Τι σημαίνει το brûler στο Γαλλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης brûler στο Γαλλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του brûler στο Γαλλικά.

Η λέξη brûler στο Γαλλικά σημαίνει καίω, καίγομαι, καίγομαι, καίω, καίω, καίω, καίγομαι, περνάω, περνώ, καίω, αρπάζω φωτιά, παίρνω φωτιά, καίγομαι, καίγομαι ολοσχερώς, καψαλίζω, τσουρουφλίζω, καίω, χρησιμοποιώ, εξαντλώ, καίω, καυτηριάζω, καίω, αφαιρώ με φωτιά, καίω, τσούζω, εξατμίζω, πλησιάζω, καίω, περνάω, περνώ, ανάβω, καίω, καίω, καίω, καίω, κατακαίω, καίγομαι, ανάβω, καίω, βάζω φωτιά σε κτ, που καίγεται, που έχει τυλιχτεί στις φλόγες, φουντώνω, καίω, λαμπαδιάζω, ερεθίζομαι, συγκαίομαι, τσούζει, καίει, καψαλίζω, καίω, καίγομαι στην κόλαση, βήμα-βήμα, βήμα προς βήμα, καυσόξυλο, μετουσιωμένο αλκοόλ, ζω επικίνδυνα και παρακμιακά, ξεπέφτω, γίνομαι κομμάτια, κόβω τις γέφυρες, σιγοκαίω, λαχταράω, λαχταρώ, καψαλίζω, τσουρουφλίζω, καίω κπ ζωντανό, βιάζομαι, κάνω περίπατο για να κάψω κτ, λαχταρώ, ποθώ, λαχταρώ, ποθώ, λαχταρώ, ποθώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης brûler

καίω

verbe transitif (βάζω φωτιά σε)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il brûla les documents pour que personne ne puisse jamais les voir.
Έκαψε τα έγγραφα για να μην τα δει ποτέ κανένας.

καίγομαι

(είμαι στις φλόγες)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La bûche dans la cheminée va brûler pendant trois heures.
Το κούτσουρο στη φωτιά θα καίγεται για τρεις ώρες.

καίγομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le charbon de bois brûle lentement et ne fait pas de flamme.

καίω

verbe intransitif (émettre une lumière)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La lanterne a brûlé toute la nuit.

καίω

verbe intransitif (émettre de la chaleur) (είμαι καυτός)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Les braises continuent à brûler une fois le feu éteint.

καίω

verbe intransitif (causer une sensation de piqûre) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ses bras le brûlaient après avoir soulevé des poids pendant une heure.

καίγομαι

(Cuisine)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
N’oublie pas de retirer le poulet du four pour ne pas qu’il brûle cette fois-ci !

περνάω, περνώ

verbe transitif (figuré : feu de signalisation,...) (κόκκινο φανάρι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Audrey a été arrêtée par la police après avoir brûlé (or: grillé) un feu rouge.

καίω

(figuré : de l’énergie) (ενέργεια, θερμίδες)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Laissez courir les enfants pour qu'ils dépensent toute leur énergie.
Άσε τα παιδιά να τρέχουν, για να κάψουν έτσι όλη τους της ενέργεια.

αρπάζω φωτιά, παίρνω φωτιά

verbe intransitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καίγομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καίγομαι ολοσχερώς

L'usine a brûlé et a tué 11 ouvriers.
Το εργοστάσιο κάηκε ολοσχερώς σε μια πυρκαγιά που σκότωσε 11 εργάτες.

καψαλίζω, τσουρουφλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le feu a brûlé le fond de la casserole.

καίω, χρησιμοποιώ, εξαντλώ

locution verbale (des calories) (ενέργεια)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Cet exercice est un bon moyen de brûler des calories.

καίω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tu as brûlé ma plus belle table avec tes saletés de cigarettes !
Έκαψες το καλύτερο τραπέζι μου με τα βρωμοτσίγαρά σου!

καυτηριάζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le bec de gaz chaud a brûlé la main de Krista quand elle l'a touché par accident.

καίω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αφαιρώ με φωτιά

verbe transitif (du bois)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Un moyen de nettoyer une tache d'huile est de brûler l'huile.

καίω, τσούζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Mon oreille brûlait à cause de la piqûre.

εξατμίζω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πλησιάζω

verbe intransitif (figuré) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ce n'est pas Paul mais tu brûles. Son nom commence bien par un P.
Δεν είναι ο Πωλ, αλλά είσαι σε καλό δρόμο. Το όνομά του όντως αρχίζει με Π.

καίω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

περνάω, περνώ

verbe transitif (un feu rouge)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La police l'a arrêté pour avoir brûlé un feu rouge.

ανάβω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ils ont brûlé le gros tas de déchets qu'ils avaient collectés.

καίω

verbe transitif (figuré) (μεταφορικά: θερμίδες)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
On va faire un tour pour brûler les calories du gâteau au chocolat ?
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Μια βόλτα στη γειτονιά θα κάψει μερικές από τις θερμίδες αυτού του γεύματος.

καίω

verbe transitif (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Le soleil chaud de l'été brûlait la vallée.

καίω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

καίω, κατακαίω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καίγομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Il regarda, désespéré, sa maison s'embraser.

ανάβω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le bois ne s'enflammait pas facilement.
Το ξύλο δεν πήρε φωτιά εύκολα.

καίω

(με έντονη φλόγα)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η φωτιά έκαιγε μέσα στο σκοτάδι.

βάζω φωτιά σε κτ

(familier)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Les voleurs de voiture ont cramé la voiture quand ils n'en ont plus eu besoin.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Κατά τη διάρκεια της πορείας στο κέντρο της πόλης πυρπολήθηκαν πολλά καταστήματα.

που καίγεται, που έχει τυλιχτεί στις φλόγες

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το φλεγόμενο σπίτι ήταν τρομακτικό θέαμα.

φουντώνω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Η φωτιά φούντωσε αφού οι πυροσβέστες νόμισαν ότι έσβησε.

καίω

(aliments)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fais attention où tu vas faire brûler (or: brûler) les oignons.
Πρόσεξε, αλλιώς θα κάψεις τα κρεμμύδια.

λαμπαδιάζω

verbe intransitif

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
L'allumette a flambé quand Jim l'a grattée.
Το σπίρτο λαμπάδιασε όταν το άναψε ο Τζιμ.

ερεθίζομαι, συγκαίομαι

(peau)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
La course de fond, c'est sympa, mais ça m'irrite la peau (or: ça me brûle la peau).

τσούζει, καίει

(ελαφρός, οξύς πόνος)

(απρόσωπο ρήμα: Δεν έχει συγκεκριμένο υποκείμενο, π.χ. βρέχει, χιονίζει κλπ.)
Si tu te brûles, ça va piquer.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Το κάψιμο στο πόδι του έτσουζε πολύ, αλλά δεν διαμαρτυρήθηκε ούτε μία φορά.

καψαλίζω, καίω

verbe transitif

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Fred a roussi les fils qui dépassaient du torchon.

καίγομαι στην κόλαση

verbe transitif (argot) (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Je veux voir ce criminel brûler en enfer.

βήμα-βήμα, βήμα προς βήμα

(φράση ως επίρρημα ή επιρρηματικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. διηγούμαι εν τάχει, περιγράφω με λίγα λόγιακλπ.)

καυσόξυλο

nom masculin

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
Matt garde un tas de bois de chauffage dans son garage l'hiver.

μετουσιωμένο αλκοόλ

nom masculin

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ζω επικίνδυνα και παρακμιακά, ξεπέφτω

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Les vedettes du rock sont connues pour brûler la chandelle par les deux bouts et mourir jeunes.

γίνομαι κομμάτια

locution verbale (figuré : faire en excès)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

κόβω τις γέφυρες

(μεταφορικά)

σιγοκαίω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Le feu de camp se consuma jusqu'à tard dans la nuit.

λαχταράω, λαχταρώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το φαγητό στο σχολείο δεν ήταν κακό, αλλά ο Κέβιν λαχταρούσε το φαγητό της μητέρας του.

καψαλίζω, τσουρουφλίζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
La flamme de la bougie a légèrement brûlé les moustaches du chat.

καίω κπ ζωντανό

locution verbale

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

βιάζομαι

locution verbale

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Ne brûle pas les étapes : il est mieux de vivre un an avec quelqu'un avant de se marier.

κάνω περίπατο για να κάψω κτ

(μτφ: λίπος, θερμίδες)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Έφαγα ένα βαρύ μεσημεριανό οπότε υποθέτω ότι θα είναι καλύτερα να πάω έναν περίπατο για να το κάψω.

λαχταρώ, ποθώ

(soutenu)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Il lui tardait de rentrer chez lui auprès de sa famille.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Λαχταρούσε (or: Ποθούσε) να γυρίσει στο σπίτι με την οικογένειά του.

λαχταρώ, ποθώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Miriam avait hâte que Jake la prenne dans ses bras et lui dise qu'il l'aimait.
ⓘCette phrase n'est pas une traduction de la phrase originale. Λαχταρούσε να την πάρει στην αγκαλιά του και να της πει ότι την αγαπάει.

λαχταρώ, ποθώ

(de nourriture surtout)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

Ας μάθουμε Γαλλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του brûler στο Γαλλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Γαλλικά.

Σχετικές λέξεις του brûler

Γνωρίζετε για το Γαλλικά

Γαλλικά (le français) είναι μια ρομανική γλώσσα. Όπως τα ιταλικά, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά, προέρχεται από τα δημοφιλή λατινικά, που κάποτε χρησιμοποιήθηκαν στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ένα γαλλόφωνο άτομο ή χώρα μπορεί να ονομαστεί «γαλλόφωνος». Τα γαλλικά είναι η επίσημη γλώσσα σε 29 χώρες. Τα γαλλικά είναι η τέταρτη πιο ομιλούμενη μητρική γλώσσα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γαλλικά κατατάσσονται στην τρίτη θέση στην ΕΕ, μετά τα αγγλικά και τα γερμανικά, και είναι η δεύτερη πιο ευρέως διδασκόμενη γλώσσα μετά τα αγγλικά. Η πλειοψηφία του γαλλόφωνου πληθυσμού του κόσμου ζει στην Αφρική, με περίπου 141 εκατομμύρια Αφρικανούς από 34 χώρες και περιοχές που μπορούν να μιλούν γαλλικά ως πρώτη ή δεύτερη γλώσσα. Τα γαλλικά είναι η δεύτερη πιο ευρέως ομιλούμενη γλώσσα στον Καναδά, μετά τα αγγλικά, και οι δύο είναι επίσημες γλώσσες σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Είναι η πρώτη γλώσσα 9,5 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 29% και η δεύτερη γλώσσα 2,07 εκατομμυρίων ανθρώπων ή το 6% του συνόλου του πληθυσμού του Καναδά. Σε αντίθεση με άλλες ηπείρους, τα γαλλικά δεν έχουν δημοτικότητα στην Ασία. Επί του παρόντος, καμία χώρα στην Ασία δεν αναγνωρίζει τα γαλλικά ως επίσημη γλώσσα.