Τι σημαίνει το acalmar στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης acalmar στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του acalmar στο πορτογαλικά.

Η λέξη acalmar στο πορτογαλικά σημαίνει ηρεμώ, γαληνεύω, ησυχάζω, καθησυχάζω, ηρεμώ, ηρεμώ, κατευνάζω, κατευνάζω, συμφιλιώνω, τα βρίσκω με κάποιον, καλμάρω, καθαρίζω, εξομαλύνομαι, λειαίνομαι, εξομαλύνω, μαλακώνω, κατευνάζω, ησυχάζω, κατευνάζω, καταπραϋνω, καθησυχάζω, ηρεμώ, μαλακώνω, απαλαίνω, ηρεμώ, κατευνάζω, ανακουφίζω, σιωπώ, σωπαίνω, υποχωρώ, κατευνάζω, κατασιγάζω, τιθασεύω, δαμάζω, υποχωρώ, ηρεμώ, ησυχάζω, ηρεμώ, ηρεμώ, ησυχάζω, ηρεμώ, ησυχάζω, συνέρχομαι, χαλαρώνω, χαλαρώνω, αράζω, ηρεμώ, ηρεμώ, ηρεμώ, ηρεμώ, γαληνεύω, ηρεμώ, συγκεντρώνομαι, συγκεντρώνομαι, ηρεμώ τον εαυτό μου, ηρεμώ. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης acalmar

ηρεμώ, γαληνεύω, ησυχάζω, καθησυχάζω

verbo transitivo (fazer ficar quieto)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela afagou o cavalo agitado para acalmá-lo.
Ακούμπησε χαϊδευτικά το αγριεμένο άλογο για να το καλμάρει.

ηρεμώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela deu uma mamadeira ao bebê para acalmá-lo.
Έδωσε στο μωρό ένα μπουκάλι για να το ηρεμήσει.

ηρεμώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατευνάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατευνάζω, συμφιλιώνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τα βρίσκω με κάποιον

καλμάρω

verbo transitivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

καθαρίζω

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Apenas relaxe e deixe sua mente se acalmar.

εξομαλύνομαι, λειαίνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Depois que os barcos partiram, a água se acalmou.

εξομαλύνω

(situação)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A explicação dela acalmou a situação com o cliente.

μαλακώνω

(emoções) (μτφ: ηρεμώ)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela acalmou os sentimentos dele com suas doces palavras.

κατευνάζω

verbo transitivo (aliviar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ησυχάζω

verbo transitivo (tornar calmo)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

κατευνάζω, καταπραϋνω, καθησυχάζω, ηρεμώ

verbo transitivo (aplacar algo ou alguém)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

μαλακώνω, απαλαίνω

verbo transitivo (suavizar algo ou alguém)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ηρεμώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O antiácido acalmou o estômago dela.

κατευνάζω, ανακουφίζω

(κάποιον ή κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Maggie fez seu melhor para confortar a criança que chorava.
Η Μάγκυ έκανε ό,τι μπορούσε για να καθησυχάσει το παιδί που έκλαιγε.

σιωπώ, σωπαίνω

(ficar quieto) (σταματάω να μιλάω)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A multidão aquietou quando o palestrante saiu.
Το πλήθος έκανε ησυχία καθώς εμφανίστηκε ο ομιλητής.

υποχωρώ

(diminuir, diminuir a velocidade)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

κατευνάζω, κατασιγάζω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

τιθασεύω, δαμάζω

verbo transitivo (emoções: controlar) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Rachel finalmente conseguiu domar sua raiva e ser cortês com sua sogra.

υποχωρώ

(emoção)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Sua raiva esfriou o suficiente para que ele pudesse aproveitar a noite.

ηρεμώ, ησυχάζω

verbo transitivo (acalmar)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Ela tranquilizou as crianças agitadas com um olhar calmo.

ηρεμώ

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ηρεμώ, ησυχάζω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
A mulher que chorava se acalmou quando a amiga a abraçou.

ηρεμώ, ησυχάζω

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
O vento se acalmou quando o furacão passou.
Ο αέρας έκοψε καθώς ο τυφώνας απομακρυνόταν.

συνέρχομαι

(μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
É hora de parar de pânico e se acalmar. Ele estava nervoso demais, precisava se acalmar.
Είναι καιρός να σταματήσω να πανικοβάλλομαι και να συνέλθω. Είναι τόσο αγχωμένος. Πρέπει να συνέρθει.

χαλαρώνω

(tornar-se mais calmo) (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

χαλαρώνω, αράζω

verbo pronominal/reflexivo (αργκό)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ηρεμώ

verbo pronominal/reflexivo (καθομιλουμένη)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ηρεμώ

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Demorou um tempinho para Andy se acalmar depois da discussão com o irmão.
Ο Άντι χρειάστηκε λίγη ώρα για να ηρεμήσει μετά από τον καβγά με τον αδερφό του.

ηρεμώ

verbo pronominal/reflexivo (figurado)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Não há razão para brigar sobre isso. Não vamos resolver nada até você se acalmar.
Δεν υπάρχει λόγος να λογομαχούμε γι' αυτό. Δεν θα βρούμε καμία λύση, αν δεν ηρεμήσεις.

ηρεμώ, γαληνεύω

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Pare de me interromper, acalme-se, e vou continuar com minha explicação.
Σταμάτα να με διακόπτεις, ηρέμησε και θα συνεχίσω την εξήγησή μου.

ηρεμώ, συγκεντρώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Deixa eu me recompor antes de entrar no palco. Ainda estou meio emotivo.
ⓘEsta frase não é uma tradução da frase em inglês Μαζέψου, δεν είναι ωραίο να κλαις μπροστά στον κόσμο.

συγκεντρώνομαι

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ηρεμώ τον εαυτό μου

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

ηρεμώ

verbo pronominal/reflexivo

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)
Meu estômago se acalmou depois de algumas horas.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του acalmar στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.