Τι σημαίνει το artist στο Αγγλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης artist στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του artist στο Αγγλικά.

Η λέξη artist στο Αγγλικά σημαίνει καλλιτέχνης, σχεδιαστής, σχεδιάστρια, καλλιτέχνης, καλλιτέχνης, καλλιτέχνις, ατελιέ, στούντιο, απασχολούμενος καλλιτέχνης, απατεώνας, εννοιολογικός καλλιτέχνης, τραβεστί, δεξιοτέχνης αποδράσεων, δεξιοτέχνης αποδράσεων, τεχνικός ήχου, καλλιτέχνης γκραφίτι, καλλιτέχνιδα γκραφίτι, γραφίστας, γραφίστρια, μακιγιέρ, μακιγιέζ, μακιγιέρ, μακιγιέζ, μίμος, μουσικός, κομμωτής ή κομμώτρια που ασχολείται με επιδείξεις κομμωτικής, λαϊκός καλλιτέχνης, ράπερ, καλλιτέχνης, καλλιτέχνιδα, street artist, street artist, στρίπερ, στριπτιζέζ, ακροβάτης που ασχολείται με αέρια κούνια. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης artist

καλλιτέχνης

noun (painter, sculptor, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This artist works in metal, plaster and paints.
Αυτός ο καλλιτέχνης δουλεύει με μέταλλό, γύψο και μπογιές.

σχεδιαστής, σχεδιάστρια

noun (designer, trade artist) (για σχέδιο)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
My cousin is a design artist in a marketing firm.
Η ξαδέλφη μου είναι σχεδιάστρια σε μια εταιρεία μάρκετινγκ.

καλλιτέχνης

noun (music: performer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This record company has more than a hundred artists on its books.
Αυτή η δισκογραφική εταιρεία έχει πάνω από εκατό καλλιτέχνες στα βιβλία της.

καλλιτέχνης, καλλιτέχνις

noun (skilled person) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
My uncle is truly an artist in the kitchen.

ατελιέ, στούντιο

noun (workshop of an artist)

(ουσιαστικό ουδέτερο άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους και δεν κλίνεται, π.χ. σάντουιτς, κομπιούτερ κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
One half of the barn has been converted into an artist's studio. That potter whose work you loved finally opened his art studio to the public.

απασχολούμενος καλλιτέχνης

adjective (artist temporarily at an institution)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
This summer, the artist-in-residence is an installation artist who has exhibited all over the world.

απατεώνας

noun (abbr, informal (confidence trickster, fraud) (συντ.,καθομιλουμένη)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
They thought he was a Wall Street genius but really he was no more than a con artist.
Πίστευαν ότι ήταν εξπέρ του χρηματιστηρίου αλλά στην πραγματικότητα ήταν ένας απατεώνας.

εννοιολογικός καλλιτέχνης

noun (artist: practices conceptualism)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
The conceptual artist's work was virtually impossible to understand.
Το έργο του εννοιολογικού καλλιτέχνη ήταν αδύνατο να γίνει κατανοητό.

τραβεστί

noun (cabaret performer)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Drag queens have long been an important part of gay culture and liberation.

δεξιοτέχνης αποδράσεων

noun (performer: escapologist)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Harry Houdini was a famous escape artist.

δεξιοτέχνης αποδράσεων

noun (informal (prisoner who frequently escapes) (μεταφορικά)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)

τεχνικός ήχου

noun (US (cinema: sound technician)

(φράση ως ουσιαστικό αρσενικό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους, π.χ. φακός επαφής, καθηγητής φυσικής αγωγήςκλπ.)

καλλιτέχνης γκραφίτι, καλλιτέχνιδα γκραφίτι

noun ([sb] who paints on public walls)

γραφίστας, γραφίστρια

noun ([sb] who draws, paints, prints, etc.)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)
Gary is a graphic artist specializing in cartoon and TV animations.

μακιγιέρ, μακιγιέζ

noun ([sb]: applies performers' cosmetics)

μακιγιέρ, μακιγιέζ

noun (cosmetics applier)

The makeup artist completely changed her looks for the show.

μίμος

noun (performer who uses gestures)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους, π.χ. ο/η μηχανικός, ο/η δικηγόρος κλπ.)
We saw a mime performing on the crowded street.

μουσικός

noun (musical performer)

κομμωτής ή κομμώτρια που ασχολείται με επιδείξεις κομμωτικής

noun (hairdresser: gives demonstrations)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)

λαϊκός καλλιτέχνης

noun (abbr (musician or singer of pop music)

(ουσιαστικό αρσενικό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού γένους.)
Who's your favourite pop artist? Peter Blake was seen as a leading member of the pop artist movement.

ράπερ

noun (singer who performs rap music)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)

καλλιτέχνης, καλλιτέχνιδα

noun (performer who records music)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

street artist

noun (creates art in public)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
The street artist painted my portrait in 20 minutes.

street artist

noun (performs in public)

(ουσιαστικό αρσενικό/θηλυκό άκλιτο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού ή θηλυκού γένους και δεν κλίνεται, π.χ. ρόκερ, ντιτζέι κλπ. Συχνά είναι ξενικής προέλευσης.)
Mimes are popular street artists in the French Quarter.

στρίπερ, στριπτιζέζ

noun (erotic dancer who removes clothes)

(ουσιαστικό αρσενικό, ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα αρσενικού και θηλυκού γένους. Αναφέρονται αμφότερα καθώς ο ξενόγλωσσος όρος αναφέρεται και στα δύο γένη.)

ακροβάτης που ασχολείται με αέρια κούνια

noun (circus performer on high swing)

(β' συνθετικό: Βρίσκεται στην τέλος μια λέξης και σε οριμένες περιπτώσης φανερώνει το νόημα αυτής, π.χ. υψηλόβαθμος, χαμηλόβαθμοςκλπ.)
The trapeze artist performed without a safety net.

Ας μάθουμε Αγγλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του artist στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.

Σχετικές λέξεις του artist

Γνωρίζετε για το Αγγλικά

Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.