Τι σημαίνει το barn στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης barn στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του barn στο Αγγλικά.

Η λέξη barn στο Αγγλικά σημαίνει στάβλος, αποθήκη, έκτρωμα, μπαρν, barn, του στάβλου, ανακατασκευασμένος αχυρώνας, χορός, χορεύω, πόρτα του αχυρώνα, πεπλόγλαυκα, ενεργώ όταν είναι πλέον πολύ αργά, γαλακτοκομείο, στάβλος. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης barn

στάβλος

noun (farm building) (για ζώα)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Farms in the United States often feature bright red barns.
Οι φάρμες στις Ηνωμένες Πολιτείες συχνά έχουν κατακόκκινους στάβλους.

αποθήκη

noun (big storage building) (κτήριο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Michael's parents keep their camper in a barn on their property.
Οι γονείς του Μάικλ έχουν το τροχόσπιτό τους μέσα σε μια αποθήκη στο κτήμα τους.

έκτρωμα

noun (large unattractive building) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The city is going to tear down that old barn on the outskirts of town.

μπαρν, barn

noun (nuclear cross section unit) (μονάδα μέτρησης)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The cross-section for a reaction in nuclear physics is measured in barns.

του στάβλου

noun as adjective (raised, cultivated in barns)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Fresh barn eggs are available at the farmers' market every Saturday.

ανακατασκευασμένος αχυρώνας

noun (outhouse modified for habitation)

It's hard to believe that this magnificent house was a barn conversion.

χορός

noun (square dancing event)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The town puts on a barn dance every summer, with a community picnic and a bake sale.

χορεύω

intransitive verb (do square dancing)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Let's go barn dance.

πόρτα του αχυρώνα

noun (door of a farm building)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Buying an alarm system after you've been burgled is a lot like closing the barn door after the horses are out.

πεπλόγλαυκα

noun (bird: nests in barns) (λόγιο)

(ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.)
Barn owls are easily recognizable by their heart-shaped faces, but are rarely seen in the U.S.

ενεργώ όταν είναι πλέον πολύ αργά

noun (figurative, informal (acting too late)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
Tony's debts are huge now; buying a few items second-hand seems like closing the stable door after the horse has bolted.

γαλακτοκομείο

noun (for cows)

(ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.)
The dairy barn was modern and the milking process was almost fully automated.

στάβλος

noun (stable)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The horse barn was large--it held eight horses and their tack.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του barn στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.