Τι σημαίνει το add up στο Αγγλικά;
Ποια είναι η σημασία της λέξης add up στο Αγγλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του add up στο Αγγλικά.
Η λέξη add up στο Αγγλικά σημαίνει κάνω πρόσθεση, έχω άθροισμα, αθροίζω, ταιριάζω, συνάδω, υποδεικνύω, συνιστώ, υποδηλώνω, συσσωρεύομαι, προσθέτω, αθροίζω, προσθέτω, προσθέτω, προσθέτω, ενισχύω, προσθέτω, αυξάνω, προσθέτω, προσθέτω, προσθέτω. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.
Σημασία της λέξης add up
κάνω πρόσθεσηphrasal verb, intransitive (do sums) (περίφραση: Συνδυασμός λέξεων που αποδίδει το νόημα του μεταφραζόμενου όρου, ο οποίος στον λόγο μπορεί να τροποποιηθεί κατάλληλα, π.χ. από την Αθήνα, που ακολουθεί κλπ.) The children are learning to add up. Τα παιδιά μαθαίνουν να κάνουν πρόσθεση. |
έχω άθροισμα(total) (ρηματική έκφραση: Συνδυασμός βοηθητικού ρήματος και ουσιαστικού, επιθέτου ή μετοχής, π.χ. γίνομαι γιατρός, είμαι ψηλός, είμαι κουρασμένος κλπ.) The opposite sides of a die add up to seven. Οι αντικριστές πλευρές του ζαριού έχουν άθροισμα επτά. |
αθροίζωphrasal verb, transitive, separable (calculate total) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) When you add up the numbers in this column, you should get 500. Εάν αθροίσεις τους αριθμούς αυτής της στήλης, πρέπει να βγάλεις 500. |
ταιριάζω, συνάδωphrasal verb, intransitive (figurative, informal (make sense) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The two different accounts of the same event don't add up. Οι δύο διαφορετικές περιγραφές του ίδιου γεγονότος δεν συνάδουν. |
υποδεικνύω, συνιστώ, υποδηλώνω(figurative (indicate, lead to) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The evidence adds up to a clear attempt to steal the goods. Οι αποδείξεις υποδηλώνουν μια ξεκάθαρη απόπειρα κλοπής των αγαθών. |
συσσωρεύομαιphrasal verb, intransitive (accumulate gradually) (ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.) The stresses of everyday life can add up and leave you feeling overwhelmed. |
προσθέτω, αθροίζωtransitive verb (mathematics: find total of) (μαθηματικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I will use a calculator to add the numbers. Θα χρησιμοποιήσω κομπιουτεράκι για να προσθέσω (or: αθροίσω) τους αριθμούς. |
προσθέτωtransitive verb (join, put in) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The family added an extension to their home. |
προσθέτωtransitive verb (say as well) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Do you have anything to add to the debate? Έχεις να προσθέσεις κάτι στη συζήτηση; |
προσθέτωintransitive verb (do sums) (σπανίως) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) I learned how to add when I was in first grade. Έμαθα να κάνω πρόσθεση όταν πήγαινα στην πρώτη δημοτικού. |
ενισχύω(supplement) (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Herbs will add to the flavour of the soup. Τα μυρωδικά θα ενισχύσουν τη γεύση της σούπας. |
προσθέτωtransitive verb (contribute, enhance) (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Seasoning adds flavour to food. Τα καρικεύματα προσθέτουν γεύση στο φαγητό. |
αυξάνω(increase) (κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The knowledge of how he died only added to his family's suffering. Η πληροφόρηση για τον τρόπο του θανάτου του κατάφερε μόνο να αυξήσει την οδύνη της οικογένειας. |
προσθέτωtransitive verb (mathematics: calculate total) (μαθηματικά) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) If you add one and six, the total is seven. |
προσθέτωtransitive verb (join, put in) (κάτι σε κάτι) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) Jim plans to add his work to the project. |
προσθέτωtransitive verb (contribute, enhance) (ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.) The seasoning in this dish really adds depth. |
Ας μάθουμε Αγγλικά
Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του add up στο Αγγλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Αγγλικά.
Σχετικές λέξεις του add up
Ενημερωμένες λέξεις του Αγγλικά
Γνωρίζετε για το Αγγλικά
Τα αγγλικά προέρχονται από γερμανικές φυλές που μετανάστευσαν στην Αγγλία και έχουν εξελιχθεί σε μια περίοδο άνω των 1.400 ετών. Τα αγγλικά είναι η τρίτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, μετά τα κινέζικα και τα ισπανικά. Είναι η πιο μαθημένη δεύτερη γλώσσα και η επίσημη γλώσσα σχεδόν 60 κυρίαρχων χωρών. Αυτή η γλώσσα έχει μεγαλύτερο αριθμό ομιλητών ως δεύτερη και ξένη γλώσσα από τους μητρικούς ομιλητές. Τα αγγλικά είναι επίσης η επίσημη γλώσσα των Ηνωμένων Εθνών, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πολλών άλλων διεθνών και περιφερειακούς οργανισμούς. Σήμερα, οι αγγλόφωνοι σε όλο τον κόσμο μπορούν να επικοινωνούν με σχετική ευκολία.