Τι σημαίνει το breathe στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης breathe στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του breathe στο Αγγλικά.
Η λέξη breathe στο Αγγλικά σημαίνει αναπνέω, ζω, αναπνέω, εισπνέω, αναπνέω, εκπνέω, παίρνω μια βαθιά ανάσα, αναπνέω, αναπνέω, ψιθυρίζω, αφήνω κπ/κτ να πάρει μια ανάσα, εμφυσώ, εισπνέω, εισπνέω, αναπνέω, εκπνέω, εκπνέω, νιώθω ανακουφισμένος, ανακουφίζομαι, αναπνέω πιο εύκολα, ανασαίνω, αναζωογονώ, ανανεώνω, αναζωογονώ, ανανεώνω, αφήνω την τελευταία μου πνοή, ζω για κτ, ζω και αναπνέω για κτ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης breathe
αναπνέωintransitive verb (person, animal) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The kitten slept soundly, breathing softly and twitching her whiskers every now and then. Το γατάκι κοιμήθηκε βαθιά, ανασαίνοντας αθόρυβα και τινάζοντας κάθε τόσο τα μουστάκια του. |
ζωintransitive verb (to be alive) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) As long as I'm breathing that man will never set foot in my house! Όσο ζω αυτός ο άντρες δεν θα πατήσει το πόδι του στο σπίτι μου! |
αναπνέωintransitive verb (figurative (fabric, leather) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Rachel didn't like the blouse because the material didn't breathe well. Στη Ρέιτσελ δεν άρεσε η μπλούζα επειδή το υλικό της δεν ανέπνεε. |
εισπνέω, αναπνέωtransitive verb (air: inhale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) David likes to go hiking to breathe the mountain air. |
εκπνέωtransitive verb (emit) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) According to the legend, there is a dragon in the mountains who breathes fire. |
παίρνω μια βαθιά ανάσαintransitive verb (compose yourself) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Fighting his stage fright, the actor closed his eyes and breathed before his scene. |
αναπνέωintransitive verb (combustion: take air in) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) |
αναπνέωintransitive verb (figurative (wine: be open to air) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Uncork the wine and leave it to breathe for an hour before you serve it. |
ψιθυρίζωtransitive verb (whisper) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Susan breathed the instructions into Harry's ear. |
αφήνω κπ/κτ να πάρει μια ανάσαtransitive verb (allow [sth] to rest) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) After the hard ride, the jockey breathed his horse. |
εμφυσώ(figurative (instill, inspire) (μεταφορικά: κτ σε κπ) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Her writing has breathed new life into a tired old subject. |
εισπνέωphrasal verb, intransitive (inhale) (παίρνω αναπνοή) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) Don't breathe in: there may be toxic fumes in the air. |
εισπνέω, αναπνέωphrasal verb, transitive, separable (inhale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) A number of workers fell ill after breathing in poisonous gas. |
εκπνέωphrasal verb, intransitive (exhale) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The doctor asked the patient to breathe out slowly. |
εκπνέωphrasal verb, transitive, separable (exhale) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Carlos lit a cigarette and breathed the smoke out through his nostrils. |
νιώθω ανακουφισμένος(figurative (feel relieved) (μεταφορικά) Now that I'm sure he's in jail for a long time, I can breathe again. |
ανακουφίζομαι(informal, figurative (feel relieved) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) We can all breathe easier now that the escaped prisoner has been captured. Όλοι μας ανακουφιστήκαμε τώρα που συνελήφθη ο δραπέτης. |
αναπνέω πιο εύκολα(stop struggling for breath) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The drug relaxes the muscles in the chest so the patient can breathe easier. |
ανασαίνω(figurative, informal (be reassured) (μεταφορικά) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) You can breathe easy again; we have solved the problem. |
αναζωογονώ, ανανεώνωtransitive verb (figurative (revive, rejuvenate) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The paramedics breathed life into the accident victim. |
αναζωογονώ, ανανεώνωverbal expression (reinvent, rejuvenate) (μεταφορικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Hiring Edie with her fresh new ideas will breathe new life into this company. |
αφήνω την τελευταία μου πνοήverbal expression (die) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) After she received extreme unction, she breathed her last breath. |
ζω για κτ, ζω και αναπνέω για κτverbal expression (figurative (be passionately interested in [sth]) (μεταφορικά) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) When I was a teenager I lived and breathed ballet. Her boyfriend lives and breathes football; nothing else seems to interest him. Όταν ήμουν έφηβη, ζούσα για το μπαλέτο. Το αγόρι της ζει για το ποδόσφαιρο, δε μοιάζει να τον ενδιαφέρει τίποτα άλλο. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του breathe στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του breathe
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.