitive verb (liquid: froth, form bubbles) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) If the water starts to bubble, turn down the heat. Όταν το νερό αρχίσει να κάνει φουσκάλες, κατέβασε τη θερμοκρασία. |
κελαρύζωintransitive verb (liquid: gurgle) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) A small stream bubbled nearby. Ένα μικρό ρυάκι κελάρυζε εκεί κοντά. |
κόχλασμαnoun (sound of liquid) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I could hear the faint bubble of a stream. |
θόλοςnoun (clear dome) (ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.) |
ξεχειλίζωphrasal verb, intransitive (boil until spilling out of pan) (κοχλάζω) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The saucepan of boiling water bubbled over. |
ξεχειλίχω απόphrasal verb, intransitive (figurative (be extremely happy or enthusiastic) (μεταφορικά: συναίσθημα) The crowd's joy bubbled over when Dembele scored the winning goal. |
φυσαλίδα, φουσκάλα, μπουρμπουλήθραnoun (pocket of air in a liquid) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) That little pump creates hundreds of air bubbles in the aquarium. |
πιάτο με βρασμένα λαχανικά, κυρίως πατάτες και λάχανοnoun (UK (vegetable dish) (β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.) Bubble and squeak originated as a way to use up leftover cabbage and potatoes. |
αφρόλουτροnoun (liquid soap: for bath) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
αφρόλουτροnoun (bath: with soap bubbles) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) I take a bubble bath after exercising in order to relax my muscles. Κάνω ένα αφρόλουτρο μετά την γυμναστική για να χαλαρώσω τους μυς μου. |
τσιχλόφουσκαnoun (confectionery) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You've got some bubble gum stuck to the sole of your shoe. |
εφηβικόςadjective (figurative, informal (sweet, insubstantial) (ρομαντικός) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
bubble teanoun (drink containing tapioca) (είδος ροφήματος) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
αναβλύζω(move up in bubbles) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
γεννιέμαι(figurative (feelings, ideas: develop) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αεροπλάστ(protective padding) (ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.) |
σαπουνόφουσκαnoun (bubble of soap suds) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) |
προσωρινόςnoun (figurative ([sth] not permanent) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) |
συννεφάκι κειμένου, μπαλονάκι κειμένουnoun (cartoon: spoken text in a balloon) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
αλφάδιnoun (device for determining a horizontal) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) |
κοινωνική φούσκαnoun (group in contact during pandemic) (εν καιρώ πανδημίας) |
συννεφάκι σκέψηςnoun (comic: balloon showing thoughts) (φράση ως ουσιαστικό ουδέτερο: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους, π.χ. ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα, απολυτήριο λυκείου κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του bubble στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του bubble
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.