Τι σημαίνει το apertar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης apertar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του apertar στο πορτογαλικά.

Η λέξη apertar στο πορτογαλικά σημαίνει πιέζω, σφίγγω, πιέζω, πιέζω, πιέζω, κάνω κτ πιο αυστηρό, σφίγγω, σφίγγομαι, σφίγγω, πατάω, πιέζω, στριμώχνω, ωθώ, πιέζω, σπρώχνω, ζουλώ, στριμώχνομαι, σφίγγω, μαζεύω, στενεύω, χτυπάω, κουράζω, κουμπώνω, δένω, χτυπάω, σφίγγω, τεντώνω, σφίγγω, πατάω, πατώ, στριμώχνω, χώνομαι, τσιμπάω, τσιμπώ, στριμώχνω, πιέζω, στριμώχνω, πατάω, πατώ, πιέζω, προσδένω, δένω, είμαι κολλητός, είμαι εφαρμοστός, κοπανάω, χτυπάω, βαράω, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, γραπώνω, αρπάζω, πατάω, πιέζω, συμπιέζω, συμπιέζω, δένω, σφίγγω, πιέζω, καταπιέζω, πνίγω, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, αγκαλιάζω, πιέζω, πλήττω, στριμώχνω, σφίγγω, πιέζω κπ για κτ, ακουμπώ το δάχτυλο μου, βάζω το δάχτυλο μου, μισοκλείνω τα μάτια, πιέζω, πατάω, πατώ, ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ, περιορίζω, σπρώχνομαι, στριμώχνομαι, σουφρώνω, κάνω λίγο πέρα, κάνω λίγο πιο πέρα, μαζεύω όπως-όπως, προετοιμάσου, ετοιμάσου, κρατήσου, στριμώχνω, πατάω το κουμπί, χώνομαι, συνωστίζομαι σε κτ, αγκαλιάζω σφικτά, χαιρετώ δια χειραψίας, δίνω τα χέρια για κτ, ανεβάζω ταχύτητα, αυξάνω ταχύτητα, ανεβάζω ρυθμούς, αυξάνω το ρυθμό, σφίγγω το χέρι κπ, πλησιάζω, κουμπώνω τη ζώνη μου, βάζω ζώνη σε κπ, σκληραίνω, δυσκολεύω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης apertar

πιέζω

(forçar para baixo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode apertar minha mala para que eu possa fechá-la?
Μπορείς να πιέσεις τη βαλίτσα μου για να μπορέσω να την κλείσω;

σφίγγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O parafuso havia se soltado, então Paul o apertou.
Η βίδα είχε λασκάρει και έτσι ο Πωλ την έσφιξε.

πιέζω

verbo transitivo (tecla)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele apertou a tecla "delete".
Πίεσε το πλήκτρο του υπολογιστή.

πιέζω

verbo transitivo (botão)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele apertou o botão para tocar a campainha.
Πίεσε το κουμπί για να χτυπήσει το κουδούνι.

πιέζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Quanto mais você espremer uma esponja molhada, mais água vai tirar dela.
Όσο περισσότερο στύβεις ένα βρεγμένο σφουγγάρι, τόσο περισσότερο νερό θα βγάλει.

κάνω κτ πιο αυστηρό

verbo transitivo (figurado: tornar mais estrito)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
As companhias aéreas estão endurecendo as medidas de segurança por causa da ameaça crescente de terrorismo.
Οι αεροπορικές εταιρείες αυξάνουν τα μέτρα προστασίας λόγω της αυξημένης τρομοκρατικής απειλής.

σφίγγω, σφίγγομαι

(músculo)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σφίγγω

verbo transitivo (abraçar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele pressionou a amante contra seu peito.

πατάω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Para parar o carro, coloque seu pé no acelerador e aperte.
Για να σταματήσεις το αυτοκίνητο, βάλε το πόδι σου στο φρένο και πάτα το.

πιέζω, στριμώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ωθώ, πιέζω, σπρώχνω, ζουλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A campainha da porta está quebrada. Você tem que apertar com força para fazer funcionar.
Το κουδούνι είναι χαλασμένο και πρέπει να πιέσεις έντονα, για να το κάνεις να δουλέψει.

στριμώχνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

σφίγγω

verbo transitivo (mãos)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Victor apertou as mãos de Mona.
Ο Βίκτωρ έσφιγγε τα χέρια της Μόνα.

μαζεύω, στενεύω

(roupa) (ρούχα)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A calça está frouxa demais; precisa ser apertada.
Το παντελόνι είναι πολύ φαρδύ, πρέπει να το στενέψω.

χτυπάω

(sapato) (κάποιον)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Estes sapatos apertam.
Αυτά τα παπούτσια με χτυπάνε.

κουράζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ele teve que apertar os olhos para ver algo assim distante.

κουμπώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δένω

(ζώνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

χτυπάω

verbo transitivo (sapato, roupa)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σφίγγω

verbo transitivo (στην αγκαλιά μου)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Henry segurou Amber e a apertou.

τεντώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A protuberância do estômago apertou a cintura.

σφίγγω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy apertou a mão de Paul para confirmar.

πατάω, πατώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στριμώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Patrick espremeu as roupas na mala.

χώνομαι

verbo transitivo (σε κτ/κπ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
As calças de David estavam muito apertadas e o cós estava apertando.

τσιμπάω, τσιμπώ

verbo transitivo (ελαφρά, απαλά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy apertou a bochecha do bebê.
Η Νάνσυ τσίμπησε το μάγουλο του μωρού.

στριμώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Tentei apertar todas as minhas roupas em uma mala, mas depois eu não conseguia fechá-la.
Προσπάθησα να στριμώξω τα ρούχα μου όλα σε μία βαλίτσα, αλλά μετά δεν μπορούσα να την κλείσω.

πιέζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aperte o botão para ligar o liquidificador.
Πατήστε το κουμπί για να ξεκινήσει το μπλέντερ.

στριμώχνω

(colocar(-se) entre) (κπ/κτ ανάμεσα σε κπ/κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Fui imprensado entre dois lutadores de sumô naquela luta! O anfitrião me imprensou entre dois banqueiros na mesa do jantar e não eles só ficaram falando na minha frente sobre investimentos.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Ήμουν στριμωγμένος ανάμεσα σε δύο παλαιστές σούμο σε εκείνη την πτήση!

πατάω, πατώ, πιέζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Aperte o gatilho com firmeza.
Τράβα δυνατά τη σκανδάλη.

προσδένω, δένω

verbo transitivo (fechar) (ζώνη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Por favor, apertem (or: afivelem) o cinto antes de decolar.
Παρακαλούμε προσδέστε (or: δέστε) τις ζώνες ασφαλείας σας πριν την απογείωση.

είμαι κολλητός, είμαι εφαρμοστός

verbo transitivo (envolver de forma apertada)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Os jeans dela apertavam os quadris.

κοπανάω, χτυπάω, βαράω

verbo transitivo (bater)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Nancy apertava freneticamente os botões, tentando fazer algo funcionar.

ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Σπρώξε την επέκταση του τραπεζιού για να τη διπλώσεις.

γραπώνω, αρπάζω

(εκείνη τη στιγμή)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Mike segurou sua bolsa com força no metrô.
Ο Μάικ κρατούσε γερά την τσάντα του, όταν ήταν στο μετρό.

πατάω, πιέζω, συμπιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Robert espremeu a garrafa de ketchup, tentando tirar até a última gota.
Ο Ρόμπερτ ζούληξε (or: ζούπηξε) το μπουκάλι της κέτσαπ προσπαθώντας να βγάλει και την τελευταία σταγόνα.

συμπιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

δένω, σφίγγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιέζω, καταπιέζω

(fazer alguém sentir claustrofóbico)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πνίγω

(figurado, tornar claustrofóbico) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Μέσα στο μικρό δωμάτιο, ένιωθε σαν να τον έπνιγαν οι τοίχοι.

ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ

(espremer algo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αγκαλιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A garotinha abraçou sua boneca apertadamente.
Το κοριτσάκι έσφιγγε στην αγκαλιά του την κούκλα του.

πιέζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os policiais estavam interrogando o suspeito, tentando conseguir uma confissão dele.

πλήττω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

στριμώχνω

(μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σφίγγω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πιέζω κπ για κτ

Os colegas de Karen continuam pedindo por informações sobre a fusão, mas ela não vai dizer nada a eles.

ακουμπώ το δάχτυλο μου, βάζω το δάχτυλο μου

(tocar ou pressionar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Αν βάλεις το δάχτυλό σου στη μύτη του σκύλου μπορεί να σε δαγκώσει.

μισοκλείνω τα μάτια

(olhos) (λόγω έντονου φωτός)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
O sol brilhava e Debbie apertou os olhos para tentar ver se Natalie já estava sentada numa mesa do café.
Ο ήλιος ήταν λαμπερός και η Ντέμπυ μισόκλεισε τα μάτια της για να δει αν η Νάταλι καθόταν ήδη σε ένα από τα τραπέζια της καφετέριας.

πιέζω, πατάω, πατώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ωθώ, σπρώχνω, πιέζω, ζουλώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Pressione a alavanca para baixo para pôr a bomba em funcionamento
Σπρώξε τον μοχλό για να ξεκινήσει η αντλία να δουλεύει.

περιορίζω

verbo transitivo (restringir)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

σπρώχνομαι, στριμώχνομαι

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Os fãs empurraram a celebridade na ânsia de se aproximar dela.

σουφρώνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κάνω λίγο πέρα, κάνω λίγο πιο πέρα

(καθομιλουμένη)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

μαζεύω όπως-όπως

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

προετοιμάσου, ετοιμάσου, κρατήσου

(interjeição)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Prepare-se, tenho más notícias.
Δείξε θάρρος. Έχω άσχημα νέα.

στριμώχνω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

πατάω το κουμπί

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Participantes, apertem a campainha se souberem a resposta.

χώνομαι

(passar com dificuldade) (μέσα σε κτ, μέσα από κτ)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Roger enfiou-se pela multidão.

συνωστίζομαι σε κτ

A multidão se apertou na pequena sala para ouvir o que o político tinha a dizer.

αγκαλιάζω σφικτά

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Με αγκάλιασε τόσο σφικτά που δε μπορούσα να αναπνεύσω.

χαιρετώ δια χειραψίας

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)
É de fato um prazer apertar sua mão finalmente.
Οι δυο επιχειρηματίες χαιρετήθηκαν δια χειραψίας.

δίνω τα χέρια για κτ

expressão verbal (concordar, negócios) (επισφράγιση συμφωνίας)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ανεβάζω ταχύτητα, αυξάνω ταχύτητα, ανεβάζω ρυθμούς, αυξάνω το ρυθμό

(aumentar a velocidade)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σφίγγω το χέρι κπ

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

πλησιάζω

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κουμπώνω τη ζώνη μου

expressão verbal (ζώνη ρούχου)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)
Não se esqueça de apertar o cinto antes de começar a dirigir.
Μην ξεχνάς να βάζεις τη ζώνη σου πριν ξεκινήσεις να οδηγάς.

βάζω ζώνη σε κπ

expressão verbal (σε όχημα)

(περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.)

σκληραίνω, δυσκολεύω

verbo transitivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Nós vamos apertar o cinto por aqui; estávamos muito desleixados.
Θα πρέπει να σκληρύνουμε εδώ πέρα. Είμαστε πολύ επιεικείς.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του apertar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.