Τι σημαίνει το absorver στο πορτογαλικά;

Ποια είναι η σημασία της λέξης absorver στο πορτογαλικά; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του absorver στο πορτογαλικά.

Η λέξη absorver στο πορτογαλικά σημαίνει απορροφάω, απορροφώ, απορροφάω, απορροφώ, ρουφάω, ρουφώ, απορροφάω, απορροφώ, απορροφάω, απορροφώ, ρουφάω, ρουφώ, αναλαμβάνω, απορροφάω, απορροφώ, απορροφώ, ρουφάω, καταλαβαίνω, απορροφώμαι, βυθίζω, απορροφώ, ρουφάω, απορροφώ, μαγνητίζω, ρουφώ αχόρταγα, απορροφώ, ρουφάω, ρουφώ, απορροφώμαι, ανακόπτω, κολλάω, παίρνω, ξαφρίζω, γδύνω, απορροφώ κραδασμούς, παθαίνω σοκ, μου έρχεται κεραμίδα, περιορίζω οικονομική επιβάρυνση. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης absorver

απορροφάω, απορροφώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A toalha absorveu o excesso de água.
Η πετσέτα απορρόφησε το πλεονάζον νερό.

απορροφάω, απορροφώ

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As paredes desta sala absorvem som.
Οι τοίχοι αυτού του δωματίου απορροφούν το θόρυβο.

ρουφάω, ρουφώ

verbo transitivo (μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Os alunos absorveram as ideias radicais do professor.
Οι φοιτητές ενστερνίστηκαν τις ριζοσπαστικές ιδέες του καθηγητή.

απορροφάω, απορροφώ

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A corporação gradualmente absorveu as empresas menores da área.
Η εταιρεία σταδιακά απορρόφησε μικρότερες επιχειρήσεις της περιοχής.

απορροφάω, απορροφώ

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Se a demanda continuar a absorver a oferta disponível neste ritmo, estamos fadados ao desastre.
Αν η ζήτηση συνεχίσει να απορροφά τα διαθέσιμα εφόδια σε αυτόν το ρυθμό, οδηγούμαστε στην καταστροφή.

ρουφάω, ρουφώ

(μεταφορικά, ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

αναλαμβάνω

verbo transitivo

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A empresa dele absorveu as perdas do negócio que ela adquiriu.

απορροφάω, απορροφώ

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A rede de segurança amorteceu a queda do bombeiro.

απορροφώ, ρουφάω

(κυριολεκτικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Você pode usar uma esponja para absorver água.
Μπορείς να χρησιμοποιήσεις ένα σφουγγάρι για να απορροφήσεις νερό.

καταλαβαίνω

(figurado)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Não tenho certeza de que absorvi tudo, mas entendi a maior parte.

απορροφώμαι

verbo transitivo (figurado, informações, experiência) (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

βυθίζω

verbo transitivo (μεταφορικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

απορροφώ, ρουφάω

(figurado) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
As crianças prestam atenção a mais coisas do que percebemos, absorvendo tudo à sua volta.
Τα παιδιά προσέχουν περισσότερα από ότι αντιλαμβανόμαστε απορροφώντας τα πάντα γύρω τους.

απορροφώ, μαγνητίζω

verbo transitivo (a atenção) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρουφώ αχόρταγα

verbo transitivo (μεταφορικά)

(έκφραση: Παγιωμένος συνδυασμός λέξεων, που κατά κανόνα χρησιμοποιείται αυτούσιος στον λόγο, π.χ. βρέχει καρεκλοπόδαρα, χαίρω άκρας υγείας κλπ.)

απορροφώ

verbo transitivo (planta)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

ρουφάω, ρουφώ

verbo transitivo (pessoa) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απορροφώμαι

(líquido: ser absorvido) (κυριολεκτικά)

(ρήμα αμετάβατο: Δεν συνδυάζεται με αντικείμενο, π.χ. κοιμάμαι, διψάω, πεινάωκλπ.)

ανακόπτω

(πτώση, δύναμη)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
A neve fresca amorteceu o impacto quando Tina caiu.
Το φρέσκο χιόνι ανέκοψε την ισχύ της πρόσκρουσης όταν η Τίνα έπεσε κάτω.

κολλάω

(figurado, hábitos) (ανεπίσημο)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Maria estava preocupada que seu filho estava pegando maus hábitos dos outros meninos na escola.
Η Μαρία ανησυχούσε ότι ο γιος της κόλλαγε κάποιες κακές συνήθειες από τα άλλα αγόρια στο σχολείο.

παίρνω

(κάτι από κάτι)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Este musical pega inspiração em uma peça de Shakespeare.

ξαφρίζω, γδύνω

(tirar o melhor de algo) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)

απορροφώ κραδασμούς

expressão verbal

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Caixas de ovos absorvem o choque para que os ovos não quebrem. A pilha de travesseiros absorveria o choque da queda.
Οι αυγοθήκες απορροφούν τους κραδασμούς της μεταφοράς και έτσι τ' αυγά δεν σπάνε.

παθαίνω σοκ, μου έρχεται κεραμίδα

expressão verbal (más notícias) (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
O telefone caiu de sua mão enquanto ela tentava absorver o choque da morte de seu pai. Eu dei a ele um momento para absorver o choque das más notícias.

περιορίζω οικονομική επιβάρυνση

expressão verbal (μεταφορικά)

(ρήμα μεταβατικό: Συνδυάζεται πάντα με αντικείμενο, π.χ. θέλω ένα μήλο, αγαπάω τα παιδιά μουκλπ.)
Το συνταξιοδοτικό μου ταμείο έπαθε μεγάλη ζημιά από το χρηματιστηριακό κραχ, αλλά τουλάχιστον είχα τα τραπεζικά ομόλογα για να περιορίσω την οικονομική επιβάρυνση.

Ας μάθουμε πορτογαλικά

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του absorver στο πορτογαλικά, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο πορτογαλικά.

Γνωρίζετε για το πορτογαλικά

πορτογαλικά (português) είναι μια ρωμαϊκή γλώσσα εγγενής στην Ιβηρική χερσόνησο της Ευρώπης. Είναι η μόνη επίσημη γλώσσα της Πορτογαλίας, της Βραζιλίας, της Αγκόλας, της Μοζαμβίκης, της Γουινέας-Μπισάου, του Πράσινου Ακρωτηρίου. Τα Πορτογαλικά έχουν μεταξύ 215 και 220 εκατομμύρια φυσικούς ομιλητές και 50 εκατομμύρια ομιλητές δεύτερης γλώσσας, ήτοι συνολικά περίπου 270 εκατομμύρια. Τα πορτογαλικά συχνά αναφέρονται ως η έκτη πιο ομιλούμενη γλώσσα στον κόσμο, τρίτη στην Ευρώπη. Το 1997, μια ολοκληρωμένη ακαδημαϊκή μελέτη κατέταξε τα πορτογαλικά ως μία από τις 10 γλώσσες με τη μεγαλύτερη επιρροή στον κόσμο. Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της UNESCO, τα πορτογαλικά και τα ισπανικά είναι οι ταχύτερα αναπτυσσόμενες ευρωπαϊκές γλώσσες μετά τα αγγλικά.