Τι σημαίνει το skinka στο Ισλανδικό;

Ποια είναι η σημασία της λέξης skinka στο Ισλανδικό; Το άρθρο εξηγεί την πλήρη σημασία, την προφορά μαζί με δίγλωσσα παραδείγματα και οδηγίες για τον τρόπο χρήσης του skinka στο Ισλανδικό.

Η λέξη skinka στο Ισλανδικό σημαίνει χοιρομέρι, ζαμπόν, ζαμπόν. Για να μάθετε περισσότερα, δείτε τις λεπτομέρειες παρακάτω.

Ακούστε την προφορά

Σημασία της λέξης skinka

χοιρομέρι

noun

ζαμπόν

noun

Bara ein svona gķđ skinka kemur fram í hveri kynslķđ.
Τόσο καλό ζαμπόν, βγαίνει μόνο μια φορά σε κάθε γενιά.

ζαμπόν

noun

Bara ein svona gķđ skinka kemur fram í hveri kynslķđ.
Τόσο καλό ζαμπόν, βγαίνει μόνο μια φορά σε κάθε γενιά.

Δείτε περισσότερα παραδείγματα

Ūetta er rosalega gķđ skinka.
Αυτό είναι ένα πάρα πολύ καλό ζαμπόν.
Og skinka.
Και ζαμπόν.
Gettu hvađ, skinka?
Λοιπόν, μάντεψε.
Ég átti ađ vera skinka.
Θα ήμουν το ζαμπόν.
Við lok vikunnar eina nafnið sem við höfðum á listanum okkar var Verslun- verslun gæslumaður niður að hluta Bicky á bænum, og eins og hann vildi oss að taka það út í sneiðar skinka í stað þess að reiðufé sem ekki hjálpa mikið.
Μέχρι το τέλος της εβδομάδας το μόνο όνομα που είχαμε στη λίστα μας ήταν ένα κατάστημα delicatessen- φύλακα καθορίζονται στο μέρος Bicky της πόλης, και όπως ο ίδιος ήθελε να τον πάρω έξω σε φέτες ζαμπόν αντί των μετρητών που δεν βοήθησε πολύ.
SKINKA En mér líđur eins og kjána ađ ganga heim svona.
Αλλά νιώθω σαν ηλίθια να πηγαίνω σπίτι έτσι.
Kryddpylsa, nautahakk, skinka og ólífuhleifur í ljúffengri böku
Πεπερόνι, λουκάνικο, βοδινό, ζαμπόν, όλα μέσα σε λαχταριστό ζ υμάρι
Skinka
Χοιρομέρι
Ég vissi ađ ūađ væri skinka og kartöflustappa!
Ήξερα πως θα είχαμε ζαμπόν... και πουρέ!
Bara ein svona gķđ skinka kemur fram í hveri kynslķđ.
Τόσο καλό ζαμπόν, βγαίνει μόνο μια φορά σε κάθε γενιά.

Ας μάθουμε Ισλανδικό

Λοιπόν τώρα που γνωρίζετε περισσότερα σχετικά με την έννοια του skinka στο Ισλανδικό, μπορείτε να μάθετε πώς να τα χρησιμοποιείτε μέσω επιλεγμένων παραδειγμάτων και πώς να διαβάστε τις. Και θυμηθείτε να μάθετε τις σχετικές λέξεις που προτείνουμε. Ο ιστότοπός μας ενημερώνεται συνεχώς με νέες λέξεις και νέα παραδείγματα, ώστε να μπορείτε να αναζητήσετε τη σημασία άλλων λέξεων που δεν γνωρίζετε στο Ισλανδικό.

Γνωρίζετε για το Ισλανδικό

Τα ισλανδικά είναι μια γερμανική γλώσσα και η επίσημη γλώσσα της Ισλανδίας. Είναι μια ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, που ανήκει στον βορειο-γερμανικό κλάδο της ομάδας των γερμανικών γλωσσών. Η πλειοψηφία των ισλανδόφωνων ζει στην Ισλανδία, περίπου 320.000. Περισσότεροι από 8.000 φυσικοί ομιλητές της Ισλανδίας ζουν στη Δανία. Η γλώσσα ομιλείται επίσης από περίπου 5.000 άτομα στις Ηνωμένες Πολιτείες και από περισσότερα από 1.400 άτομα στον Καναδά. Αν και το 97% του πληθυσμού της Ισλανδίας θεωρεί τα ισλανδικά ως μητρική του γλώσσα, ο αριθμός των ομιλητών μειώνεται σε κοινότητες εκτός Ισλανδίας, ιδιαίτερα στον Καναδά.