Τι σημαίνει το advance στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης advance στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του advance στο Αγγλικά.
Η λέξη advance στο Αγγλικά σημαίνει προχωρώ, προωθώ, προέλαση, εκ των προτέρων, προχωρώ, πρόοδος, εξέλιξη, προκαταβολή, μπροστινός, πρώτος, πρόοδος, εξέλιξη, άνοδος, αύξηση, φλερτ, κινούμαι ανοδικά, βελτιώνομαι, κάνω, επισπεύδω, δίνω προκαταβολή, αυξάνω, επιτίθεμαι, εισβάλλω, εκ των προτέρων κράτηση, κράτηση εκ των προτέρων, προκαταβολή, προειδοποίηση, προκαταβολή, αγορά εκ των προτέρων, ταμειακή πίστωση, εκ των προτέρων, προκαταβολικά, πριν από, πληρώνω προκαταβολικά, ευχαριστώ εκ των προτέρων, ευχαριστώ εκ των προτέρων. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης advance
προχωρώtransitive verb (move forward) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) In the chess game, he advanced his pawn forward two spaces. Στην παρτίδα σκάκι, προχώρησε το πιόνι του κατά δύο θέσεις. |
προωθώtransitive verb (further) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) He advanced his career by winning clients. Προώθησε την καριέρα του κερδίζοντας πελάτες. |
προέλασηnoun (movement forward) (προώθηση) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The advance of the killer bees throughout the country can't be stopped. Η προέλαση των μελισσών-δολοφόνων σε όλη τη χώρα δεν μπορεί να εμποδιστεί. |
εκ των προτέρωνadjective (issued ahead of schedule) (φράση ως επίθετο ή επιθετικός προσδιορισμός: Σύνολο λέξεων που περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ. άτομο υψηλής νοημοσύνης, άριστης ποιότητας υλικά κλπ.) I have an advance copy of tomorrow's newspaper. |
προχωρώintransitive verb (move forward) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The invading army was advancing. |
πρόοδος, εξέλιξηplural noun (progress) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) You have made great advances in your English studies. Έχεις σημειώσει μεγάλη πρόοδο (or: εξέλιξη) στις σπουδές σου στα Αγγλικά. |
προκαταβολήnoun (loan) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) His boss gave him a three-hundred-dollar advance on his wages. Το αφεντικό του του έδωσε τριακόσια δολάρια προκαταβολή από τον μισθό του. |
μπροστινός, πρώτοςadjective (placed toward the front) (επίθετο: Περιγράφει το ουσιαστικό που συνοδεύει, π.χ.ψηλός άντρας, καλός καιρός κλπ, και αλλάζει ανάλογα με το γένος, π.χ.καλός, καλή, καλό) The advance train cars are all first class. |
πρόοδος, εξέλιξηnoun (progress) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The advance of democracy is a slow one. |
άνοδος, αύξησηnoun (increase) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The advance in stock prices continued on strong earnings reports. |
φλερτnoun (attempts at romance) (ουσιαστικό ουδέτερο: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα ουδέτερου γένους.) Linda made it clear that Don's advances were not welcome. |
κινούμαι ανοδικάintransitive verb (increase in value) The stock price continued to advance to new highs. |
βελτιώνομαιintransitive verb (improve, progress) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The child's reading skills are advancing. |
κάνωtransitive verb (propose) (πρόταση) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I have a proposal that I want to advance to you. Θα ήθελα να σου προτείνω κάτι. |
επισπεύδωtransitive verb (hasten) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Let's advance our departure because a hurricane is coming. Ας επισπεύσουμε την αναχώρησή μας, καθώς έρχεται τυφώνας. |
δίνω προκαταβολήtransitive verb (lend) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) His boss advanced him three hundred dollars. Το αφεντικό του τού έδωσε προκαταβολή τριακόσια δολάρια. |
αυξάνωtransitive verb (increase) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) You can advance the price, but you might lose sales. Μπορείς να αυξήσεις την τιμή, αλλά ίσως κάνεις λιγότερες πωλήσεις. |
επιτίθεμαι, εισβάλλωphrasal verb, transitive, inseparable (invade, move in to attack) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The swarm of killer bees advanced upon the unsuspecting cow that was grazing in the pasture. Το σμήνος από φονικές μέλισσες επιτέθηκε στην ανυποψίαστη αγελάδα που έβοσκε στο λιβάδι. |
εκ των προτέρων κράτηση, κράτηση εκ των προτέρωνnoun (reservation) (φράση ως ουσιαστικό θηλυκό: Σύνολο λέξεων που αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους, π.χ. καθηγήτρια φυσικής αγωγής, διευθύντρια γυμνασίου κλπ.) |
προκαταβολήnoun (money paid upfront, deposit) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Be alert for scams requesting an advance fee. |
προειδοποίησηnoun (warning) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) Please give advance notice if you have to cancel an appointment. |
προκαταβολήnoun (sum paid before delivery) (ουσιαστικό θηλυκό: Αναφέρεται σε πρόσωπο, ζώο ή πράγμα θηλυκού γένους.) The author received an advance payment before he completed his new book. |
αγορά εκ των προτέρωνnoun (booking ahead at cheap rate) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) Airlines usually give you a cheaper fare for advance purchase. |
ταμειακή πίστωσηnoun (credit card service) |
εκ των προτέρωνadverb (a long time beforehand) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
προκαταβολικάadverb (beforehand) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) You'll need to get your tickets in advance: the band's very popular. Θα πρέπει να βγάλετε τα εισιτήριά σας από πριν, η μπάντα είναι πολύ δημοφιλής. |
πριν απόpreposition (prior to) (επίρρημα: Περιγράφει το ρήμα που συνοδεύει, π.χ. τρέχω γρήγορα, μιλάω ακατάπαυστακλπ.) I bought my tickets in advance of the concert. |
πληρώνω προκαταβολικάverbal expression (give money for [sth] to be obtained later) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Some cell phone companies require you to pay in advance for your service. |
ευχαριστώ εκ των προτέρωνinterjection (formal (expressing a polite request) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
ευχαριστώ εκ των προτέρωνexpression (gratitude for [sth] not done yet) (έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.) |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του advance στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του advance
Συνώνυμα
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.